ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το γλυπτό του Ροντέν «Ο άνθρωπος που βαδίζει» υποδέχεται στα σκαλιά της Εθνικής Πινακοθήκης τους επισκέπτες.
Τα μάρμαρα αστράφτουν και η διαφάνεια της εισόδου προδιαθέτει για την νέα εποχή αυτής της κιβωτού της ελληνικής τέχνης του 19ου και του 20ού αιώνα, που μόλις τώρα αρχίζει. «Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της», προέτρεπε τους Έλληνες καλλιτέχνες, Γεώργιο και Φίλιππο Μαργαρίτη το 1844, λίγο μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, ο πρωθυπουργός τότε, Ιωάννης Κωλέττης.
Και, πράγματι, αυτή η Πινακοθήκη δημιουργήθηκε, έστω και με καθυστερήσεις, ώσπου να απαιτήσει όμως σήμερα, την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό της, προκειμένου να αναδείξει το μέγεθος και τη λάμψη των συλλογών, που απέκτησε στο μεταξύ και να παρέχει στους επισκέπτες της μια νέα, υψηλού επιπέδου εμπειρία.
«Το 1821 στη ζωγραφική. Η Ελλάς απαιτεί την ιστορικήν Πινακοθήκην της», είναι και ο τίτλος της επετειακής έκθεσης, που σηματοδοτεί την έναρξη των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Είναι η έκθεση με την οποία η Εθνική Πινακοθήκη θα ανοίξει τις πύλες της σήμερα στις 6 το απόγευμα υποδεχόμενη τους Έλληνες και ξένους επισήμους, που ύστερα από σύντομες ομιλίες θα βρεθούν «μέσα» στην Ελληνική Επανάσταση.
Οι αγώνες των Ελλήνων στα πεδία των μαχών, οι φιλέλληνες και ο λόρδος Βύρωνας, η πολιορκία του Μεσολογγίου και η ηρωική έξοδος, ο θρήνος για τις σφαγές των αμάχων, τα πρόσωπα του Αγώνα και η μεγάλη νίκη ανασυνθέτουν μέσα από τους πίνακες ζωγράφων, όπως ο Θεόδωρος Βρυζάκης -κατ’ εξοχήν ζωγράφος του Αγώνα- αλλά και ο Ευγένιος Ντελακρουά, το έπος των Ελλήνων για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό.
Η ιστορία γραμμένη με χρωστήρα, πάθος και δύναμη, που συγκλονίζουν. Άλλωστε μία εθνική πινακοθήκη αναδεικνύει πάντα μέσα από τις συλλογές της την ιστορία ενός έθνους.
Η Ελλάς ευγνωμονούσα
Ανάμεσά τους «Η Ελλάς ευγνωμονούσα» (1858) του Θεόδωρου Βρυζάκη, ένα έργο με ιδιαίτερο συμβολισμό, καθώς παριστά την Ελλάδα ως νέα γυναίκα, ντυμένη με αρχαιοελληνική ενδυμασία και στεφανωμένη από τη Νίκη, ενώ στα πόδια της βρίσκονται οι αγωνιστές της Επανάστασης.
Επίσης, «Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της Επανάστασης» (1865) του ίδιου, αλλά και ένα από τα πιο τραγικά και ξακουστά επεισόδια του Αγώνα, η ηρωική έξοδος των κατοίκων της πόλης του Μεσολογγίου τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826, απομνημονευόμενη και αυτή από τον Βρυζάκη, το 1853.
Κι ακόμη το «Στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στο Φάληρο», επίσης του Βρυζάκη (1855) απεικονίζει την προετοιμασία των Ελλήνων για να καταλάβουν την πολιορκημένη από τους Τούρκους Ακρόπολη της Αθήνας. Μια σκηνή εξόχως συμβολική με τον ‘Ελληνα να στηρίζεται σε ένα αρχαίο μάρμαρο, αναφορά στην αρχαία μας κληρονομιά, τον ιερέα που ευλογεί τους αγωνιστές, τις μορφές μεγάλων αγωνιστών -Καραϊσκάκη, Μακρυγιάννη, Τζαβέλα, Νοταρά, του Σκωτσέζου Γκόρντον, του Άγγλου Χάστιγκς- πάνω στο ύψωμα, αλλά και σε μία άκρη τον βαυαρό φιλέλληνα Κρατσάιζεν, στον οποίο χρωστάμε μεγάλη χάρη, καθώς σχεδίασε και απαθανάτισε τις μορφές των αγωνιστών του ’21 όπως τις ξέρουμε σήμερα. Και αυτές βέβαια στην Εθνική Πινακοθήκη.
