ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Δεν έκλεισε στον πόλεμο, δεν έκλεισε στην Κατοχή -αν και υπό κατοχή και αυτό-, δεν έκλεισε στα Δεκεμβριανά, δεν έκλεισε στη Δικτατορία.
Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, αφού πρόκειται για το πλέον εμβληματικό ξενοδοχείο της Αθήνας και ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης, με ιστορία που γράφεται εδώ και ενάμιση αιώνα. Κι αν, για κάποια διαστήματα, έλειψε από την πρωτεύουσα, ήταν μόνον για να ανακαινισθεί, να επεκταθεί, γενικώς να γίνει καλύτερη και ωραιότερη.
Ήδη, όμως, εδώ και λίγες μέρες, η «Μεγάλη Βρεταννία» έχει διακόψει την λειτουργία της, απειλούμενη και αυτή, όπως όλοι, από την επιδημία του κορονοϊού. Το ίδιο και το όμορό της ξενοδοχείο, King George, της αυτής εταιρείας. Με την υπόσχεση, φυσικά, ότι μόλις όλη αυτή η περιπέτεια γίνει παρελθόν, η λειτουργία τους θα επανέλθει.
Γιατί, αν στην πλατεία Συντάγματος η Βουλή των Ελλήνων και το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αποτελούν την εθνική σταθερά, δίπλα τους η «Μεγάλη Βρεταννία» δίνει το στίγμα μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πρωτεύουσας με λαμπρή ιστορία.
«Μετά τον Παρθενώνα, το περισσότερον γνωστόν κτίριον εις τας Αθήνας για τους ξένους, είναι ασφαλώς το ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρεταννίας», έγραφε ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα ο Γάλλος φιλέλληνας, δημοσιογράφος και συλλέκτης, Ρενέ Πυώ, που έζησε για πολλά χρόνια στην Ελλάδα.
Αυτοκράτορες, εστεμμένοι, πρόεδροι, πολιτικοί και διπλωμάτες, τραπεζίτες και επιχειρηματίες, σπουδαίοι καλλιτέχνες και συγγραφείς, αθλητές, διεθνείς αστέρες κάθε είδους έχουν φιλοξενηθεί στους χώρους του όλα αυτά τα χρόνια.
Βαδίζοντας παράλληλα με την ιστορία της Αθήνας η «Μεγάλη Βρεταννία» ακολούθησε την διαρκή εξέλιξη της χώρας, σχεδόν από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους, για να φθάσει ως σήμερα, μένοντας πάντα στην πρώτη γραμμή.
Μια ιστορία από μόνη της, με την αρχή της να γράφεται στα μέσα του 19ου αιώνα.
Το 1842, συγκεκριμένα, όταν ένας πλούσιος Έλληνας από την Τεργέστη, ονόματι Αντώνης Δημητρίου αγόρασε μία μεγάλη έκταση στην πλατεία Συντάγματος, διαγωνίως απέναντι από τα ανάκτορα. Οι πηγές λένε ότι τον είχε προτρέψει ο ίδιος ο Όθωνας, προκειμένου να ομορφύνει η πλατεία μ΄ένα νέο κτήριο.
Και έτσι γίνεται, αφού τον σχεδιασμό αναλαμβάνει ο Θεόφιλος Χάνσεν (αρχιτέκτονας επίσης της Ακαδημίας Αθηνών, της Εθνικής Βιβλιοθήκης, του Ζαππείου και άλλων), που δημιουργεί ένα παλάτσο αναγεννησιακού ρυθμού.
Πρόκειται για ένα κτήριο 1.760 τ.μ. και 90 δωματίων, το δεύτερο σε μέγεθος μετά το παλάτι, αν και, σύμφωνα με τις περιγραφές, το ξεπερνούσε στην πολυτέλεια. Ο Δημητρίου με την οικογένειά του, όμως, θα το κατοικούσαν για λίγο, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο θα χρησιμοποιούνταν από το παλάτι για τους φιλοξενούμενούς του και στη συνέχεια για δύο δεκαετίες, μετά την εκδίωξη των Βαυαρών από την Ελλάδα, από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή.
Στο μεταξύ, από το 1866, στη γωνία Σταδίου και Καραγιώργη Σερβίας λειτουργεί ένα ξενοδοχείο με το όνομα Μεγάλη Βρετανία. Ιδιοκτήτης του ο Σάββας Κέντρος, ένας αυτοδημιούργητος Ηπειρώτης, πρώην αγρότης από το Αργυρόκαστρο, που ξεκίνησε ως βοηθός παντοπώλη στο Αγρίνιο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο
ζώων.
Το 1873, όταν η έπαυλη Δημητρίου μένει κενή, ο Κέντρος μεταφέρει το ξενοδοχείο του εκεί. Ως πρώτος πελάτης μάλιστα της νέας «Μεγάλης Βρετανίας», το 1874, θεωρείται ότι ήταν ο πολιτικός και φιλικός Μπενιζέλος Ρούφος.
