«Πραγματικά αγαπητέ μου, θα πρέπει να προσπαθήσεις να συμπεριφέρεσαι ως ενήλικας και όχι ως παιδί 10 ετών. Αλλά τελικά, αν θέλεις να είσαι αρνητικός θα βγω ΜΟΝΗ!».

Το 1940, σ’ ένα προάστιο της αγγλικής πόλης Μπάροου -ιν- Φέρνες, η Νέλα Λαστ σκεφτόταν θυμωμένη τις αλλαγές, που είχε φέρει στη ζωή της ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Έτσι όταν ο σύζυγός της, της αντιγύρισε σκεπτικός, ότι τελευταία δεν ήταν τόσο γλυκιά, εκείνη απάντησε: «Λοιπόν! Ποιος μπορεί να απαιτεί από μία γυναίκα άνω των 50 να είναι γλυκιά; ». Τρία χρόνια αργότερα μάλιστα, θα έγραφε στο ημερολόγιό της, ότι «με κυριεύει μια αυξανόμενη περιφρόνηση για τον άνθρωπο, που εξαρτάται από εμένα». Και οι πρώτες μάχες που έδωσε ήταν μικρές: Όπως να μην είχε πάντα έτοιμο τσάι, όταν επέστρεφε ο σύζυγός της, προτείνοντάς του να παίρνει το μεσημεριανό του έξω τις Πέμπτες, όταν εκείνη δούλευε σε μια καντίνα εν καιρώ πολέμου.

Απορρίπτοντας έτσι τους κανόνες με τους οποίους είχε ζήσει τον πρώτο μισό αιώνα της ζωής της, η Λαστ κατέγραφε συστηματικά αυτήν την πρόοδό της στο ημερολόγιο, που δημοσιεύτηκε το 1981 ως «Ο πόλεμος της Νέλας Λαστ».

Και η δημοτικότητά του έκτοτε, όχι μόνον είναι διαρκής αλλά έγινε και τηλεοπτική ταινία το 2005 με τίτλο «Σύζυγος, ετών 49».

Πέραν αυτού όμως η περίπτωση της Νέλας Λαστ δεν πέρασε απαρατήρητη ούτε από την συγγραφέα Σάρα Γκρίστγουντ, που την περιέλαβε στο βιβλίο της «Μυστικές φωνές: Ένας χρόνος γυναικείων ημερολογίων». Μια συλλογή αποσπασμάτων από γυναικεία ημερολόγια, ανατρέχοντας σε τέσσερεις αιώνες από το 1599 ω; το 2005, προκειμένου να ανακαλύψει πώς η ζωή των γυναικών – με άνδρες και παιδιά, σεξ και ψώνια, εργασία και φυσικό κόσμο – έχει αλλάξει με τα χρόνια. Και, φυσικά, πώς δεν έχει.

Σιωπηλή οργή

«Ως συγγραφέας και επίμονη ερευνήτρια της γυναικείας ιστορίας, πέρασα πολλούς μήνες διαβάζοντας εκατοντάδες ημερολόγια γυναικών, προκειμένου να συλλέξω αποσπάσματα για μια νέα ανθολογία», γράφει η ίδια.

«Η ευχαρίστηση που έλαβα ήταν μεγάλη μαθαίνοντας για την ήρεμη χαρά της Φάνι Λόνγκφελοου από τη γέννηση του πρώτου της παιδιού με τον ποιητή Χένρι Γουόντσγουερθ Λόνγκφελοου, την ευγνωμοσύνη της Μέι Σάρτον για το άρωμα και το χρώμα των ανοιξιάτικων λουλουδιών σε έναν κρύο Φεβρουάριο της Νέας Αγγλίας, για το κέφι της Βιρτζίνια Γουλφ όταν απέκτησε το πρώτο της αυτοκίνητο και την απόλαυση της Άλις Γουόκερ για το χρώμα του δέρματος του αγαπημένου της πάνω στα σεντόνια, που είχαν χρώμα το μπλε του κοβαλτίου. Αλλά σε ημερολόγια 400 χρόνων, ίσως τα πιο κυρίαρχα συναισθήματα ήταν η απογοήτευση και η αποφασιστικότητα που γεννήθηκε από τη σιωπηλή οργή», προσθέτει στο άρθρο της, που δημοσιεύθηκε στο Smithsonian Magazine.

