Κατέφθασε στη βιβλιοθήκη του Γαλλικού Ινστιτούτου λίγο πριν από την χθεσινοβραδινή πρεμιέρα της πρώτης ταινίας μικρού μήκους, που σκηνοθέτησε η ίδια με τίτλο «Όλλα», στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας, φορώντας ένα απλό τζιν φόρεμα και κοντά μποτάκια, αφήνοντας μόνο τα αψεγάδιαστα πόδια της να τραβήξουν το βλέμμα του ανυποψίαστου περαστικού.
Εκτός βέβαια και αν την κοιτάζει κανείς από κοντά, οπότε βυθίζεται στα βαθύ πράσινο των ματιών της.
Αφού, λοιπόν, τακτοποιήθηκε πρώτα το θέμα της γλώσσας επικοινωνίας (Γαλλικά, Αγγλικά ή Ελληνικά, τα οποία εκείνη προτιμούσε), η έμφυτη ταπεινοφροσύνη της καλλιτεχνικής της φύσης φάνηκε πρόδηλα από τον χαμηλό τόνο της φωνής της (σε αντίθεση με τον Βαρουφάκη, που κατέφθανε την ίδια στιγμή στο λόμπι και στεκόταν ποζάτος, χαμογελαστός και άνετος για τα φλας των φωτογράφων…).
Κι όμως, η Γαλλίδα πρωταγωνίστρια Αριάν Λαμπέντ έχει φτάσει στο κόκκινο χαλί των Όσκαρ δίπλα στον συμβίο της, Γιώργο Λάνθιμο, έχει κερδίσει το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας για την ταινία «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγκάρη, έχει συμμετάσχει σε πάμπολλες διεθνείς παραγωγές, όπως πρόσφατα το Assasin’s Creed, ενώ έχει αποτελέσει και το πρόσωπο του πανάκριβου πλην όμως εκλεπτυσμένου γαλλικού οίκου μόδας Chloe, όπως παραδοσιακά άλλες σταρ της πρώτης γραμμής.
Προτιμούσε, μάλιστα, να έρθει μόνη της με ταξί στο κέντρο της Αθήνας και, ενώ δημιουργήθηκε αναστάτωση μήπως τυχόν καθυστερήσει, εκείνη παρουσιάστηκε στην ώρα της.
Η ταινία της (που προβλήθηκε και στο Φεστιβάλ των Καννών) ξεκινάει σχεδόν απότομα: Η Όλλα (την οποία υποδύεται η ουκρανή Ρομάνα Λόμπατς) βαδίζει βιαστικά με μια μικρή βαλίτσα φορώντας ένα κολλητό μίνι φόρεμα, το οποίο αφήνει ολόγυμνα τα πλούσια πόδια της κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο του μεσημεριού που στο σινεμά μάλλον εκμαυλίζει παρά εξωραΐζει…
Έχει απαντήσει θετικά σε μία αγγελία από έναν ιστιότοπο γνωριμιών. Χτυπάει την πόρτα του Πιερ και μετακομίζει στο σπίτι, όπου συγκατοικεί με τη γηραιά μητέρα του σε μία μικροαστική γαλλική κωμόπολη. Τίποτα δεν φαίνεται εξ αρχής ικανό να διαταράξει τις ευφησυχασμένες ψυχές τους και, κυρίως, όχι η Όλλα…
Η Αριάν με τα δικά της λόγια περιγράφει με άλλο φως την ηρωίδα της: «Φαντάστηκα το πορτρέτο μίας γυναίκας που συγκεντρώνει διαφορετικές πλευρές της θηλυκότητας. Δεν σκόπευα να αποδώσω ένα ρεαλιστικό πορτρέτο. Δεν με απασχολεί ας πούμε ιδιαίτερα η καταγωγή της και για αυτό η ταινία ξεκινάει κάπως ξαφνικά, σαν να έρχεται από το πουθενά. Για μένα η Όλλα είναι μια ενέργεια και κυρίως η ελευθερία».
Με ποιες εκφάνσεις της προσωπικότητας της Όλλα ταυτίζεται η Αριάν;
«Ενσωματώνει κάτι που θα ήθελα πολύ να μπορέσω να ακολουθήσω. Αυτή είναι η επιθυμία μου. Θα ήθελα όλοι μας να της μοιάσουμε περισσότερο» ομολογεί.
