Έκθεση σύγχρονης τέχνης
Απόφοιτοι Πανεπιστημίων και Σχολών Καλών Τεχνών με υψηλή ειδίκευση και γλωσσομάθεια. Αυτό είναι το μορφωτικό προφίλ των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα, που στον αντίποδα ωστόσο, έχουν να αντιμετωπίσουν έως και την πενία.
Με εξαιρετικά χαμηλό εισόδημα, χωρίς ασφάλιση και φυσικά χωρίς σύνταξη, με δυσκολία διάθεσης των έργων τους, με δύο και τρεις, άσχετες πολλές φορές δουλειές, προκειμένου να εξασφαλίζονται τα προς το ζην οι Έλληνες ζωγράφοι, γλύπτες, οι εικαστικοί καλλιτέχνες γενικά, παρά τα προσόντα και τα πτυχία τους βρίσκονται σε μία από τις χειρότερες θέσεις επαγγελματιών στη χώρα.
Πρόκειται για τα στοιχεία, που προέκυψαν από την έρευνα, που έγινε από το Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τον Μητροπολιτικό Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης-MOMus ακριβώς με θέμα τις «Συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα». Την πρώτη σχετική, που γίνεται στην Ελλάδα αποκαλύπτοντας τον δύσκολο δρόμο ,που έχουν επιλέξει στη ζωή τους οι εικαστικοί, δεδομένου μάλιστα, ότι η στήριξή τους από την πολιτεία είναι από ελάχιστη έως μηδενική.
«Οι ιδεαλισμοί και οι ρομαντισμοί του παρελθόντος έχουν εμφυσήσει στην κουλτούρα μας μια ιδανική αντίληψη για τον καλλιτέχνη: το υψιπετές του αισθητικού του εγχειρήματος εξαχνώνει την πραγματική του ύπαρξη και τρέπει το ίδιο το ανθρώπινο όν σε απλό σκεύος του αισθητικού μεγαλείου. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και η πενία του καλλιτέχνη φαντάζει (ή και δικαιολογείται) σαν μια ασκητική δοκιμασία μέσα από την οποία θα αναβλύσει, γνήσιο και άδολο, το ωραίο», όπως σημειώνει στον πρόλογο της έρευνας ο πρόεδρος του Δ.Σ. του MOMus και επίκουρος καθηγητής της Νομικής Σχολής ΑΠΘ κ. Ανδρέας Τάκης. Προσθέτοντας όμως πως «Τα ευρήματα της έρευνας αυτής, αποκαλυπτικά και συγκλονιστικά μαζί, δεν μπορεί παρά να μας γεμίζουν με έγνοια και αγωνία για την ποιότητα ζωής και τη μοίρα των ανθρώπων, το έργο των οποίων με εύκολη αυταρέσκεια απολαμβάνουμε ως κοινό στα μουσεία μας».
Σύμφωνα με τα πορίσματα λοιπόν αυτής της έρευνας στο χώρο των εικαστικών επικρατούν οι γυναίκες (στο σύνολο των κλάδων οι άνδρες είναι περισσότεροι) ενώ όσον αφορά την ηλικία υπάρχει μία ισοκατανομή (στους άλλους κλάδους επικρατεί η ηλικιακή ομάδα μεταξύ 40- 49 ετών). Οι εικαστικοί καλλιτέχνες έχουν όμως σαφώς υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης από τους εργαζόμενους τα άλλων κλάδων, καθώς οι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης φτάνουν στο 83% (στους λοιπούς κλάδους το 57%). Εξάλλου, η πλειονότητα των εικαστικών (54%) διαθέτει δύο πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης. Οι περισσότεροι ειδικεύονται στη ζωγραφική (66%), ενώ με μικρότερα ποσοστά ακολουθούν οι εγκαταστάσεις, οι εικαστικές κατασκευές, η γλυπτική και άλλες ειδικότητες. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το μεγάλο ποσοστό των εικαστικών ζει στην Αθήνα και δευτερευόντως στη Θεσσαλονίκη.
Κι επειδή η αγορά έργων τέχνης είναι εξαιρετικά μικρή στην Ελλάδα, δεν προσφέρεται κάποιο ιδιαίτερο εισόδημα στους καλλιτέχνες, αφού ένα έργο τους, αν και εφόσον πωληθεί, στην κάλλιστη περίπτωση θα φθάσει τις 2.500 ευρώ ενώ η συνηθέστερη τιμή είναι έως 500 ευρώ το πολύ. Και αν τα έργα έχουν πωληθεί μέσω γκαλερί το ποσοστό προμήθειάς της ανέρχεται στα 35%-55% επί της τιμής πώλησης. Αλλά και το κύριο βάρος της χρηματοδότησης για την παραγωγή και προώθηση του καλλιτεχνικού έργου το επωμίζονται οι ίδιοι οι καλλιτέχνες, όπως και το συγγενικό τους περιβάλλον. Οι ίδιοι μάλιστα λένε ότι έχουν σημαντικό έλλειμμα στην ενημέρωσή τους για τις ευκαιρίες χρηματοδότησης.
Ο βιοπορισμός μέσω άλλης εργασίας είναι έτσι, μονόδρομος με τους μισούς από τους ερωτηθέντες να εργάζονται και ως εκπαιδευτικοί εικαστικών μαθημάτων ή σε άλλα επαγγέλματα. Και πιο συγκεκριμένα, μόνο το ένα τέταρτο έχει ως κύρια πηγή βιοπορισμού την καλλιτεχνική του εργασία (24%). Ασφάλιση και περίθαλψη, φυσικά δεν υπάρχουν.
Αποτέλεσμα; Το 75% ως 91% των εικαστικών στην Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα μεγάλη οικονομική στενότητα (δυσκολίες πληρωμής πάγιων λογαριασμών, ικανοποιητική θέρμανση, κ.λπ.) ενώ το ένα τρίτο ζει σε συνθήκες υλικής στέρησης. Έτσι δεν είναι περίεργο κατόπιν αυτών, που πολλοί, σε ποσοστό 60% θα έβλεπαν την μετανάστευση σαν την μόνη μία λύση.