Ένα πορτρέτο της Φάνι Λόνγκφελοου, του 1834

Στο βιβλίο «Μυστικές φωνές: Ένας χρόνος γυναικείων ημερολογίων» η Σάρα Γκρίστγουντ καταγράφει έτσι, πώς σκέφτονταν, αισθάνονταν και αντιδρούσαν οι γυναίκες σε ιστορικά και μη γεγονότα σε διάστημα αιώνων: Από τη Βιρτζίνια Γουλφ που απολαμβάνει το νέο της κούρεμα και την Όπρα Γουίνφρεϊ που σκέπτεται την καριέρα της ως την Έμιλι Ντέιβις που εξιστορεί τον θάνατο του Αβραάμ Λίνκολν και την έφηβη Μα Γιαν που λαχταράει για εκπαίδευση στην Κίνα, όπου επικρατεί αφόρητη φτώχεια.

Η αντίσταση

«Το 1617, η λαίδη Αν Κλίφορντ ορκίστηκε, ότι όσο και αν πίεζε ο σύζυγός της, δεν θα εγκατέλειπε ποτέ τα εδάφη της στο Γουέστμορλαντ , την οικογενειακή της κληρονομιά», γράφει η Γκρίστγουντ.

«Διακόσια χρόνια αργότερα, το 1818, η Έλεν Γουίτον βρέθηκε στο δρόμο, καθώς ο σύζυγός της, όχι μόνον την πέταξε από το σπίτι αλλά της αρνήθηκε και την επικοινωνία με το παιδί τους («Ξέσπασα σε παράπονα, αυτό ήταν το μόνο δικό μου λάθος», όπως είχε γράψει.) Ενώ το 1923, η Άντα Μπλάκτζακ -η μόνη επιζήσασα μιας καταδικασμένης αποστολής του 1921 στο νησί Ράγκελ, βορειοδυτικά του Βερίγγειου πορθμού – κατέγραψε με ψυχραιμία, πώς ένας άνδρας, μέλος της αποστολής την κρατούσε με την απειλή, ότι θα έχανε την επιμέλεια του παιδιού της, που είχε μείνει πίσω στο σπίτι αλλά και την ανακούφισή της – παρά τις τεράστιες προκλήσεις, της ζωής μόνη της στην Αρκτική- μετά τον θάνατό του».

Όπως επισημαίνει όμως, μερικές φορές, ο θυμός και η απογοήτευση των γυναικών εκφράστηκαν στα ημερολόγιά τους έμμεσα, καλυμμένα κάτω από ένα πέπλο παραίτησης και ειρωνικού χιούμορ.

Παράδειγμα η Μπέατριξ Πότερ, που έγραψε ένα μυστικό, κωδικοποιημένο ημερολόγιο κατά τη διάρκεια ετών, που ζούσε ως νεαρή βικτωριανή κυρία στο σπίτι. Ήταν στα 30 της όταν άρχισε να δημοσιεύει τα παραμύθια, που θα την έκαναν διάσημη και καθώς άρχισε να βρίσκει τον δρόμο της στον κόσμο, δεν ένιωθε πλέον την ανάγκη να κρατά ημερολόγιο. Το ημερολόγιο της Πότερ περιέγραφε όλους τους τρόπους με τους οποίους απέτυχε να συμμορφωθεί με τα βικτωριανά ιδεώδη της θηλυκότητας, καθώς και τις δυσκολίες της να πάρει στα σοβαρά τις μυκητολογικές μελέτες της ο διευθυντής των Βασιλικών Βοτανικών Κήπων. «Είναι απεχθές για έναν ντροπαλό να τον σνομπάρουν ως αλαζονικό, ειδικά όταν έχει δίκιο», είχε γράψει το 1897.