«Πρόκειται για ένα πλάσμα πιο ενστικτώδες, όσο κοντά μπορεί να βρεθεί κανείς στα ζωώδη του ένστικτα, έτσι ώστε να ικανοποιείται από τα ψήγματα ελευθερίας, την οποία αναζητά.
» Ακολουθεί τα ένστικτά της, διότι δεν έχει άλλο τρόπο να ζήσει, αυτός είναι ο τρόπος της. Και ενώ προσπαθεί να προσαρμοστεί σε αυτό που της ζητούν οι άλλοι, τελικά αδυνατεί να ανταποκριθεί. Πρόκειται για φυσική αντίδρασή ενάντια σε όλους τους περιορισμούς και τις συμβάσεις. Δεν καταπιέζεται από ηθικοπλαστικές επιταγές.
» Εάν επιθυμήσει σεξ, θα το έχει, εάν χρειαστεί λεφτά, θα το πει, εάν θελήσει να εκφράσει τρυφερότητα στη γριά μητέρα, θα το κάνει όλο αγάπη. Σίγουρα κάτι πάει στραβά μαζί της και σίγουρα είναι απλοϊκή, αλλά ταυτόχρονα στο τέλος καταλήγει σε μία ακραία πράξη. Άρα, μέσα σε αυτήν την αναζήτηση για ελευθερία πρέπει να υποψιαστούμε ότι είναι ταυτόχρονα ικανή για όλα, ότι είναι και επικίνδυνη».
Πρόκειται για ένα εξαιρετικά πυκνό δοκίμιο για την ελευθερία και την ανθρώπινη φύση, τρομακτικά ευαίσθητο και σκληρό την ίδια στιγμή: η Αριάν Λαμπέντ κινείται υβριδικά, διότι δεν την αφορά η τέχνη που προαποφασίζει και υποδεικνύει στον θεατή πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα ή πώς οφείλουν ιδανικά να πραγματοποιηθούν.
Ανιχνεύει τις καταστάσεις, τις σχέσεις και τα πράγματα μαζί με την ηρωίδα της, αφήνεται και η ίδια να ξαφνιαστεί με την εξέλιξή τους. Ψάχνει στο σκοτάδι, παρασύρεται μαζί της βήμα βήμα ως το τέλος και την αλήθεια η οποία όπως και στην πραγματικότητα δεν αποδεικνύεται ποτέ εντελώς διαυγής.
Οι απαντήσεις που αναζητεί έρχονται σιγά σιγά και ωριμάζουν οντολογικά, με φοβερή απλότητα -ελευθερία ή θάνατος; Αυτό το πλάσμα το δυνατό αλλά και το ανυπεράσπιστο, το γλυκό αλλά και άγριο… «Ήμουν τυχερή που βρήκα αυτήν την καταπληκτική ηθοποιό, η οποία κατάφερε να αποδώσει αυτήν την ωμότητα, διότι έχει και η ίδια κάτι το ωμό και ζωώδες μέσα της, κάτι πολύ δυνατό και πολύ γενναιόδωρο. Χρειαζόμουν κάποια με το δικό της ταλέντο και τη δική της στόφα, για να ζωντανέψει όλες αυτές τις καταστάσεις. Διότι αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα κατασκευάσεις, να τα σκηνοθετήσεις, πρέπει να υπάρχουν στο μεδούλι σου, όπως στην περίπτωση της Ρομάνας Λόμπατς».
Η Όλλα μετά βίας μιλάει στην ταινία: «Ανάμεσα στα θέματα που με απασχόλησαν συμπεριλαμβάνονται και τα εμπόδια στην ανθρώπινη επικοινωνία, η αδυναμία να εκφραστεί κανείς με λόγια. Η Όλλα και ο Πιέρ δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, εκείνος δεν κάνει καμία απόπειρα να την προσεγγίσει στη γλώσσα της, ούτε ο δεύτερος τύπος που γνωρίζει. Έτσι, δεν της απομένουν πολλά εργαλεία επικοινωνίας. Δεν βρίσκει τις λέξεις να του εκφράσει πώς νιώθει».
Πράγματα που την έχει αγγίξει και στη δική της ζωή: «Είμαι Γαλλίδα, αλλά έχω ζήσει τα πρώτα έξι μου χρόνια στην Ελλάδα, προτού επιστρέψουμε πάλι στη Γαλλία και τώρα κατοικώ στο Λονδίνο. Έχω ζήσει επί σειρά ετών μακριά από τη γλώσσα μου και το ήθελα αυτό. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζω με πόση απογοήτευση, αλλά και δύναμη μπορεί να σε γεμίσει.