Και, βέβαια, το ορμητικό «Επεισόδιο του ελληνικού Αγώνα» (1856), του Ευγένιου Ντελακρουά, με τον έφιππο Έλληνα πολεμιστή, που αφήνει πίσω του ηττημένο και νεκρό έναν Οθωμανό και εφορμά προς τον εχθρό. Μια εικόνα που ερμηνεύεται όχι μόνον αναφορικά με την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και ως η κατ΄ εξοχήν ενσάρκωση ενός ιδανικού αγώνα, μιας ιδέας για την οποία αξίζει κανείς να πολεμήσει.
Η υποδοχή
Αμέσως μετά την είσοδο, ωστόσο, η σύγχρονη Ελλάδα, γεμάτη ζωντάνια, χρώμα και τη χαρά της ζωής υποδέχεται τον επισκέπτη στο φουαγιέ του κτηρίου. Είναι η «Λαϊκή Αγορά» (1979-1982), το μνημειώδες έργο του Παναγιώτη Τέτση, που απεικονίζει μια στιγμή ειρηνικής καθημερινότητας στην Αθήνα.
Εδώ θα γίνουν οι σύντομες ομιλίες, κατά σειράν από την υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και την διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα και από εδώ θα ξεκινήσει η ξενάγηση των υψηλών προσκεκλημένων στην αίθουσα της περιοδικής έκθεσης για το 1821 και στην αίθουσα με τη συλλογή Κουτλίδη.
Ο πρίγκιπας της Ουαλίας Κάρολος, διάδοχος του βρετανικού θρόνου και η σύζυγός του δούκισσα της Κορνουάλλης, Καμίλα, ο Ρώσος πρωθυπουργός Μιχαήλ Μισούστιν, ο Πρόεδρος της Κύπρου, Νίκος Αναστασιάδης και η γαλλίδα υπουργός Αμύνης Φλοράνς Παρλί, καθώς και περιορισμένος αριθμός -45 όπως αναφέρεται- άλλων ελλήνων και ξένων επισήμων θα περιηγηθούν στη συνέχεια στις εκθέσεις χωρισμένοι σε πέντε γκρουπ για λόγους ασφαλείας.
Κατά την αποχώρησή τους, εξάλλου, θα λάβουν ως δώρο από τον πρωθυπουργό το «Λεύκωμα της ελληνικής Επανάστασης» στα αγγλικά, μία παλαιότερη έκδοση της «Μέλισσας», που δεν κυκλοφορεί πλέον. Η επόμενη στάση και αφού βεβαίως περάσουν τη γυάλινη γέφυρα, που συνδέει το φουαγιέ με την νέα Πτέρυγα Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος γίνεται στην αίθουσα του 1821. Εδώ, μεταξύ των άλλων και τρία έργα, με σημείο αναφοράς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις και την προσφορά τους στην Ελληνική Ανεξαρτησία.
Οι ξένοι για την Ελλάδα
Πρώτα «Η υποδοχή του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (1861) του Θεόδωρου Βρυζάκη, που απεικονίζει τον ποιητή κατά την άφιξή του στην πόλη με τους αγωνιστές να τον υποδέχονται και να ζητωκραυγάζουν αλλά και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, σε μία άκρη, καθώς εκείνος τον είχε προσκαλέσει.
Έπειτα το έργο του ρωσοαρμένιου ζωγράφου Ιβάν Αϊβαζόφσκι «Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη» (1881) στη Χίο, τη νύχτα της 6ης προς 7η Ιουνίου 1822, μια αναπαράσταση της επικής πράξης του μεγάλου αγωνιστή, λίγο μετά την ολοσχερή καταστροφή του νησιού και τον σφαγιασμό των κατοίκων του από τον τούρκο ναύαρχο Καρά Αλή.
Αλλά και η «Ναυμαχία του Ναυαρίνου», μία υδατογραφία του Νίκολας Καμιλλιέρι, που έζησε από το βρετανικό πλοίο στο οποίο ήταν επιβιβασμένος, την ιστορική σύγκρουση -20 Οκτωβρίου 1827- η οποία επρόκειτο να κρίνει το μέλλον του Αγώνα και της Ελλάδας. Άλλωστε κι ο ίδιος την σχεδίασε αμέσως.