Η συγγραφέας Μπέατριξ Πότερ το 1894 με τον πατέρα και τον αδερφό της
Η συγγραφέας Μπέατριξ Πότερ το 1894 με τον πατέρα και τον αδερφό της

Η κακοποίηση

«Φυσικά, οι γυναίκες στο παρελθόν είχαν πολλούς λόγους να είναι απογοητευμένες, στενοχωρημένες και απελπισμένες. Αλλά μερικές από αυτές τις μάχες είναι καθ’ οδόν για να κερδηθούν σήμερα. Γιατί η ενδοοικογενειακή κακοποίηση του είδους που υπέστη η Έλεν Γουίτον μπορεί να συνεχίζεται, αλλά οι σύγχρονες γυναίκες έχουν περισσότερες δυνατότητες για να προστατεύσουν τον εαυτό τους», αναφέρει η συγγραφέας.

Οι γυναίκες και τα ημερολόγιά τους
Οι γυναίκες και τα ημερολόγιά τους

Στις αρχές το 19ου αιώνα ωστόσο, τέτοια περιθώρια δεν υπήρχαν. «Όταν ένας άντρας προσβάλλει μια γυναίκα, πώς μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της;», έγραφε η Γουίτον στο ημερολόγιό της, το 1825. «Το σώμα της είναι πιο αδύναμο, το πνεύμα της δειλό. Και αν είναι σύζυγος, δεν υπάρχει πουθενά ένας άντρας, που θα κάνει την παραμικρή προσπάθεια για την βοηθήσει ενώ το δικό της φύλο δεν μπορεί, γιατί δεν έχει δυνάμεις. Δεν έχει καμία ελπίδα από το νόμο, γιατί ο άνδρας θεσπίζει αυτούς τους νόμους».

Σε μια άλλη περίπτωση, η Νέλη Πτασκίνα, μια ρωσίδα έφηβη, που το 1918 είχε σκεφτεί την «τρομακτική» δυνατότητα να μην παντρευτεί ποτέ, θα μπορούσε να εκφράσει διαφορετικά τους φόβους της σήμερα. Και, αν ζούσε τώρα, η Φλόρενς Νάιτινγκέιλ, σίγουρα δεν θα χρειαζόταν να περιμένει τόσο πολύ πριν ξεπεράσει την άρνηση της οικογένειάς της να γίνει νοσοκόμα. «Ας έρθει κάτι καλό για να σαρώσει αυτή την απεχθή ζωή στο παρελθόν», έγραφε σε ηλικία 25 ετών. Και, στα 30 της χρόνια, λίγο πριν ξεκινήσει την ιατρική της εκπαίδευση: «Η τωρινή ζωή μου είναι αυτοκτονία».

Οι μάχες που άξιζαν

Για την Σάρα Γκρίστγουντ οι μάχες, που δόθηκαν μέσα σε αυτά τα ημερολόγια των γυναικών άξιζαν να δοθούν. Κάτι που αποδεικνύεται και από τον αριθμό των γυναικών, που μίλησαν κατά του ρατσισμού και της σκλαβιάς.

«Αναρωτιέμαι, πώς κάθε έγχρωμος δεν είναι μισάνθρωπος. Σίγουρα έχουμε τα πάντα για να μας κάνουν να μισούμε την ανθρωπότητα», έγραφε η εκπαιδευτικός και ακτιβίστρια Σάρλοτ Φόρτεν Γκριμκέ, το 1855. «Ω! Είναι δύσκολο να περάσεις τη ζωή σου συναντώντας την περιφρόνηση, το μίσος, τον φόβο» .

Η εκπαιδευτικός και ακτιβίστρια Σάρλοτ Φόρτεν Γκριμκέ
Η εκπαιδευτικός και ακτιβίστρια Σάρλοτ Φόρτεν Γκριμκέ

Τα προβλήματα αυτών των γυναικών όμως, δεν περιορίζονταν στη θέση τους μέσα στην ανδροκρατούμενη κοινωνία. Ο πόνος για τον θάνατο ενός βρέφους, για παράδειγμα, είναι εξ ίσου οδυνηρός σήμερα, όπως ήταν και το 1848, όταν η Λόνγκφελοου περιέγραφε κάθε μέρα αυτής της τρομερής δοκιμασίας: «Βυθίζομαι, βυθίζομαι μακριά. Ένιωσα μια τρομερή επιθυμία να την κρατήσω στην αγκαλιά μου και να τη ζεστάνω ξανά στο στήθος μου. Αχ, για ένα βλέμμα αγάπης, μια λέξη ή χαμόγελο!»