» Επίσης η Ρομάνα είναι Ουκρανή που ζει στην Ελλάδα. Γνωρίζει και εκείνη πόση δύναμη ή πόνο μπορεί να σου φέρει η ανθρώπινη επικοινωνία και έτσι ενσωματώνει όλες τις ποιότητες που χρειαζόμουν για την Όλλα και ήμουν πολύ τυχερή που την είχα».
Στις ρογμές κρύβεται πάντα όλος ο πλούτος… Υπάρχουν σκηνές στην ταινία που οριακά φέρνουν τον θεατή σε αμηχανία, όπως η στιγμή που η Όλλα και ο Πιέρ πλένουν την γιαγιά στην μπανιέρα, χαϊδεύοντας το ρυτιδιασμένο της κορμί: «Για εμένα τέτοιες στιγμές είναι επηρεασμένες από την Σαντάλ Ακερμάν και άλλους σκηνοθέτες που θαυμάζω. Κάτι τέτοιο με αγγίζει. Ίσως σχετίζεται και με τη θεατρική μου εμπειρία και τη συνεργασία που ακόμη διατηρώ με τους Vasistas. Πάντα έπαιζα με αυτό».
Και υπογραμμίζει: «Πάντα με ενδιέφερε η σωματικότητα και όλα όσα μπορεί να εκφράσει. Να μην ξέρεις, δηλαδή, αν κάτι είναι ωραίο ή άσχημο, αστείο ή τραγικό. Αυτόν θεωρώ εγώ κατάλληλο χώρο για το σινεμά. Προσπάθησα σε αυτό το έργο να βρω ακριβώς το σημείο, όπου τα πάντα μοιάζουν κανονικά, αλλά και δεν είναι -και το αναζητούν πολλοί σκηνοθέτες αυτό. Δεν ήθελα εξάλλου να είμαι ρεαλιστική ή κυριολεκτική.
» Η Όλλα δεν γυρίστηκε ως ένα κοινωνικό δράμα -ένας άλλος σκηνοθέτης με το ίδιο θέμα θα μπορούσε να είχε παρουσιάσει κάτι εντελώς διαφορετικό… Εγώ αναζητώ αυτό το μέρος που βρίσκεται ανάμεσα στα πράγματα, που δεν είναι ρεαλιστικό και δεν σε κάνει να λες, α, το ξέρω αυτό… που σε ωθεί να κινηθείς και να αισθανθείς με έναν τρόπο που δεν έχεις συνηθίσει. Και θεωρώ ότι αυτό είναι το ενδιαφέρον με την τέχνη ούτως ή άλλως».
Ο χώρος, στον οποίο πραγματοποίησε τα γυρίσματα η Αριάν Λαμπέντ, νιώθει κανείς σαν να παίζει με τη σειρά του πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία της: ένα αχαρακτήριστο τοπίο, φοβερά μονότονο και κοινότοπο, σαν φυλακή για εφιάλτες.
Ωστόσο, η Αριάν Λαμπέντ ζει στο Λονδίνο, βαδίζει πάνω σε κόκκινα χαλιά και αυτό το μουντό, μικροαστικό σύμπαν δεν μοιάζει να σχετίζεται με τις προσλαμβάνουσές της, με το milieu της δικής της ζωής. Ένας κακόβουλος θεατής ίσως ισχυριστεί ότι εδώ υπάρχει κατασκεύασμα και φαλκίδευση που απειλεί τη γνησιότητα του έργου της.
«Μα εγώ σας δείχνω το μέρος, όπου μεγάλωσα. Όλοι οι εξωτερικοί χώροι βρίσκονται κοντά στο λύκειο της περιοχής μου. Εκεί μεγάλωσα εγώ, όχι στο Παρίσι, όχι σε μέρη λαμπερά. Πρόκειται για το κέντρο της Γαλλίας, την περιοχή Μπουργκόν (σ.σ. Bourgogne, από το κρασί), που νομίζω ότι αντιπροσωπεύει τη Γαλλία πολύ περισσότερο από τον πύργο του Άιφελ και είναι ένας κόσμος πάρα πολύ κινηματογραφικός κατά τη γνώμη μου.