Και βέβαια οι μορφές των ηρώων της Επανάστασης, «Η αγιογραφία του Αγώνα», όπως έχει ονομαστεί. Μορφές που τις γνωρίζουμε από το σχολείο, φιλοτεχνημένες από τον νεαρό ανθυπολοχαγό Καρλ Κρατσάιζεν, ο οποίος είχε φθάσει στην Ελλάδα το 1826, στην κρισιμότερη ίσως στιγμή του Αγώνα, ύστερα από την επέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο.
Ο αυτοδίδακτος ζωγράφος και σχεδιαστής όμως, όχι μόνον πήρε μέρος σε μεγάλες μάχες, όπως η πολιορκία της Αθήνας το 1826 και η πολιορκία της Ακρόπολης το 1827 αλλά είτε στα διαλείμματα του πολέμου είτε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση, στην οποία ήταν παρών σχεδίαζε τα πορτρέτα των αγωνιστών, τα περισσότερα με μολύβι και χαρτί. Κι έχει σημασία να ειπωθεί, ότι ειδικά το πορτρέτο του Καραϊσκάκη έμεινε ημιτελές, καθώς άρχισε να φιλοτεχνείται λίγο πριν από τον θάνατό του.
Από τον 19ο αιώνα ως σήμερα
Δεύτερη και τελευταία στάση, η αίθουσα της μόνιμης συλλογής της Εθνικής Πινακοθήκης με το τεράστιο πορτρέτο της ωραίας Κλεμάνς Σερπιέρη (1869) του Νικηφόρου Λύτρα, έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά, αφού λόγω του μεγέθους του ήταν αδύνατον να τοποθετηθεί στο παλιό κτήριο.
Κι αν στην προηγούμενη ενότητα κυριαρχούσε η Επανάσταση, εδώ «μιλάει» η νέα Ελλάδα του 19 ου αιώνα, με τη Συλλογή Κουτλίδη, που περιλαμβάνει διαμάντια της ελληνικής ζωγραφικής. Έργα των Γύζη, Ιακωβίδη, Νικηφόρου Λύτρα, Παρθένη, Βολανάκη, Ρίζου και άλλων αποτυπώνουν την πρόσληψη των διεθνών ρευμάτων της τέχνης από τους έλληνες δημιουργούς σε ένα πανόραμα αριστουργημάτων για τα οποία δικαιολογημένα μπορεί να επαίρεται η Εθνική Πινακοθήκη.
Ο δεύτερος και ο τρίτος όροφος, καθώς και τα υπόγεια ωστόσο θα μείνουν κλειστά, αφού η νέα Εθνική Πινακοθήκη προγραμματίζεται να ανοίξει για όλους και στο σύνολό της τον Ιούνιο. Ένας μεγάλος αριθμός έργων θα εκτεθούν μάλιστα για πρώτη φορά, ώστε ο συνολικός αριθμός τους να φθάνει τα 1000 αντί των 400 μόνον, που παρουσιάζονταν ως τώρα (από τις 20.000 που φυλάσσονται στις αποθήκες της).
Στον τρίτο όροφο ειδικά, που αναφέρεται στον 20ό αιώνα, η πλειοψηφία των έργων που εκτίθενται, όπως των Τσόκλη, ο Φασιανού, Κανιάρη, Μυταρά, Τakis, Λάππα, Αντωνάκου κ,ά. είναι νέα. Ο πολιτισμός της Ελλάδας σε πλήρη ανάπτυξη.
Το νέο μουσείο
Να σημειωθεί όμως, ότι και ο σχεδιασμός της νέας Εθνικής Πινακοθήκης έχει στόχο να την τοποθετήσει σε ισάξιο μουσειολογικό επίπεδο των αντίστοιχων μουσείων των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Οι αριθμοί τουλάχιστον είναι αποδεικτικοί: Στο προϋπάρχον κτήριο των 9.720 τετραγωνικών μέτρων προστέθηκαν επιπλέον 11.040 τ.μ. και οι λειτουργικοί χώροι υπερδιπλασιάσθηκαν φθάνοντας τα 20.760 τ.μ. συνολικά.