«Ευτυχώς, οι μητέρες είναι στατιστικά λιγότερο πιθανό να αντιμετωπίσουν αυτήν την τραγωδία σήμερα», γράφει η Σάρα Γκρίστγουντ. «Με την ίδια λογική, θυμάμαι ότι διάβασα για πρώτη φορά την εκτεταμένη περιγραφή της μυθιστοριογράφου Φάνι Μπέρνι, όταν υποβλήθηκε σε μαστεκτομή χωρίς αναισθητικό το 1812 και αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να βγω από τη βιβλιοθήκη χωρίς να κάνω εμετό στο πάτωμα. Οι γυναίκες εξακολουθούν να υποβάλλονται σε αυτήν την επέμβαση, αλλά ευτυχώς όχι όταν έχουν πλήρως τις αισθήσεις τους…».

Προσωπικά διλήμματα

Οι μεγάλες μάχες δεν κερδίζονται ποτέ ολοκληρωτικά. Αλλά ίσως τα θέματα, τα οποία είναι πιο κοινά ανάμεσα στις σύγχρονες γυναίκες και τις προγόνους τους είναι τα προσωπικά, εσωτερικά – οι μάχες που δίνουν οι γυναίκες μέσα στο μυαλό τους, με τους φίλους τους ή στα ημερολόγιά τους.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Σοφία Τολστόι, σύζυγος του συγγραφέα του Πόλεμος και Ειρήνη, αναρωτιόταν, αν έπρεπε να παραμείνει σε μια σχέση, που είχε γίνει καταχρηστική. Το 1884, η κοινωνιολόγος Μπίατρις Γουέμπ προβληματιζόταν σχετικά με έναν επικείμενο γάμο της με τον ανερχόμενο πολιτικό Τζόζεφ Τσάμπερλεν : «Δεν ξέρω πώς θα τελειώσουν όλα. Σίγουρα όχι για την ευτυχία μου. …Αν τον παντρευόμουν, θα έπρεπε να γίνω αδιάφορη όσον αφορά τη δική μου ψυχική ζωή. Θα έπρεπε να γίνω κατ’ εξοχήν η μητέρα και η γυναίκα του κόσμου με σκοπό μόνο την εκπλήρωση πρακτικών καθηκόντων και την επίτευξη πρακτικών στόχων», έγραφε.

Η Γουέμπ τελικά παντρεύτηκε έναν άλλο άντρα, τον σοσιαλιστή Σίντνεϊ Γουέμπ. Αλλά το γεγονός, ότι ο κόσμος δεν τη γνωρίζει με το δικό της επώνυμο, αφού γεννήθηκε ως Μπίατρις Πότερ είναι ακριβώς το είδος του θέματος που την απασχολεί στα ημερολόγιά της. Το ημερολόγιο της Άννας Ντοστογιέφσκαγια, εν τω μεταξύ, περιγράφει με ζοφερές λεπτομέρειες τη διαρκή μάχη, μεταξύ ελπίδας και απελπισίας οποιουδήποτε ζει με έναν ψυχαναγκαστικό τζογαδόρο, στην προκειμένη περίπτωση τον σύζυγό της, τον ρώσο μυθιστοριογράφο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι.

Ευαίσθητες ιστορίες

«Αλλά νομίζω ότι το ημερολόγιο της Ελίζαμπεθ Φράι ήταν αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο. Διάσημη ως μεταρρυθμίστρια των φυλακών και Κουακέρος στις αρχές του 19ου αιώνα, η Φράι είναι μία ακόμη γυναίκα, που όπως η Νάιτινγκεϊλ έχει παρουσιαστεί ως η επιτομή των γυναικείων αρετών. Αλλά τα ημερολόγια και των δύο λένε μια πιο διαφοροποιημένη ιστορία», γράφει Σάρα Γκρίστγουντ.