» Βρίσκεται στα σύνορα ανάμεσα σε κτήματα αγροτικά, άπειρα κτήματα και ύστερα έχεις αυτό το προάστιο και παραδίπλα την πόλη με τον αστικό της πολιτισμό. Αυτός ο κόσμος είναι η Γαλλία, θα μπορούσε όμως να βρίσκεται και οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, κατά κάποιο τρόπο και κάπου στο Λος Άντζελες θα μπορούσαμε να τον συναντήσουμε».
Ταυτόχρονα υπάρχει και κάτι το άχρονο: «Διότι μπορεί η Όλλα να έχει iphone, αλλά πέρα από αυτό δεν γίνεται να την τοποθετήσεις ακριβώς μέσα στο χρόνο. Θα μπορούσε να διαδραματίζεται τη δεκαετία του 1970, τη δεκαετία του 2000 ή και το 2015. Πάλι το ίδιο θα βλέπαμε. Υπάρχει και αυτή η φουτουριστικού ρυθμού εκκλησία που είναι επίσης μέρος αυτής της μπρούτας αρχιτεκτονικής, που είναι πολύ τυπική στη Γαλλία. Οπότε, ναι, με όλα αυτά ταυτίζομαι πολύ, αυτός είναι ο κόσμος μου».
Εξού και όλα μοιάζουν τόσο αυθεντικά: «Ίσως επειδή είναι η πρώτη μου ταινία ήθελα να έχει ρίζες στα παιδικά μου χρόνια».
Για ορισμένους η Αριάν Λαμπέντ θεωρείται η κατεξοχήν πρωταγωνίστρια του νέου, νέου ελληνικού κινηματογράφου, όπως πολλοί τον χαρακτηρίζουν. «Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι τέτοιο, αλλά σίγουρα χρησιμεύει, διότι βάζει την Ελλάδα κινηματογραφικά στον χάρτη. Στη Γαλλία σίγουρα το λένε. Αλλά δεν πιστεύω ότι τον εκπροσωπώ. Για εμένα μεγάλη στιγμή θεωρώ τη γνωριμία μου με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη και ύστερα όταν συνάντησα τον Γιώργο Λάνθιμο και γύρισα δύο ταινίες μαζί του («Άλπεις» 2011, «Αστακός» 2015)».
Ασίγαστη δημιουργός, αφού ολοκλήρωσε τα γυρίσματα της Όλλα πριν από έναν χρόνο («μου πήρε δύο για να την γράψω») και ήδη έχει καταπιαστεί με τη συγγραφή νέου σεναρίου για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της. Ταυτόχρονα τρέχουν δύο διεθνείς παραγωγές στις οποίες η ίδια εμφανίζεται ως πρωταγωνίστρια.
Οι γονείς της εργάστηκαν ως δάσκαλοι και έτσι ίσως εν μέρει εξηγείται η ποιότητά της. Ταξίδεψαν στην Ελλάδα στο μήνα του μέλιτός τους, «όταν ήταν είκοσι κάτι και ύστερα αφού στη Γαλλία σου δίνουν τη δυνατότητα να μετατεθείς στο εξωτερικό για έξι χρόνια όταν είσαι δάσκαλος, εκείνοι ζήτησαν να μεταφερθούν στην Ελλάδα».
Έτσι η Αριάν μεγάλωσε τα πρώτα της έξι χρόνια στην Αθήνα. Η μητέρα της διδάσκει ακόμη μαθηματικά και γερμανικά. Παρ’ ότι μίλησε κυρίως στα αγγλικά, η τελευταία της ατάκα εκφράστηκε σε άπταιστα ελληνικά: «Αγαπάμε την Ελλάδα στην οικογένειά μου γενικώς».
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΑΔΜΗΕ: Διαγωνισμός για την ηλεκτρική διασύνδεση Κορίνθου – Κω
- Γεύμα με McDonald’s εν πτήσει για Τραμπ, Μασκ και Κένεντι – «Ξαναδίνουμε στην Αμερική την υγεία της από αύριο»
- Νικήτας Κακλαμάνης: Δεν υπάρχουν φυγόκεντρες τάσεις στη ΝΔ – Λάθος κίνηση ένα κόμμα Σαμαρά
- Αυτή είναι η Οδηγία CSRD που αλλάζει τη λειτουργία των επιχειρήσεων