Το μουσείο έτσι, αποκτά νέους εκθεσιακούς χώρους 2.230 τ.μ., ενώ η νέα αίθουσα των περιοδικών εκθέσεων προσεγγίζει τα 2000 τ.μ. Οι σύγχρονες αποθήκες έργων τέχνης καταλαμβάνουν 1645 τ.μ. και μπορούν να στεγάσουν περί τα 10.000 έργα. Το αμφιθέατρο είναι 350 θέσεων ενώ υπάρχει επίσης χώρος εκπαιδευτικών προγραμμάτων και αίθουσα υποδοχής 910 τ.μ. όπου φιλοξενούνται, εκτός από το εκδοτήριο εισιτηρίων και το βεστιάριο, δύο πωλητήρια και σαλόνι ψηφιακής πληροφόρησης.
Υπερσύγχρονα εργαστήρια συντήρησης, τα γραφεία διοίκησης, καθώς και η βιβλιοθήκη, η οποία αναπτύσσεται σε δυο ορόφους προστίθενται στον εξοπλισμό του, όπως φυσικά και τα σύγχρονα, ηλεκτρομαγνητικά συστήματα ασφάλειας. Στον κήπο που δημιουργείται νότια της ιστορικής κεντρικής πύλης, η Πινακοθήκη έχει μία είσοδο ανεξάρτητη από την οδό Μιχαλακοπούλου (Μιχαλακοπούλου και Βασιλέως Κωνσταντίνου), η οποία είναι συμβατή με την ιδέα του Ιλισού ως υγρού στοιχείου. Με τον τρόπο αυτό συντηρείται η μνήμη του ποταμού Ιλισού και της ροής του νερού με τη δημιουργία ενός καναλιού και επιπλέον πρασίνου, στον περιβάλλοντα χώρο.
Δύο καφέ – εστιατόρια εξάλλου θα λειτουργούν ανεξάρτητα. Είναι το καφέ «Ιλισός», το οποίο θα λειτουργεί δίπλα στο «κανάλι και το καφέ-εστιατόριο «Παρθένης» στον τελευταίο όροφο, με θαυμάσια θέα της πόλης και λειτουργία ανεξάρτητη του ωραρίου της Πινακοθήκης. Εν τέλει η νέα Εθνική Πινακοθήκη έχει αποκτήσει έναν επιπλέον όροφο, καθώς και επιπλέον βάθος τριών επιπέδων.
Το χρονικό της επέκτασης
Το κτήριο της Πινακοθήκης, με την υπογραφή των αρχιτεκτόνων Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου, κηρύχθηκε ως νεότερο μνημείο το 1998, ως κατεξοχήν έργο του μοντερνισμού. Οι όροι επέκτασης της Πινακοθήκης θεσμοθετήθηκαν το 2001 με ειδικό νόμο του υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο στη συνέχεια ανέθεσε αρχικά, στους πρώτους μελετητές (γραφείο Π. & Κ. Μυλωνά και Δ. Φατούρου) την εκπόνηση προμελέτης, με χορηγία του «Ιδρύματος Μαρία Τσάκος».
Το 2008, το ΥΠΠΟ διενήργησε δημόσιο διεθνή διαγωνισμό για τις οριστικές μελέτες, τις οποίες ανέλαβαν τα γραφεία «Αρχιτεκτονική ΕΠΕ Γραμματόπουλος – Πανουσάκης» και «Δ. Βασιλόπουλος & Συνεργάτες Ε.Ε.».
Το 2011 το έργο εντάχθηκε στο ΠΕΠ Αττικής-ΕΣΠΑ 2007-2013 με πρόσθετη χρηματοδότηση από Εθνικούς Πόρους (ΠΔΕ), αλλά και από χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Δύο χρόνια αργότερα όμως η πορεία των εργασιών διεκόπη, καθώς προέκυψε πρόβλημα με τον υδροφόρο ορίζοντα του ποταμού Ιλισού, που διαπιστώθηκε, ότι βρισκόταν σε ανώτερο επίπεδο από το αρχικά προβλεπόμενο στις μελέτες.
Η καθυστέρηση ήταν αναπόφευκτη καθώς χρειάστηκε συμπληρωματική σύμβαση με τον ανάδοχο, προκειμένου να καλυφθεί η δαπάνη της νέας μελέτης με την έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και πρόσθετη χρηματοδότηση 5.500.000 ευρώ για να διασφαλιστεί η στατικότητα του κτηρίου.