Χαρακτικό, που απεικονίζει την Ελίζαμπεθ Φράι ενώ διαβάζει σε κρατούμενες σε φυλακή του Λονδίνου
Χαρακτικό, που απεικονίζει την Ελίζαμπεθ Φράι ενώ διαβάζει σε κρατούμενες σε φυλακή του Λονδίνου

«Αν έχω κάποια ενεργά καθήκοντα να εκτελέσω στην εκκλησία, αν πραγματικά ακολουθήσω, όσο μπορώ, τη φωνή της αλήθειας στην καρδιά μου, δεν είναι μάλλον ασυμβίβαστο με τα καθήκοντα της συζύγου και της μητέρας;», προβληματιζόταν ως νεαρή γυναίκα το 1799. Η Φράι μιλούσε ουσιαστικά τις δυσκολίες του συνδυασμού καριέρας και οικογένειας αλλά παντρεύτηκε λίγο αργότερα και έγινε τελικά μητέρα 11 παιδιών. Και με ειλικρινά κατέγραψε τη δυσκολία της, μετά από σκληρό τοκετό, να δεθεί με ένα νεογέννητο μωρό της: «Δεν έζησα αυτή τη χαρά, που περιγράφουν μερικές γυναίκες, όταν ο άντρας μου, μου έφερε για πρώτη φορά το μωρό μου», κάτι που της δημιούργησε τύψεις, όπως γράφει το 1801.

Αλλά και σχεδόν ενάμιση αιώνα αργότερα, το 1945, η σκωτσέζα μυθιστοριογράφος και ποιήτρια Ναόμι Μίτσισον περιέγραψε μια ομάδα φίλων που συζητούσαν «αυτή τη δουλειά με τα μωρά. Πραγματικά συμβαίνει και στην Τζόαν και σε μικρότερο βαθμό στη Ρουθ. Και μ’ εμένα το ίδιο έχει συμβεί. …Είναι σπάνιο να έχεις μια ώρα ελεύθερη. Εξ αιτίας αυτού, ξέρω ότι δεν μπορώ ποτέ να είμαι πρώτη σε τίποτα. …Εσκεμμένα αναλάβαμε αυτό το βάρος. Ωστόσο, δεν ξέραμε από πριν πόσο πρόβλημα θα ήταν».

Στρατεύματα πρώτης γραμμής

«Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο, αυτούς τους μήνες που διαβάζω γυναικεία ημερολόγια, ήταν αυτή η αίσθηση οικειότητας, σημειώνει η συγγραφέας. «Κατά τη διάρκεια της βικτωριανής εποχής, η νεαρή Μαρί Μπασκίρτσεφ, μια ρωσίδα αριστοκράσσα και καλλιτέχνης που πέθανε από φυματίωση σε ηλικία 25 ετών δήλωσε τη φιλοδοξία της με μια ειλικρίνεια, που θα μπορούσαμε να ζηλέψουμε σήμερα: «Είμαι η ηρωίδα του εαυτού μου», έγραψε. Και δεδομένου, ότι τα ημερολόγιά της, όταν δημοσιεύτηκαν μεταθανάτια το 1887, έγιναν best seller, είναι ασφαλές να πούμε ότι ο κόσμος συμφώνησε».

Πίνακας της Μαρί Μπασκίρτσεφ, με την ίδια ως κεντρική καθιστή φιγούρα (1881)
Πίνακας της Μαρί Μπασκίρτσεφ, με την ίδια ως κεντρική καθιστή φιγούρα (1881)

Για να καταλήξει: «Όσες από εμάς μεγαλώσαμε στα τέλη του 20ου αιώνα νιώθαμε συχνά σαν στρατεύματα πρώτης γραμμής. Όσο ζωτικής σημασίας κι αν ήταν οι νίκες του δεύτερου και ακόμη και του τρίτου φεμινισμού, ο πόλεμος μέσα στα σπίτια μας αλλά και στη σκέψη μας ήταν ένας πόλεμος που εξακολουθούσαμε να δίνουμε καθημερινά. Ίσως το κάναμε, ίσως το κάνουμε — αλλά, το σημαντικότερο, όχι μόνοι. Αυτά τα ημερολόγια αποδεικνύουν ότι υπάρχει ένας στρατός πίσω μας, που μας καθησυχάζει, μας σπρώχνει, μας προτρέπει σε κάθε εκατοστό του δρόμου».

Διαβάστε επίσης

Μονακό: Το πριγκιπάτο, οι «μυστικές» υποθέσεις, τα σκάνδαλα και τα 700 χρόνια ιστορίας