Τέλη της δεκαετίας του ’80 και στο μικρό Θέατρο Έρευνας του Δημήτρη Ποταμίτη, στα Ιλίσια, η Ροζίτα Σώκου φθάνει, κουβαλώντας μαζί της τάπερ με φαγητά, που απλώνονται στο στενό φουαγιέ. «Είναι πολύ αδύνατος. Δεν τρώει τίποτε», λέει στους γύρω, όχι ως απολογία αλλά ως διευκρίνιση και ανησυχία για τον προστατευόμενό της.

Έτσι ήταν η Ροζίτα Σώκου. Δοτική με τους ανθρώπους που η ίδια επέλεγε να σταθεί κοντά τους, υποστηρικτική και αφοσιωμένη στους φίλους της, αφήνοντας κατά μέρος ακόμη και τη δική της καριέρα, όταν χρειαζόταν. Η ζωή της, ένα βιβλίο με πολλές, επιμέρους ιστορίες. Γεμάτο με εμπειρίες, φιλίες, αγάπες, μίση. Με κεφάλαια που φέρουν διάσημα ονόματα και όχι μόνον του εγχώριου στερεώματος -και μόνον ένας Νουρέγιεφ και ένας Μάρλον Μπράντο, φθάνουν- ή άλλα, μέσα από τα οποία περνά όλος ο ελληνικός Τύπος με μια καριέρα που την έκανε γνωστή στο πανελλήνιο, είτε γράφοντας για κινηματογράφο και θέατρο, είτε κρίνοντας επίδοξους καλλιτέχνες, όπως στην εκπομπή «Να η ευκαιρία» που άφησε εποχή στην ελληνική τηλεόραση, αλλά και φτασμένους. Μια προσωπικότητα ανήσυχη και ανένταχτη, που ωστόσο η ανηλεής συχνά, κριτική της και τα πικρόχολα σχόλια προκαλούσαν αντιδράσεις. Αλλά όχι, ότι την ένοιαζε…

Ροζίτα Σώκου Να η ευκαιρία
Στην τηλεοπτική εκπομπή «Να η ευκαιρία»

Η ίδια άλλωστε κατέρριπτε τους όποιους μύθους γύρω από εκείνην: «Δεν είχα ποτέ την παραμικρή φιλοδοξία», έχει γράψει. « Ό,τι έχω πετύχει οφείλεται στην επιθυμία μου να κάνω αυτό που με ευχαριστούσε. Έκανα πάντα και μόνον αυτό που ήθελα στη ζωή μου. Δεν πολυπήγαινα σε πάρτι, δεν κόλλαγα σε σπουδαίους, δεν έχω καμία φιλία με κανέναν πολιτικό». Αντίθετα οι φίλοι της ήταν καλλιτέχνες, όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μίνως Βολανάκης, ο Γιάννης Γαΐτης, ο Νίκος Γεωργιάδης, ο Γιάννης Τσαρούχης, η Ντένη Βαχλιώτη, που όλοι τους πια έχουν φύγει από τη ζωή.

Ροζίτα Σώκου
Ροζίτα Σώκου

Η κριτική και ο κινηματογράφος

Μεγαλώνοντας σ’ ένα σπίτι με πολλά βιβλία -ο πατέρας της, Γιώργος Σώκος, εκτός από στρατιωτικός ήταν και θεατρικός συγγραφέας- και πηγαίνοντας στον κινηματογράφο και το θέατρο με τον παππού της, Φώτη Μιχαηλίδη, που ήταν συνιδιοκτήτης της βιομηχανίας ζυμαρικών ΜΙΣΚΟ, ήξερε από μικρή τι θα έκανε στη ζωή της. Δημοτικό σχολείο δεν πήγε, αφού διδασκόταν κατ’ οίκον από μία γαλλίδα γκουβερνάντα, στη συνέχεια όμως ήρθε το Αρσάκειο, το Γαλλικό Ινστιτούτο, μαθήματα λογοτεχνίας σε κολλέγιο της Οξφόρδης. Κριτικές είχε αρχίσει να γράφει ήδη από το Γυμνάσιο ενώ επαγγελματικά με το είδος ασχολήθηκε από το 1946. Η καριέρα της εκτινάχθηκε όμως από το 1953 όταν γνώρισε και συνεργάστηκε με την Ελένη Βλάχου στην «Καθημερινή» και στα περιοδικά «Εκλογή» και «Εικόνες».

