ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ποια είναι η σχέση ενός καλοριφέρ φωταερίου με την αρ νουβό;
Πώς συνέβαλε το φωταέριο στην ανάπτυξη του θεάτρου; Πώς ένας θερμοσίφωνας φωταερίου άλλαξε τη ζωή των Αθηναίων;…
Δεν πρόκειται για ερωτήματα, αλλά για μικρές ιστορίες, που διαμόρφωσαν την ζωή στην Αθήνα τα τελευταία 150 και πλέον χρόνια. Όταν ώθηση στην ανάπτυξη έδωσε φυσικά το Γκάζι, όποια κι αν ήταν τα προβλήματα που δημιουργούσε παράλληλα. Τέτοιες ιστορίες έχει να αφηγηθεί σήμερα το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου, μέσα από τα διαδικτυακά του προγράμματα, όπως όλα τα μουσεία στην περίοδο της πανδημίας.
Οι άνθρωποι, τα μεγάλα ή μικρά έργα τους, τα κτήρια και οι μηχανές, η πρόοδος, τα επιτεύγματα, αλλά και οι συνέπειές της, όλα περνούν μέσα από τις συλλογές του, γράφοντας μια διαφορετική ιστορία.
Γιατί το εργοστάσιο φωταερίου, το Γκάζι, όπως γρήγορα επικράτησε η ονομασία του, αποτελεί πραγματικά ένα κομβικό στοιχείο στην εξέλιξη της πρωτεύουσας. Τόσο όταν κατασκευάστηκε, το 1857, όσο και σήμερα, με την μετατροπή του σε χώρο πολιτισμού, που έχει επηρεάσει σημαντικά ολόκληρη η περιοχή αναβαθμίζοντας το φτωχό Γκαζοχώρι, που είχε αναπτυχθεί γύρω του στον σημερινό τόπο προορισμού και ψυχαγωγίας.
Τα λαδοφάναρα της Αθήνας
Με λαδοφάναρα, κι αυτά σε περιορισμένο αριθμό, φωτιζόταν η Αθήνα στα πρώτα χρόνια της ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Συνολικά 80 ήταν, τοποθετημένα σε 15 σημεία της πόλης και χωρίς να ανάβουν όλη τη νύχτα, παρά μόνον κάποιες ώρες (Φυσικά όταν φυσούσε δυνατός αέρας έσβηναν από μόνα τους).
Στην πανσέληνο, μάλιστα, περιορίζονταν σημαντικά, για λόγους οικονομίας, κάτι που διατηρήθηκε και αργότερα, στην εποχή του φωταερίου, πάλι για τον ίδιο λόγο. Έτσι, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, οι Αθηναίοι, για να μετακινηθούν από σπίτι σε σπίτι, έπρεπε να κρατούν φανάρια ή δάδες, για να φωτίζουν το δρόμο τους, κινδυνεύοντας και από τους κακοποιούς, όπως φαίνεται από τον Τύπο της εποχής.
Η ανάγκη, λοιπόν, για τον εκσυγχρονισμό της πόλης και τη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της ήταν επιτακτική και, έτσι, με βασιλικό διάταγμα, ο Όθωνας ανέθεσε το 1857 την κατασκευή εργοστασίου φωταερίου στην Γαλλική Εταιρεία Αεριόφωτος, με επικεφαλής τον Φραγκίσκο Φεράλδι, ο οποίος και θα είχε την εκμετάλλευση για 50 χρόνια.
Το εργοστάσιο κατασκευάστηκε σε 30 στρέμματα και, μάλιστα, σε μία περιοχή της Αθήνας που, από τους πρώτους πολεοδόμους και αρχιτέκτονες, προοριζόταν για άλλο σκοπό: Συγκεκριμένα, και δεδομένου ότι το σημείο αυτό αποτελεί την τρίτη κορυφή του «πολεοδομικού τριγώνου» της Αθήνας στον άξονα προς Πειραιά, εκεί, οι μεν Κλεάνθης και Σάουμπερτ πρότειναν την διαμόρφωση της πλατείας Κέκροπος, ενώ ο Κλέντζε τοποθετούσε την ανέγερση των ανακτόρων!
Φέγγε μου να περπατώ
Αντ’ αυτών, ένα βιομηχανικό συγκρότημα άρχιζε να ορθώνεται σιγά σιγά, με υλικά που έρχονταν από τη Γαλλία, την Γερμανία και την Βρετανία -η έλλειψη οικοδομικών και άλλων υλικών στην Ελλάδα εκείνης της εποχής ήταν τεράστια- αλλά σύντομα διαπιστώθηκε ότι και η παραγωγή είχε πολλά προβλήματα.
Από τα 450 φανάρια με αεριόφως που είχε υποσχεθεί ο Φεράλδι, δεν λειτουργούσαν ούτε τα μισά, η Αθήνα εξακολουθούσε να φωτίζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της -μιλάμε πάντα για δημόσιο φωτισμό- με φανάρια λαδιού και πετρελαίου και, τελικά, η επιχείρηση έπεσε έξω, εις βάρος του ελληνικού δημοσίου.
