ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Το κρύο, γκρίζο πρωινό της 23ης Φεβρουαρίου 1870, δύο άνδρες ξεκίνησαν από το Παρίσι για το Δάσος του Σεν Ζερμέν για να έρθουν σε μονομαχία.
Ο ένας ήταν ο πιο διαβόητος καλλιτέχνης της Γαλλίας, ο ριζοσπάστης ζωγράφος Εντουάρ Μανέ. Και ο άλλος, ο μυθιστοριογράφος και κριτικός Λουί Εντμόν Ντουραντί, ένθερμος υποστηρικτής του ρεαλιστικού κινήματος. Έφεραν μαζί τους δύο ξίφη και τους μάρτυρές τους: Τον διάσημο μυθιστοριογράφο Εμίλ Ζολά, τον επαναστάτη συγγραφέα Πολ Λαφάργκ και τους δημοσιογράφους Ανρί Βινιό και Εουζέν Σνερμπ.
Στις 11 η ώρα τα δύο ξίφη διασταυρώθηκαν με «τόση βία», έγραψε ο Ζολά, «που λύγισαν και οι δύο λεπίδες». Ο Ντουραντί τραυματίστηκε ελαφρά στο αριστερό του στήθος ως αποτέλεσμα του ξίφους του Μανέ, που «γλίστρησε στη μία πλευρά του» και ο αγώνας έληξε. Η τιμή, όπως συμφωνήθηκε, είχε ικανοποιηθεί. Τι είχε συμβεί όμως, ανάμεσα στους δύο φίλους ως εκείνη τη στιγμή και οδηγήθηκαν σε μονομαχία;
Μέσα από την κατάθεσή τους ως μάρτυρες, ο Εμίλ Ζολά περιγράφει αυτή τη βίαιη συνάντηση μεταξύ του Μανέ και του πρώην φίλου του Ντουραντί κι αυτό το κείμενο βγαίνει σε λίγες μέρες, από 1 έως 15 Δεκεμβρίου σε διαδικτυακή δημοπρασία από τον οίκο Christie’s, δίνοντας απαντήσεις μετά από ενάμιση αιώνα.
Οι δύο πρωταγωνιστές
Σε αντίθεση με τους παθιασμένους και δυναμικούς λόγους, που συνήθως συνδέονται με τον μεγάλο γάλλο διανοούμενο, αυτή η δήλωση του Ζολά είναι ένα τυπικό κείμενο. Για την ακρίβεια «Είναι ένα ντοκουμέντο γραμμένο με πολύ προσεκτικό τρόπο», όπως λέει ο Τόμας Βένινγκ, επικεφαλής του τμήματος Βιβλίων και Χειρογράφων στον οίκο Christie’s στο Λονδίνο. «Γιατί αυτά τα περιστατικά συνέβαιναν συχνά στην πολιτιστική ζωή του Παρισιού. Και το κείμενο δίνει μια καλή εικόνα της τρέλας εκείνων των καιρών», προσθέτει.
Τα γεγονότα όμως, που οδήγησαν στη μονομαχία είναι τουλάχιστον περίεργα.
Από όλες τις απόψεις, ο Ντουραντί ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Μανέ, έχοντας υποστηρίξει τον καλλιτέχνη ως «ζωγράφο της νεωτερικότητας» ενώ τον είχε υπερασπιστεί στα έντυπα του και όταν τον κατηγορούσαν για κραιπάλες. Ο ίδιος ήταν οπαδός του ρεύματος εναντίον του πολιτιστικού και πολιτικού status quo και στο περιοδικό του «Réalisme» είχε παρουσιάσει το πρωτοποριακό όραμα μιας τέχνης, βασισμένης στη σύγχρονη, αστική εμπειρία, της οποίας ο Μανέ ήταν ο πρωτεργάτης. Επίσης είχε βαφτίσει τον στενό κύκλο του καλλιτέχνη «ομάδα Batignolles», από το όνομα της περιοχής στην οποία βρισκόταν το στούντιο του Μανέ.