Κινηματογράφο δεν είχε σπουδάσει -και ποιος άλλος σπούδασε εκείνη την εποχή-, η γενικότερη καλλιέργεια και οι γνώσεις της όμως δεν αμφισβητούνταν. Ούτε η άνεσή της να κινείται σε χώρους και με ανθρώπους, που ήταν για όλους τους υπόλοιπους μυθικοί. Αδιάλειπτη άλλωστε η παρουσία της στα φεστιβάλ των Καννών και της Βενετίας, στο πρώτο από τα οποία έδινε το «παρών» για περισσότερα από πενήντα χρόνια.

Μέσα στην τέχνη ήταν και η προσωπική της ζωή, από πολύ νωρίς, όταν παρακολουθώντας μαθήματά στη σχολή του Βασίλη Ρώτα μέσα στην Κατοχή είχε γνωρίσει τον Γιάννη Ξενάκη. «Έμεινα με ανοιχτό το στόμα γιατί ωραιότερο πλάσμα δεν είχα δει ποτέ μου, πιο εκθαμβωτικό, στην πεινασμένη εκείνη Ελλάδα της Κατοχής» έχει γράψει για τον πλατωνικό έρωτά της, που βοήθησε πολύ όμως στη μουσική επιμόρφωσή της, προσπαθώντας να τον φθάσει. Μαζί άλλωστε είχαν δει την Μαρία Κάλλας στον «Φιντέλιο» το 1944 στο Ηρώδειο.

Προτάσεις χωρίς αποδοχή

Στενή η σχέση της με τον Γιάννη Τσαρούχη, μια φιλία που άντεξε στο χρόνο, παρ’ ότι όπως σημειώνει η ίδια είχε αρχίσει διαφορετικά. Ήταν η εποχή που η αγάπη της για την τέχνη την οδήγησε στη Σχολή Καλών Τεχνών, για να διαπιστώσει όμως, ότι ταλέντο δεν υπήρχε, κάτι που δεν της έκρυψε ούτε ο Τσαρούχης. Ίδρυσαν μαζί όμως έναν ερασιτεχνικό όμιλο και στην Κατοχή σχεδόν συγκατοικούσαν στο δικό της σπίτι, όπου ο Τσαρούχης είχε δώσει το ’44 μία «παράσταση» με την «Τραβιάτα» την οποία ερμήνευε ο ίδιος, ντυμένος γυναίκα. Τότε της έκανε την πρόταση γάμου, όπως αναφέρει, την οποία δεν αποδέχθηκε. Ήταν η πρώτη αλλά όχι η τελευταία φιλική της σχέση με ομοφυλόφιλο, καθώς για εκείνη δεν μπορούσε να υπάρχει διάκριση μεταξύ των ανθρώπων.

Πολύ αργότερα, στη δεκαετία του ’80, μία έντονη και μακροχρόνια σχέση ανέπτυξε και με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ, τον οποίο είχε γνωρίσει μέσω του Νίκου Γεωργιάδη. Όπως γράφει, στην αρχή ήταν διστακτική, γρήγορα όμως το πάθος του για την τέχνη την παρέσυρε και έγινε η έμπιστη φίλη του και σύμβουλος, που τον ακολουθούσε παντού, τον φρόντιζε κι εκείνος βασιζόταν στην παρουσία της. Όταν όμως ο Νουρέγιεφ της πρότεινε να συζήσουν στο σπίτι του στο Παρίσι, αρνήθηκε. Όπως γράφει «Εγώ δεν πήγα ποτέ με κάποιον, που είχα έστω και την υποψία ότι έχει πάει μία φορά με άλλον άνδρα. Ο Νουρέγιεφ ήθελε κάτι περισσότερο, το ζητούσε με τον τρόπο του, αλλά αυτός ήταν ό,τι να ‘ναι. Σαν τους Ανατολίτες, που θέλουν και το χαρέμι και το γιουσουφάκι τους. Δεν ήταν θηλυπρεπής αδελφή. Του άρεσαν και οι άντρες και οι γυναίκες».

Στο καμαρίνι με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ

Οι διάσημοι

Έγραψε όμως ένα θεατρικό έργο και ακόμη δύο βιβλία γι’ αυτόν. «Όταν μπήκα στο καμαρίνι, ήταν ήδη ξεβαμμένος, με πεντακάθαρο το κατάχλωμο, διάφανο δέρμα του», περιγράφει μια συνάντησή τους. «Τα μάτια του όμως, τα ανυπόφορα εκείνα μάτια, που ποτέ δεν κατάλαβα τα ανάκατα χρώματά τους, πράσινα, κρασάτα, μελιά, παρά την καταφανή κούραση, αστραποβολούσαν. […] Δεν περίμενα όμως τη δική του την κίνηση. Αδιαφορώντας για το τι του έλεγα, έσκυψε και με φίλησε στο στόμα».

