ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ελληνιστής, συγγραφέας και δημοσιογράφος του Economist σήμερα, ο Μπρους Κλαρκ υπογράφει για μία ακόμη φορά ένα άρθρο του για τη χώρα μας, και ειδικά για το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, τη στιγμή ακριβώς που το πάγιο ελληνικό αίτημα προς τη Βρετανία έχει αναζωπυρωθεί.
Κρατώντας τις αποστάσεις ενός ιστορικού αναζητεί τα κίνητρα του Έλγιν, καταρρίπτει τα επιχειρήματά του, απαριθμεί τις περιπέτειες των Γλυπτών ακόμη και εντός του Βρετανικού Μουσείου για να καταλήξει «αιρετικά»:
«Η επιστροφή των Γλυπτών», λέει «είναι σίγουρα ένα όραμα, που όλοι οι άνθρωποι μπορούν εύλογα να αγκαλιάσουν, ανεξάρτητα από το αν βλέπουν τον Έλγιν ως ληστή ή του δίνουν κάποια εύσημα ως “συντηρητή”. Αν ο κόμης νοιαζόταν πραγματικά για τα μάρμαρα, και αν ήταν μαζί μας σήμερα, θα ήθελε να τα δει τώρα στην Αθήνα»!
Έχοντας εργασθεί επίσης για τους Financial Times, έχοντας διατελέσει ανταποκριτής στη Μόσχα για τους Times, αλλά και ανταποκριτής του Reuters στην Αθήνα στην δεκαετία του ΄80 ο Ιρλανδός στην καταγωγή Μπρους Κλαρκ μιλά ελληνικά και το τελευταίο του βιβλίο αναφέρεται στην «Αθήνα ως Πόλη της Σοφίας» («Athens: City of wisdom») ενώ για το «Δυο φορές ξένος», που αφορά τις μαζικές απελάσεις που διαμόρφωσαν την σύγχρονη Ελλάδα και Τουρκία (εκδόσεις Ποταμός) έχει τιμηθεί με το Βραβείο Ράνσιμαν το 2007.
Με το άρθρο λοιπόν αυτό επιχειρεί μία ενδιαφέρουσα ανάλυση αλλά και μια αναδρομή στην ιστορία καταγράφοντας βήμα προς βήμα τις ενέργειες του λόρδου Έλγιν ώσπου να πουλήσει τα κλεμμένα αρχαία στο Βρετανικό Μουσείο.
«Η απομάκρυνση των λεγόμενων Ελγινείων Μαρμάρων έχει από καιρό χαρακτηριστεί ως μια κραυγαλέα πράξη αυτοκρατορικής λεηλασίας. Οι Έλληνες βρίσκουν ιδιαίτερα θλιβερό το γεγονός, ότι ο Έλγιν διαπραγματεύτηκε την απομάκρυνση τέτοιων θησαυρών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια ξένη δύναμη που ελάχιστα νοιαζόταν για την ελληνική κληρονομιά», όπως γράφει.
Επισημαίνοντας, ότι το αίτημα για επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα ξεκίνησε ήδη από την εποχή του Έλγιν και συνεχίζεται ως τώρα, με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει ξεκάθαρα τον περασμένο Νοέμβριο στο Λονδίνο, ότι ο Έλγιν «έκλεψε» τα αρχαία έργα τέχνης.
Κρυμμένες προθέσεις
Ξετυλίγοντας την πραγματική ιστορία, που σχετίζεται με την λεηλασία των ελληνικών αρχαιοτήτων ο Μπρους Κλαρκ παραθέτει αρχικά την γεωπολιτική κατάσταση της εποχής και την μεγάλη αντιπαλότητα μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας, καθώς το 1798 ο Ναπολέων είχε εισβάλει στην Οθωμανική Αίγυπτο και η Βρετανία ήλπιζε, ότι θα γινόταν ο κύριος σύμμαχος του σουλτάνου για την ανατροπή της γαλλικής κατάκτησης…
«Εκτός από αυτόν τον ανταγωνισμό οι Βρετανοί συναγωνίζονταν με τους Γάλλους για πρόσβαση σε ό,τι είχε απομείνει από τους μεγάλους πολιτισμούς της αρχαιότητας», σημειώνει, «και σε αυτό το μέτωπο, ο Έλγιν ήταν σίγουρος ότι θα τα πήγαινε καλά, γιατί ο γάμος του τον Μάρτιο του 1799 με μια πλούσια κληρονόμο, τη Μαίρη Νίσμπετ, του είχε δώσει τα οικονομικά μέσα για να χρηματοδοτήσει φιλόδοξα πολιτιστικά έργα.
Επιπλέον τόσο ο ίδιος όσο και οι συμπατριώτες του, όπως ο βοηθός του, ο κληρικός Φίλιπ Χαντ, θεώρησαν ως πατριωτικό τους καθήκον να ξεπεράσουν τους Γάλλους σε αυτόν τον αγώνα για να αδράξουν την ιστορία».