Σε αντάλλαγμα, ο Μανέ συμπεριέλαβε τον Ντουραντί στον διάσημο πίνακά του «Η μουσική στον κήπο του Κεραμεικού» (1862), στον οποίο το στοχαστικό πρόσωπο του συγγραφέα, φορώντας ένα ανοιχτό γκρι καπέλο, διακρίνεται κάτω από τον πράσινο θόλο που δημιουργούν τα δέντρα. Δύο χρόνια αργότερα εξάλλου, και οι δύο άντρες τιμήθηκαν από τον Ανρί Φαντέν-Λατούρ στον πίνακα «Τιμή στον Ντελακρουά», μαζί με άλλους μεγάλους, πρωτοπόρους του Νατουραλισμού, όπως ο Σαρλ Μποντλέρ, ο Τζέιμς ΜακΝιλ Γουίστλερ και ο Σανφλερί.
Το επεισόδιο με το χαστούκι
Πολύ γρήγορα ωστόσο, οι τόνοι ανέβηκαν και καθώς η επανάσταση ήταν στον αέρα άρχισαν να χαράσσονται οι γραμμές μάχης . Ο Ντουραντί απογοητεύτηκε από την άρνηση των Batignolles να περιγράψουν τους εαυτούς τους ως «Ρεαλιστές», κάτι που πίστευε, ότι ήταν ο μόνος δρόμος, που έπρεπε να ακολουθηθεί μπροστά σε ένα αντιδραστικό κοινό.
Από την άλλη, η εμμονή του Μανέ για την συμμετοχή στη διοργάνωση μεγάλων εκθέσεων και η επιθυμία του να γίνει αποδεκτός από το κατεστημένο ενόχλησε τον κριτικό. Γιατί να προσπαθήσει ο καλλιτέχνης να καλλιεργήσει σχέσεις με τέτοιους υποκριτές, αναρωτιόταν θυμωμένος ο Ντουραντί.
Η απάντηση του Μανέ πάντως, φαίνεται στη συμβουλή, που έδωσε αργότερα στους ιμπρεσιονιστές, όταν έλεγε πως: «Αντί να στριμώχνεστε μαζί σε μια αυτονομιστική ομάδα, θα πρέπει να μεταφέρετε τη μάχη στο στρατόπεδο του εχθρού. Η αστική τάξη έχει την εντύπωση, ότι δεν εκθέτετε στο Σαλόνι, γιατί δεν θα γίνει αποδεκτή η δουλειά σας. Πρέπει να φορέσεις ένα φράκο και να βγεις στον κόσμο. Γιατί να πας με παντόφλες;».
Τα πράγματα έφτασαν στα άκρα, όταν στην κριτική του για μια έκθεση στον Κύκλο της Καλλιτεχνικής Ένωσης ο Ντουραντί μόλις που αναφέρθηκε στον πίνακα με τον οποίο συμμετείχε ο Μανέ, τον «Ζητιάνο με στρείδια» (Φιλόσοφος) 1865-67. Έξαλλος τότε ο ζωγράφος αναζήτησε τον κριτικό στο Καφέ Γκερμπουά και τον χαστούκισε στο πρόσωπο.
Οι αντιθέσεις
Ο λόγος μπορεί να μη φαίνεται ικανός να είχε προκαλέσει μονομαχία, αλλά ο Μανέ είχε μια εκρηκτική ιδιοσυγκρασία και ένα αυξημένο αίσθημα απαίτησης του σεβασμού από τους συνεργάτες του. Επρόκειτο άλλωστε για ένα ωραίο ίνδαλμα της ανώτερης τάξης. Πλούσιος και άστατος είχε, όπως είπε ο στενός του φίλος, πολιτικός και δημοσιογράφος Αντονίν Προυστ, «μια εύπλαστη γοητεία, που ενισχυόταν από την κομψότητα της κίνησής του… ήταν κάποιος που είχε συνείδηση της καταγωγής του».
Επίσης λάτρευε τις συναναστροφές και, σύμφωνα με τον Ζολά αντλούσε «μια κρυφή συγκίνηση από τις λαμπρές και αρωματισμένες απολαύσεις των βραδινών συνάξεων». Ήταν ο Μανέ άλλωστε, που σκεφτόταν ο Μποντλέρ όταν περιέγραψε τον ζωγράφο της σύγχρονης ζωής ως «δανδή».