Και τι συνέβη, άραγε, εκείνο το βράδυ του 1964 στην σουίτα του «Χίλτον» με τον Μάρλον Μπράντο; «Οταν φτάσαμε στο ‘Χίλτον’, ανεβήκαμε ανοίγοντας δρόμο με δυσκολία και μπήκαμε στη σουίτα του», όπως γράφει η ίδια. «Ακούμπησε βαριά τη χερούκλα του στο πόδι μου. Όταν μείναμε μόνοι, κοίταξε το πόδι που κρατούσε και εξακρίβωσε πως ήταν πολύ σκούρο. Τον απογοήτευσα. Όχι, δεν είμαι έγχρωμη. Είναι το χρώμα της κάλτσας. Δώρο της πεθεράς μου. Μου χάρισε μια ντουζίνα μαύρες κάλτσες και λυπάμαι να τις πετάξω’ του είπα. ‘Η πεθερά σου έχει πολύ καλό γούστο’ παρατήρησε με νόημα». Και η όλη ιστορία, όπως σημειώνει η ίδια, τέλειωσε εκεί. Άλλωστε ο Μάρλον Μπράντο την είχε αποκαλέσει «Βικτωριανή». Δεν έφτανε αυτό;

Ροζίτα Σώκου - Μάρλον Μπράντο
Η Ροζίτα Σώκου με τον Μάρλον Μπράντο

Τον δικό της άνθρωπο πάλι μέσω του κινηματογράφου θα τον γνώριζε, σε ένα από τα φεστιβάλ των Καννών, την ίδια χρονιά που την φλέρταρε ο Ομάρ Σαρίφ, αλλά εκείνη θα προτιμούσε τον Ιταλό κριτικό Μάνλιο Μαραντέι, που θα γινόταν σύζυγος και πατέρας της κόρης της, Ιρένε.

Ομάρ Σαρίφ Ροζίτα Σώκου
Χορεύοντας με τον Ομάρ Σαρίφ

Η Μελίνα

Αν κάτι επίσης χαρακτήριζε την Ροζίτα Σώκου ήταν η απροκάλυπτη έκφραση της αντιπάθειας, που μπορεί να είχε για κάποιον. Και η Μελίνα Μερκούρη βρισκόταν μέχρι τέλους στο στόχαστρό της, γραπτώς, με αναφορές στα βιβλία της αλλά και προφορικώς. Παρ΄ότι για μακριά διαστήματα έκαναν παρέα. Τα σχόλια της βιτριολικά, και σε πολλά επίπεδα, όχι μόνον καλλιτεχνικά, ενώ οι αποκαλύψεις της για την προσωπική ζωή της Μελίνας, πιπεράτες. Η άποψή της για την Μελίνα σαφώς και δεν κρυβόταν, αφήνοντας την αίσθηση μιας μεταξύ τους βεντέτας. Σε κάθε περίπτωση έτσι, δεν δίσταζε καθόλου να την αποκαλεί «ελεεινή ηθοποιό». «Στην ‘Μήδεια’ ήταν ανυπόφορη», έλεγε. «Ο μονόλογός της ήταν για να ξερνάνε οι πάπιες. Μόνο στη ‘Στέλλα’ ήταν καλή, γιατί είχε προσαρμόσει ο Κακογιάννης το ρόλο στο δικό της στυλ. Έκανε τον εαυτό της. Αυτό το ύφος είχε και στην πραγματικότητα. Ήταν πολύ κακή ηθοποιός. Έκανε νάζια επί σκηνής. Όταν την έβλεπα να παίζει, ντρεπόμουν που ήμουν γυναίκα…».

Το ίδιο απαξιωτική και για την προσωπικότητα της Μελίνας, που ήταν, όπως έλεγε «ανυπόφορη», γιατί, μεταξύ άλλων, απέρριπτε όλες τις νόστιμες ηθοποιούς που έβλεπε ο Ντασέν, έστω για κάστινγκ, «περνούσε αρκετή ώρα τυραννώντας τις μακιγιέζ, αλλάζοντας το σχήμα του στόματός της ένα χιλιοστό κάθε φορά», έβγαζε άδικη κόντρα με την ενδυματολόγο Ντένη Βαχλιώτη, ενώ επίσης «δεν είχε τελειώσει ποτέ της ένα βιβλίο», επιμένοντας ότι η ίδια της το είχε ορκιστεί.

Μελίνα Μερκούρη
Μελίνα Μερκούρη

Σχόλια έκανε, ακόμη και για την ερωτική ζωή της Μελίνας μιλώντας με λεπτομέρειες κλειδαρότρυπας για τη σχέση της με τον Γιώργο Παπά, με τον οποίο είχαν φύγει μαζί για την Κωνσταντινούπολη ενώ εκείνη ήταν 17 χρονών ή για την νύχτα του γάμου με τον πρώτο της σύζυγο, τον Χαροκόπο.