Παρά το γεγονός όμως, ότι η συνέχιση του έργου είχε διασφαλιστεί οικονομικά, ακόμη και μέσα στην οικονομική κρίση, η αποπεράτωσή του δεν υπήρξε προτεραιότητα του ΥΠΠΟΑ. Έτσι το εργοτάξιο της Εθνικής Πινακοθήκης είχε παραμείνει στάσιμο και χωρίς συγκεκριμένο χρόνο παράδοσης του έργου.
Έργο απόλυτης προτεραιότητας
Από 2013 πάντως και πριν από την έναρξη των εργασιών, η Πινακοθήκη είχε εκκενωθεί και τα έργα μεταφέρθηκαν σε αποθήκες στη Μαγούλα, όπου δημιουργήθηκε η απαραίτητη υποδομή προκειμένου τα έργα να είναι απολύτως ασφαλή.
Ιδίως, μετά την κλοπή, της 9 ης Ιανουάριου 2012, όταν εκλάπη το «Γυνακείο Κεφάλι» έργο του 1939 του Πικάσο, (λάδι σε μουσαμά, διαστάσεων 56Χ40) το οποίο δώρισε ο καλλιτέχνης το 1949 στον ελληνικό λαό για την προσφορά του στην αντίσταση κατά των Γερμανών.
Επίσης, εκλάπησαν τα έργο «Μύλος» (1905) του Ολλανδού Πιέτ Μοντριάν και ένα σχέδιο, σε χαρτί, θρησκευτικής απεικόνισης-αρχές 17ου αιώνα, που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο). Το έργο αποτέλεσε την απόλυτη προτεραιότητα για το υπουργείο Πολιτισμού από τον Ιούλιο του 2019 και μετά, με την υπουργό Λίνα Μενδώνη να βάζει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, το οποίο τηρήθηκε απαρέγκλιτα.
Η ανακαίνιση της Πινακοθήκης έτσι ολοκληρώθηκε χάρις στην άγρυπνη συνεχή εποπτεία της κυρίας Μενδώνη αλλά και του γενικού Γραμματέα Γιώργου Διδασκάλου. Η Γενική Διεύθυνση Αναστήλωσης Μουσείων & Τεχνικών Έργων ανέλαβε το βάρος της ολοκλήρωσης των κτηριακών εγκαταστάσεων, ενώ και οι ανάδοχοι του έργου, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπέρασαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
Τα στελέχη της Πινακοθήκης και οι εξωτερικοί συνεργάτες τους μερίμνησαν για την έκθεση των Συλλογών. Το αποτέλεσμα είναι ότι παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας ( όπως μικρότερος αριθμός εργαζομένων στο εργοτάξιο, κλείσιμο των εργοστασίων προμήθειας υλικών στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Αγγλία και στην Κίνα, καθώς και τα προβλήματα στα τελωνεία για τις εισαγωγές υλικών), εν τέλει η Εθνική Πινακοθήκη κόβει σήμερα το νήμα.
Κόστος κατασκευής
Το κόστος επέκτασης και ανακαίνισης της Εθνικής Πινακοθήκης ανέρχεται στα 59.029.102 ευρώ. Από αυτά τα 42.016.982 ευρώ προέρχονται από δημόσια χρηματοδότηση και τα 17.012.120 από ιδιωτική. Το 71,2% εξάλλου, της χρηματοδότησης του έργου επέκτασης αντιστοιχεί σε δημόσιους πόρους (Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα της Περιφέρειας Αττικής).
Τα ψηφιακά προγράμματα της Πινακοθήκης, προϋπολογισμού 2.500.000 ευρώ, χρηματοδοτήθηκαν από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Το 28,8% προέρχεται από δωρεές Ιδρυμάτων και ιδιωτών. Ευεργέτης της Πινακοθήκης είναι το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος με δωρεά 13.000.000 ευρώ.
Μεγάλοι δωρητές είναι ο Θόδωρος και η Εμμανουέλα Βασιλάκη, ο Βασίλης και η Μαρίνα Θεοχαράκη, το ΄Ιδρυμα Αντώνιος Ε. Κομνηνός, το Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη, το Ίδρυμα Ωνάση, η κυρία Ντόροθι Λάτση, ο Παναγιώτης και η Ειρήνη Λαιμού. Δωρητές είναι το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Νικόλας Δ. Πατέρας.