Αντίθετα, ο Ντουραντί δεν ήταν ευκατάστατος. Φημολογείτο μάλιστα, ότι ήταν νόθος γιος του μυθιστοριογράφου Προσπέρ Μεριμέ, πρωτοπόρου του Ρομαντισμού. Και αν αυτό είναι αλήθεια, η απόρριψη αυτού του κινήματος από τον κριτικό θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως φροϋδική…
Όπως ο Ζολά και ο Μανέ όμως, ο Ντουραντί διέψευσε την παράδοση του ρομαντισμού για τους φτωχούς και καταπιεσμένους. Μέσα από τη γραφή του, έδειξε τα διακριτικά της στέρησης: Το χλωμό δέρμα, τα σπαταλημένα σώματα και την απόγνωση. Έτσι το επαναστατικό του μυθιστόρημα «Η Ατυχία της Ενριέτ Ζεράρ», που δημοσιεύτηκε το 1860 είναι μια φρέσκια, σχεδόν απαθής απεικόνιση της σύγχρονης ζωής.
Αυτές ήταν οι ιδέες, που συζητιόνταν στο Καφέ Γκερμπουά, όπου η ομάδα Batignolles συναναστρεφόταν με τους ριζοσπάστες συγγραφείς της εποχής, όπως ο Ζολά, ο Φλομπέρ και ο Μαλαρμέ.
Τα παπούτσια της μονομαχίας
Μετά τον καβγά μεταξύ του Μανέ και του Ντουραντί, ο Ζόλα πήγε στο σπίτι του συγγραφέα για να συνεννοηθούν ως προς τον χρόνο και τον τόπο για τη μονομαχία. Από την άλλη, σε μια από τις πιο μπερδεμένες πτυχές της ιστορίας, ο Μανέ πέρασε την ημέρα του με ψώνια. «Δεν μπορώ να σας πω σε τι κόπο μπήκα, μια μέρα πριν τη μονομαχία, για να βρω ένα ζευγάρι πραγματικά φαρδιά, ευρύχωρα παπούτσια με τα οποία θα ένιωθα αρκετά άνετα», έγραψε αργότερα στον Προυστ. «Στο τέλος βρήκα ένα ζευγάρι στο Passage Jouffroy. Μετά τη μονομαχία, ήθελα να τα δώσω στον Ντουραντί, αλλά τα αρνήθηκε, γιατί τα πόδια του ήταν μεγαλύτερα από τα δικά μου».
Στη συνέχεια όμως, και έχοντας αντιμετωπίσει μαζί τον θάνατο, οι δυο τους ανέπτυξαν μια ιδιαίτερη συντροφικότητα. Άλλωστε ο κριτικός ήταν ένας από τους λίγους φίλους, που μπορούσαν να μετριάσουν τα βίαια ξεσπάσματα του Μανέ.
Το 1876, γράφοντας στο φυλλάδιό του «Η Νέα Ζωγραφική» ο Ντουραντί προσδιόρισε εξάλλου, τον θεμελιώδη ρόλο του Μανέ στο κίνημα των ιμπρεσιονιστών: «Κάθε φορά έδωσε στο κοινό, με ειλικρίνεια και θάρρος που μοιάζει με ιδιοφυΐα, έργα γεμάτα εύρος και ένταση, μια φωνή ξεχωριστή από όλους τους άλλους».
Κι όταν πέθανε ξαφνικά, τον Απρίλιο του 1880, ο θάνατός του είχε βαθιά επίδραση στον Μανέ, που εκείνη την εποχή ήταν βαριά άρρωστος με σύφιλη, μια κατάσταση που θα μπορούσε να ευθύνεται για την ορμητική συμπεριφορά του. Μιλούσε μάλιστα,συχνά για αυτόν πριν από το θάνατό του, λέγοντας κάποια στιγμή: «Είναι περίεργο, αλλά κάθε φορά που κάποιος αναφέρει το όνομα του φτωχού Ντουράντι, φαίνεται να τον βλέπω να μου κάνει νεύμα να τον ακολουθήσω».
Η δήλωση του Ζολά, που αναφέρεται σ΄αυτήν την ιστορία προσφέρεται στη δημοπρασία με εκτίμηση από 4.000 ως 6.000 λίρες
Διαβάστε επίσης:
Από το Βρετανικό Μουσείο για πρώτη φορά στην Αθήνα: Αρχαίο αγγείο στο Μουσείο Ακρόπολης
Πλημμύρες στην ιερή πόλη των Μακεδόνων – Μέτρα προστασίας
Ρεκόρ 1,9 εκατ. ευρώ για ένα καπέλο του Ναπολέοντα