Η ευτυχής στιγμή, όμως, για την μεγάλη εξέλιξη του ξενοδοχείου θα έρθει, όταν ο Κέντρος θα γνωρίσει τον νεαρό Στάθη Λάμψα, ένα φτωχόπαιδο από την Οδησσό, που είχε εργασθεί ως μάγειρας στο παλάτι επί Γεωργίου Α΄, ο οποίος και τον έστειλε στο Παρίσι, καθ΄ ό,τι ταλαντούχος, για σπουδάσει μαγειρική, αλλά, γενικότερα, να αποκτήσει ξενοδοχειακή εμπειρία.
Το 1878, οι δύο τους θα συνεταιρισθούν και θα αγοράσουν το κτήριο, παίρνοντας ένα τεράστιο δάνειο, ύψους 800.000 δραχμών από τον πλούσιο Έλληνα του Λονδίνου, Παύλο Σκυλίτση και το Ισραηλίτη τραπεζίτη Οππενχάιμ. Τότε, αλλάζει και το όνομα του ξενοδοχείου επί το γαλλικότερον Grande Bretagne, προς χάριν της Παλμύρας Παλφρουά, της Γαλλίδας συζύγου του Λάμψα.
Με γαλλικό ή όχι όνομα, πάντως, το ξενοδοχείο είχε τότε τις δυσκολίες του: Χωρίς τρεχούμενο νερό, που το κουβαλούσε το προσωπικό με τους ντενεκέδες από τον νερουλά, διέθετε μόνον δύο λουτρά για 80 κλίνες. Όσο για την πελατεία, οι περισσότεροι ήταν Άγγλοι που, είτε επισκέπτονται την Ελλάδα ως περιηγητές, είτε η Αθήνα ήταν γι΄ αυτούς ένας ενδιάμεσος σταθμός προς Αίγυπτο και Ινδία.
Δέκα χρόνια αργότερα, με τον θάνατο του Κέντρου, ο Λάμψας θα γίνει μοναδικός ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, αφού θα έχει αγοράσει το μερίδιο του συνεταίρου του για 300.000 από τη χήρα του. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, η «Μεγάλη Βρετανία» είναι ένα από τα πρώτα κτήρια της Αθήνας που ηλεκτροδοτούνται.
Και, όπως φαίνεται, η απογείωση της επιχείρησης αρχίζει από τότε.
Ένα νέο εστιατόριο πολυτελείας, που συγκεντρώνει τους εύπορους Αθηναίους και ξένους πελάτες θα προσελκύσει το ενδιαφέρον της πέννας, ακόμη και του Σουρή, που το 1891 θα γράψει με θαυμασμό: «Πάλιν ο Λάμψας έλαμψεν εν λάμψει περισσή,/ Πάλιν αφθόνως έτρεξε λογής λογής κρασί/ Και άλλα νέα ήστραψαν χρυσά εστιατόρια / Με τόσην πολυτέλεια, όπου δεν έχει όρια…».
Όλα αυτά τα επιμελούνταν, φυσικά, ο ίδιος ο Λάμψας, καθ΄ότι γνώστης κι ο Ροΐδης, άλλωστε, θα γράψει πως στη «Μεγάλη Βρετανία, ο πλούσιος Ευρωπαίος γαστρίμαργος δύναται να ικανοποιήσει την λαιμαργίαν του», ενώ την πολυτέλεια ενισχύουν ο πολυτελής διάκοσμος και τα βαρύτιμα σκεύη.
Λέγεται, μάλιστα, ότι και η σύζυγος του Λάμψα ασχολήθηκε ενεργά με το ξενοδοχείο με σεμινάρια επιμόρφωσης του προσωπικού και συμπεριφοράς προς τους πελάτες. Όπως στην Ευρώπη.
Παράλληλα, ο Λάμψας επεκτείνει το ξενοδοχείο προς την πλευρά της Πανεπιστημίου, αγοράζοντας ένα οίκημα που ανήκε σε αγωνιστή του ΄21, ενώ αργότερα θα ακολουθήσουν κι άλλα. Εισάγονται, όμως, και πολλές καινοτομίες: Όπως τα περίφημα «diners-dansants», με ζωντανή μουσική, φυσικά και χορό, έτσι που όλες πλέον οι κοσμικές εκδηλώσεις να γίνονται στη «Μεγάλη Βρετανία», αλλά όχι μόνον.
Και γάμοι φιλοξενούνται και επαγγελματικά ραντεβού κλείνονται, αλλά και ερωτικά! Ακόμη και μονομαχίες κανονίζονταν εκεί από τους μάρτυρες των μονομάχων. Στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες, εξάλλου, το 1896 στα δωμάτιά της φιλοξενούνται τα μέλη της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, αθλητές και ο ίδιος ο Πιερ Ντε Κουπερτέν.