Η ιστορία
Η δημιουργία ενός μουσείου που θα συγκέντρωνε καλλιτεχνικές και αρχαιολογικές συλλογές γεννήθηκε ταυτόχρονα με τη γέννηση του ελληνικού κράτους, το 1830. Πρώτος ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Λέο φον Κλέντσε είχε εκπονήσει το 1836 μια μεγάλη μελέτη για ένα «Παντεχνείον», που θα στέγαζε τις αρχαιολογικές συλλογές, το Σχολείο των Τεχνών αλλά και μια Πινακοθήκη.
Το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε ωστόσο ποτέ, άλλωστε ήταν και μη ρεαλιστικό, έτσι φθάσαμε στα 1878, όταν ο πρώτος πυρήνας της Πινακοθήκης δημιουργήθηκε στο Πολυτεχνείο. Υπήρχαν όμως, μόλις 117 έργα Ελλήνων αλλά και ξένων καλλιτεχνών. Μερικά χρόνια αργότερα όμως, το 1896 ο νομικός και φιλότεχνος Αλέξανδρος Σούτσος άφησε με τη διαθήκη του τη συλλογή του και την περιουσία του στο κράτος, με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών».
Έτσι όταν η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε επισήμως στις 10 Απριλίου 1900 με πρώτο έφορο τον ζωγράφο Γεώργιο Ιακωβίδη, οι συλλογές της αριθμούσαν 258 έργα, που προέρχονταν από το Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο ενώ το 1901 προστέθηκαν και τα 107 έργα της δωρεάς του Αλέξανδρου Σούτσου.
Το 1918, εξάλλου, ανέλαβε την Πινακοθήκη ο λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, ο οποίος κατάφερε να εμπλουτίσει τη συλλογή της με σημαντικά έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, ανάμεσα στα οποία και η «Συναυλία των Αγγέλων» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.
Όσον αφορά στη στέγη της ωστόσο για μεγάλο διάστημα υπήρξε περιφερόμενη. Αρχικά στεγάστηκε στο κεντρικό κτήριο του Πολυτεχνείου σ’ ένα μικρό χώρο όπου παρέμεινε μέχρι το 1941, ενώ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές της φυλάχθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο.
Από εκεί τις παρέλαβε ο Μαρίνος Καλλιγάς, ιστορικός τέχνης και βυζαντινολόγος, που ανέλαβε διευθυντής της Πινακοθήκης το 1949. Κατά τη θητεία του, σημαντικές αγορές εμπλούτισαν τις συλλογές της ενώ το 1954 το κληροδότημα του Αλέξανδρου Σούτσου εντάχθηκε στο μουσείο.
Με τον τρόπο αυτό, άνοιξε και ο δρόμος για εξεύρεση λύσης στο πρόβλημα στέγασης της Πινακοθήκης. Να σημειωθεί, ότι μετά από διάφορα προβλήματα και καθυστερήσεις αναφορικά με τη θέση του οικοπέδου, το πρώτο από τα κτήριά της θεμελιώθηκε το 1964 και εγκαινιάστηκε το 1968.
Το 1976 ολοκληρώθηκε και το δεύτερο κτήριο υπό τον τότε διευθυντή Δημήτρη Παπαστάμο, ενώ τα επίσημα εγκαίνια είχαν γίνει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Από το 1992 η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα έχει διοργανώσει εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, που προσέλκυσαν εκατομμύρια επισκέπτες και εδραίωσαν το διεθνές προφίλ του οργανισμού. Σήμερα, κλείνοντας 120 χρόνια ζωής ένας νέος ορίζοντας ανοίγεται, που αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στις τέχνες και τον πολιτισμό γενικότερα.
Διαβάστε ακόμη:
Τολμηρό γούρι με την Μαντώ Μαυρογένους προκαλεί αντιδράσεις
Ιστορία και Τέχνη: Ένας φιλελληνικός διάλογος στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Ναυάγια πλοίων και αεροπλάνων αποδίδονται για καταδύσεις
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Συρία: Στη Δαμασκό ο Τούρκος ΥΠΕΞ – Συναντήθηκε με τον Αλ Τζολάνι
- Χιλιάδες Αγιοβασίληδες «ξεχύθηκαν» στους δρόμους του Πειραιά στο «Santa Night Run»
- Πάρος: Συνελήφθησαν 5 ανήλικοι για την επίθεση σε δύο αδέρφια – Στην υπόθεση εμπλέκονται άλλοι 5 νεαροί
- Συνελήφθη κι άλλος αστυνομικός της Βουλής για ενδοοικογενειακή βία