Γι΄αυτό το σκοπό άλλωστε, κι ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Κωνσταντινούπολη, στρατολόγησε μια ομάδα κυρίως Ιταλών καλλιτεχνών, με επικεφαλής τον ναπολιτάνο ζωγράφο Τζιοβάνι – Μπατίστα Λουζιέρι και με αρχικό καθήκον να σχεδιάσουν, να τεκμηριώσουν και να φτιάξουν εκμαγεία των αρχαιοτήτων που βρίσκονταν στα ελεγχόμενα από τους Οθωμανούς εδάφη της Ελλάδας.
Ο υποτιθέμενος στόχος ήταν να αποτυπωθούν οι αρχαίοι θησαυροί σε χαρτί και καμβά, εν μέρει για την διαπαιδαγώγηση των συμπατριωτών του Έλγιν, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν θα έβλεπαν ποτέ τα αγάλματα και τους ναούς της Αθήνας.
Ο Έλγιν ήταν τότε 33 ετών και ο Μπρους Κλαρκ τον χαρακτηρίζει ως έναν έμπειρο πολιτικό, που στο παρελθόν είχε υπηρετήσει ως βρετανός απεσταλμένος στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο.
Η λεηλασία
«Από την αρχή, ωστόσο», όπως γράφει, «η εντολή των καλλιτεχνών ήταν καλυμμένη με προσεκτική υποκρισία. Ο Έλγιν δήλωνε, ότι η απλή αποτύπωση των αρχαιοτήτων θα ήταν “ωφέλιμη για την πρόοδο των καλών τεχνών” στην πατρίδα του.
Αλλά σε πιο ιδιωτικές στιγμές, δεν έκρυβε την αποφασιστικότητά του να διακοσμήσει το σπίτι του στη Σκωτία με αρχαία έργα που απομακρύνονταν από την Ελλάδα.
Έτσι η αρχικά ομιχλώδης αποστολή της καλλιτεχνικής ομάδας του Έλγιν κορυφώθηκε σε μια τεράστια εκστρατεία αποσυναρμολόγησης έργων τέχνης από τους ναούς στην Ακρόπολη και μεταφοράς τους στη Βρετανία».
Η άδεια, που πήρε ως γνωστόν ο Έλγιν από τον αναπληρωτή του μεγάλου βεζίρη επέτρεπε στην ομάδα του να εργαστεί στην Ακρόπολη και να σχεδιάσει, να ανασκάψει, να στήσει σκαλωσιές και να «πάρει μερικά κομμάτια πέτρας με παλιές μορφές ή επιγραφές ».
Μ΄ αυτούς τους όρους όμως, δεν μπορούσε να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, όπως σημειώνει και ο Μπρους Κλαρκ, αλλά την λύση έδωσε ο Φίλιπ Χαντ.
«Με ένα νεύμα του αντιπροσώπου του σουλτάνου στην Αθήνα -ο οποίος τότε θα φοβόταν να αρνηθεί οτιδήποτε σε έναν Βρετανό- ο Χαντ άρχισε να αφαιρεί τα γλυπτά που εξακολουθούσαν να κοσμούν το πάνω μέρος του Παρθενώνα.
Αυτό προχώρησε πολύ περισσότερο από ό,τι φανταζόταν κανείς. Στις 31 Ιουλίου του 1801, το πρώτο από τα υψηλής ποιότητας γλυπτά μεταφέρθηκε, αρχίζοντας έτσι μία σειρά συστηματικής απογύμνωσης του μνημείου, με πολλούς ντόπιους να εργάζονται υπό την ενθουσιώδη επίβλεψη του Λουζιέρι.
Όμως, όποιοι κι αν είναι οι ρόλοι του Χαντ και του Λουζιέρι, ο ίδιος ο Έλγιν δεν μπορεί να ξεφύγει από την τελική ευθύνη για την διάλυση της Ακρόπολης».
Η βίαιη απόσπαση των αρχαιοτήτων από τη θέση τους επισημαίνεται στη συνέχεια από τον αρθρογράφο, που τις παραθέτει αναλυτικά: Περισσότερα από τα μισά από τα σωζόμενα γλυπτά των ναών της Ακρόπολης και συγκεκριμένα το μεγαλύτερο μέρος του γλυπτού διάκοσμου του Παρθενώνα, συμπεριλαμβανομένης της ζωφόρου και μία από τις έξι Καρυάτιδες, που κοσμούσαν το Ερέχθειο.
Οι άλλες πέντε γλίτωσαν, γιατί παρά το γεγονός ότι ο Φίλιπ Χαντ ήταν έτοιμος να τις αφαιρέσει και αυτές, ο Έλγιν δεν κατόρθωσε να βρει διαθέσιμο σκάφος για να τις μεταφέρει.
Οι δικαιολογίες
«Προδίδοντας τους φανατισμούς της εποχής του, ο Έλγιν υποστήριξε, ότι αν τα γλυπτά είχαν παραμείνει στην Αθήνα, θα ήταν “λεία των άτακτων Τούρκων που τα ακρωτηρίαζαν για άσκοπη διασκέδαση ή για να τα πουλήσουν τμηματικά σε περιστασιακούς ταξιδιώτες”, όπως σημειώνει.