Στο γύρισμα του αιώνα, σε ταραγμένους καιρούς εσωτερικά, αλλά και στο εξωτερικό, η «Μεγάλη Βρετανία» εξακολουθεί να πρωτοστατεί στην κοσμική ζωή της Αθήνας, αλλά και στην πολιτική. Ο Βενιζέλος και ο Κωνσταντίνος (διάδοχος του Γεωργίου Α΄) διασταυρώνουν συχνά τα ξίφη τους στα σαλόνια του ξενοδοχείου και εκεί, άλλωστε, ο δεύτερος θα γνωρίσει την κόμισσα Πάολα φον Οστχάιμ, με την οποία θα συνάψει δεσμό ως το τέλος της ζωής του.
Από το 1918, η «Μπρετάνια», όπως έλεγαν το ξενοδοχείο οι Αθηναίοι, διευθύνεται πια από τον γαμπρό του Λάμψα, Θεόδωρο Πετρακόπουλο πρώην δημοσιογράφο της «Εστίας» (ο Ευστάθιος Λάμψας θα πεθάνει το 1923) και, ένα χρόνο μετά, ύστερα από προτροπή και του Βενιζέλου, ιδρύεται μία Ανώνυμη Εταιρεία, στην οποία συμμετέχουν και Τράπεζες, κυρίως η Εθνική.
Με το φρέσκο χρήμα, το ξενοδοχείο επεκτείνεται εκ νέου, με την ανέγερση νέας πτέρυγας επί της Πανεπιστημίου, κατόπιν αγοράς της οικίας του αγωνιστή του ΄21 Ρήγα Παλαμίδη, αλλά και του παλιού, ονομαστού για τους Αθηναίους ζαχαροπλαστείου του Γιαννάκη.
Η νέα πτέρυγα εγκαινιάστηκε το 1925 και περιελάμβανε 75 πολυτελή δωμάτια και 40 λουτρά. Το ξενοδοχείο διαθέτει πλέον κεντρική θέρμανση, τηλέφωνο και ασανσέρ. Το 1930, εξάλλου, ακολουθεί και νέα επέκταση προς την Βουκουρεστίου.
Η σύνδεση του ξενοδοχείου της «Μεγάλης Βρετανίας» με την Ιστορία εξακολουθεί να είναι διαρκής και σε κάθε κρίσιμη στιγμή βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, καλών ή κακών. Με την έναρξη του πολέμου, το 1940, στα υπόγειά του μεταφέρεται η έδρα της κυβέρνησης, του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και των Συμμαχικών (Βρετανικών) Δυνάμεων.
Από εκεί, άλλωστε, θα εκδοθεί, το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1940, το πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου με τις γνωστές φράσεις: «Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5ης πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους».
Με την είσοδό τους στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 1941, οι Γερμανοί επίταξαν το ξενοδοχείο, εγκαθιστώντας εκεί το αρχηγείο της Βέρμαχτ και προκαλώντας του σημαντικές καταστροφές. Παρέμενε, ωστόσο, κατοικήσιμο και έτσι μετά την απελευθέρωση, το ΄44, στέγασε την πρώτη ελεύθερη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά και το αγγλικό στρατηγείο.
Στα Δεκεμβριανά, πάντως, γλύτωσε την απόλυτη καταστροφή, αφού η πληροφορία ότι ο Τσώρτσιλ, που επισκέφθηκε την Αθήνα, θα κατέλυε εκεί οδήγησε το ΕΑΜ στην απόφαση ανατίναξής του. Εκρηκτικά τοποθετήθηκαν πράγματι στα θεμέλιά του κτηρίου, αλλά, την τελευταία στιγμή, η επιχείρηση ματαιώθηκε, απόφαση που έσωσε τη χώρα από τις τρομερές συνέπειες που θα υφίστατο από τη δολοφονία ενός εκ των πρωτεργατών της νίκης κατά του ναζισμού.
Στα χρόνια της ανασυγκρότησης που ακολούθησαν, νέες μεγάλες επεμβάσεις έγιναν στο ξενοδοχείο, με πιο σημαντική την κατεδάφιση της αρχικής έπαυλης Δημητρίου επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου και την αντικατάστασή της από ένα νέο κτήριο, με πολυτελείς, σύγχρονους χώρους υποδοχής και ιδιαίτερα λαμπρή είσοδο, σε σχέδια του
Κώστα Βουτσινά, που διατήρησε πάντως τα αρχιτεκτονικά στοιχεία με τις αναγεννησιακές όψεις.
Τα εγκαίνια έγιναν στις 12 Φεβρουαρίου του 1959, ενώ η επόμενη επέμβαση έγινε το 1976, με τη δημιουργία του G.B. Corner.
Και φθάνουμε στο 2003 και στην τελευταία μεγάλη ανακαίνιση του ξενοδοχείου, κόστους 82 εκατομμυρίων ευρώ, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Η νέα «Μεγάλη Βρετανία» άνοιξε στις 21 Μαρτίου, διαθέτοντας 290 πολυτελείς κλίνες, 35 σουίτες, προεδρική και βασιλική, ειδικούς χώρους υποδοχής και εκδηλώσεων, βεβαίως το εστιατόριο – bar του «GB Corner» και πλήθος άλλων παροχών προς μία απαιτητική, διεθνή πελατεία.
Σήμερα, όμως, η ιστορία κάνει μία νέα στάση. Καταγράφεται και αυτή…