Περισσότερο σοβαρή ωστόσο, ήταν η κατηγορία ότι «σε όλη την Κατοχή τα είχε με τον πιο φανερό συνεργάτη των Γερμανών, τον Γιαδικιάρογλου, ο οποίος έδωσε σε συνάδελφο δικό μου ένα μπουκάλι λάδι κι εκείνος του έδωσε ένα χρυσό μενταγιόν με αλυσίδα και το φορούσε η Μελίνα και καμάρωνε».

Κάποιοι θεωρούν, ότι η ιστορία είχε αρχίσει από χρόνια πίσω, μετά τον Εμφύλιο, όταν η Μελίνα είχε σχολιάσει άσχημα την συμπεριφορά της απέναντι στον Χρήστο Βαχλιώτη, αδερφό της Ντένης. «Πώς τολμάει αυτή η λαϊκουριά, που ζει στην πλατεία Βάθης, να του κάνει και κορδέλες;», φέρεται να είχε πει η Μελίνα. Και αυτό φαίνεται ότι δεν ξεχάστηκε αλλά και δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ επισήμως….

Ροζίτα Σώκου
Η Ροζίτα Σώκου με την Ίνγκριντ Μπέργκμαν

Σκληρές κριτικές

Αλλά η αποκαθήλωση δεν σταματούσε μόνον στη Μελίνα. «Δεν μου άρεσε καθόλου. Ήταν γελοίος. Δεν ήξερε να γράψει διάλογο. Άκουγες ένα παιδί τεσσάρων ετών να λέει: ‘Κατά βάθος, αγαπούσαμε τη μαμά μας’. Τα παιδιά δεν αγαπούν κατά βάθος. Είναι αστεία φράση», έλεγε για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Με την ίδια ωστόσο, να δικαιολογεί τις αυστηρές κριτικές της ισχυριζόμενη, ότι αυτό συνέβαινε «όταν άνθρωποι στους οποίους πίστευα με απογοήτευαν και πήγαιναν να μου πουλήσουν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Αυτό μ’ εκνευρίζει πάρα πολύ. Ένας λαϊκός κωμικός που πάω να δω την απλοϊκή του κωμωδία, δεν πρόκειται να του γράψω άσχημα. Ο άνθρωπος πουλάει. Δεν κοροϊδεύει κανέναν».

Αμφίσημη από την άλλη η κριτική της για την Αλίκη Βουγιουκλάκη, που «Ήταν μεγάλο ταλέντο, αλλά ήθελε να αρέσει στον κόσμο», όπως έλεγε.

«Την πρωτοείδα μαθήτρια του Εθνικού και είπα ‘Τι φαινόμενο είναι αυτό το κορίτσι!’ Ύστερα διαλύθηκε από τις βρωμοταινίες που γύρισε. Εγώ όλες αυτές τις ταινίες δεν τις θεωρώ κινηματογράφο».

Ροζίτα Σώκου
Ροζίτα Σώκου

Ούτε τις ταινίες του Δαλιανίδη θεωρούσε κινηματογράφο: «Ο Δαλιανίδης κατέστρεψε τον ελληνικό κινηματογράφο. Οι ταινίες είχαν το χάλι τους. Είδατε καμία ταινία να πάει στις Κάννες; Με τον Γιάννη δεν μιλούσαμε ποτέ για κινηματογράφο. Όταν πρωτοήρθα από την Ιταλία, είδα τον ‘Κατήφορο’ και έγραψα ‘Ασφαλώς όσοι χειροκρότησαν, ήταν συγγενείς. Τι αηδία ήταν αυτή η ταινία’». Με το επιμύθιο: «Μα τώρα θα μιλάμε για ασήμαντα όντα που πέθαναν εδώ και καιρό;» Αν και ούτε με τους νεώτερους σταρ τα πήγαινε καλά, λέγοντας «Βαριέμαι τον Ρουβά, τη Βίσση, οι μετριότητες δεν είναι για μένα».

Όλα αυτά βέβαια, αφορούν ένα μέρος μόνον της ζωής ενός ανθρώπου, που διέγραψε μια τεράστια πορεία σ’ ένα δύσκολο, ανταγωνιστικό και απαιτητικό χώρο, ανοίγοντας δρόμους για τους νεώτερους και γράφοντας τη δική της ιστορία αλλιώς.

Διαβάστε επίσης:

Πέθανε η Ροζίτα Σώκου

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αιτωλοακαρνανίας, χώρας των λιμών και των ποταμών αφιερωμένος ο τόμος της Lamda Development

Στίβεν Φράι: Επιστρέψτε τα Γλυπτά στην Ελλάδα και βάλτε αντίγραφα στο Βρετανικό Μουσείο