«Μόλις επέστρεψε στην Αγγλία», συνεχίζει, «ισχυρίστηκε κατηγορηματικά, ότι απλώς εξασφάλισε την σωτηρία πολύτιμων αντικειμένων, που διαφορετικά θα είχαν εξαφανιστεί. Και επέμεινε, ότι “συγκεντρώνοντας αυτά τα λείψανα της αρχαιότητας προς όφελος της χώρας μου και διασώζοντάς τα από την επικείμενη και αναπόφευκτη καταστροφή με την οποία απειλούνταν … δεν είχα προσωπικά οικονομικά κίνητρα”».
Πράγματι ο Έλγιν μιλώντας σε μία κοινοβουλευτική επιτροπή για το θέμα περιέγραψε πώς είχαν εξαφανιστεί ή καταστραφεί άλλες αρχαιότητες από την Ελλάδα κατά το προηγούμενο μισό του αιώνα ως δικαιολογία, ότι οι μοναδικοί θησαυροί κινδύνευαν.
«Υπάρχουν πολλοί λόγοι όμως, για να είμαστε δύσπιστοι απέναντι σ΄ αυτούς τους ισχυρισμούς», όπως σημειώνει ο Κλαρκ. Αναφέροντας όμως και τις φθορές που υπέστησαν από διάφορες αιτίες:
Την πυρκαγιά κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, όταν Ακρόπολη άλλαξε χέρια πολλές φορές, την ατμοσφαιρική ρύπανση _«ένα πρόβλημα που ήταν ιδιαίτερα οξύ τη δεκαετία του 1980», όπως σημειώνει_ αλλά κυρίως τις ζημιές που προκάλεσαν οι άνθρωποι του Έλγιν τόσο στα γλυπτά που αφαίρεσαν όσο και στην υποκείμενη δομή του Παρθενώνα. («Ήμουν υποχρεωμένος να είμαι λίγο βάρβαρος», έγραψε κάποτε ο Λουζιέρι στον Έλγιν.)
Στη συνέχεια, υπήρχαν τα μάρμαρα που βυθίστηκαν σε ένα από τα πλοία του Έλγιν το 1802 και διασώθηκαν μόλις τρία χρόνια αργότερα. Ενώ ακόμη και μετά την άφιξή τους στο Βρετανικό Μουσείο, έτυχαν ατελούς φροντίδας, όπως το 1938, για παράδειγμα, που «καθαρίστηκαν» με διάλυμα οξέος….
Το Μουσείο Ακρόπολης
«Ύστερα από δύο αιώνες, ο ισχυρισμός του Έλγιν ότι η αφαίρεση θησαυρών από την Ακρόπολη ήταν μια ευγενής πράξη, είτε ως προς την πρόθεσή της είτε ως προς το αποτέλεσμά της, είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίβολος», καταλήγει ο αρθρογράφος.
Επισημαίνοντας, ότι σε αντίθεση με τους δηλωμένους «φόβους» του Έλγιν, τα γλυπτά που παρέμειναν στην Αθήνα δεν εξαφανίστηκαν.
Όπως αναφέρει «Μετά το 1833, όταν οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν την Ακρόπολη και την παρέδωσαν στο νέο έθνος της Ελλάδας, τα μνημεία της έγιναν επίκεντρο εθνικής υπερηφάνειας. Η προστασία, η αποκατάσταση και η ανάδειξη της κληρονομιάς της αθηναϊκής χρυσής εποχής ήταν η ύψιστη προτεραιότητα για κάθε ελληνική κυβέρνηση από τότε».
Για τον ίδιο τέλος, υπάρχει και κάτι ακόμη:
«Η δηλωμένη ανησυχία του κόμη για τη διατήρηση των δόξας της αρχαίας Αθήνας εγείρει μια ενδιαφέρουσα γραμμή σκέψης. Ας υποθέσουμε, ότι μεταξύ των κινήτρων του _προσωπική άνοδος, ανταγωνισμός με τους Γάλλους και ούτω καθεξής_ η ευημερία των Γλυπτών ήταν στην πραγματικότητα το πρωταρχικό μέλημα του Έλγιν.
Πώς θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί καλύτερα αυτός ο σκοπός σήμερα; Μήπως με την τοποθέτηση των γλυπτών της Ακρόπολης σε ένα μέρος όπου θα ήταν εξαιρετικά ασφαλή, εξαιρετικά καλά συντηρημένα και θα εκτίθενται εξαιρετικά για την απόλαυση όλων;
Το Μουσείο της Ακρόπολης, που άνοιξε το 2009 στους πρόποδες του Παρθενώνα, είναι ιδανικός υποψήφιος, γιατί χτίστηκε με στόχο να στεγάσει τελικά όλα τα σωζόμενα στοιχεία της ζωφόρου του Παρθενώνα».