Γνωστό, μάλιστα, και το σκωπτικό ποιηματάκι των Αθηναίων: «Φεγγαράκι μου ωραίο, φέγγε μου να περπατώ / και στο σπίτι να πηγαίνω και να μην παραπατώ. / Φύλαγέ με από κλέφταις, υπονόμους και στενά, / από το Αεριόφως και φανάρια σκοτεινά…».
Διάδοχος ήταν ο Τζιοβάνι Μπατίστα Σερπιέρι -ο γνωστός επιχειρηματίας με τα μεταλλεία του Λαυρίου- που ανέλαβε την διοίκηση το 1887, οδηγώντας την εταιρεία σε άνθηση. Νέα κτήρια προστέθηκαν, αεριοφυλάκια, ατμολέβητες, ατμομηχανές, μονάδες καθαρισμού και δίπλα ξυλουργεία, σιδηρουργεία, μηχανοστάσια και άλλες υποστηρικτικές εγκαταστάσεις.
Ήταν η εποχή που άρχισε, πια, η χρήση του φωταερίου να επεκτείνεται σε σπίτια και εργοστάσια, ενώ, εξάλλου, η Αθήνα προετοιμαζόταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Δημιουργούνται, όμως, και μικρά κτίρια για την εξυπηρέτηση των εργαζομένων, δηλαδή αποδυτήρια, λουτρά, κουρείο κ.ά. Εν τέλει, ο χώρος παίρνει την σημερινή του μορφή.
Συνθήκες δουλειάς
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πάντως, το εργοστάσιο σταμάτησε να λειτουργεί, λόγω έλλειψης πρώτης ύλης, δηλαδή του γαιάνθρακα, ενώ, λίγο αργότερα, άρχισαν και οι πρώτες απεργίες, λόγω των κακών συνθηκών εργασίας. Στις απεργίες του 1921 και του 1929, μάλιστα, επιστρατεύτηκαν ναύτες, ως απεργοσπαστικός μηχανισμός.
Και, πράγματι, η δουλειά στους φούρνους ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Γιατί οι εργάτες δούλευαν στους 60-70 βαθμούς, μέσα σε χώρους με αναθυμιάσεις, βλαβερά αέρια και άσχημη μυρωδιά. Υπέφεραν έτσι, από πολλές ασθένειες, κυρίως του αναπνευστικού, αλλά και άλλες, ανίατες.
Παρ΄όλα αυτά, ήταν η ψυχή του εργοστασίου. Ήταν οι «ανθρακείς», που γέμιζαν τους φούρνους με λιθάνθρακα, οι «θερμαστές», που τοποθετούσαν στην εστία την καύσιμη ύλη, άναβαν τη φωτιά και θέρμαιναν τους φούρνους και, τέλος, οι «σβέστες» ήταν αυτοί που έβγαζαν από τους φούρνους το κωκ και το μετέφεραν στην αυλή για να το σβήσουν με νερό.
Αυτοί ήταν και οι λόγοι που η διοίκηση του εργοστασίου μοίραζε σε όλους τους υπαλλήλους της καθημερινώς γάλα, ώστε να αντέχει ο οργανισμός τους. Υπήρχε, όμως, και άλλη κατηγορία εργαζομένων, σχετική με το φωταέριο κι αυτή ήταν φανοκόροι, δημοτικοί υπάλληλοι, ασφαλώς πιο προνομιούχοι από τους προηγούμενους, που άναβαν τα φανάρια της πόλης.
«Από το ίδιο παράθυρο προσμέναμε κάθε βράδυ, μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει, να ιδούμε και το άναμμα του μεγάλου κρεμαστού φαναριού του δρόμου», γράφει ο Γεώργιος Δροσίνης για τον φανακόρο, που στην εποχή του χρησιμοποιούσε ακόμη λάδι. Παρόμοια η φιγούρα και εκείνου, που άναβε αργότερα και τα γκαζοφάναρα, ανοίγοντας με το καμάκι του την κλούβα του γκαζιού για να δώσει φως.
Άθλια, πάντως, ήταν η ατμόσφαιρα και γύρω από το εργοστάσιο, όπου είχε αναπτυχθεί μία εργατική συνοικία με άσχημες συνθήκες υγιεινής, εντελώς υποβαθμισμένη και κακόφημη. Ως και γαϊδουροπάζαρο γινόταν εκεί κάθε Κυριακή, στις αρχές του 20ού αιώνα. «Εις πυρετώδη κίνηση ευρίσκεται το κράτος /ο πυρετός ερήμαξε το δόλιο Γκαζοχώρι…», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Σουρής, στηλιτεύοντας την κατάσταση.
Η μεγάλη ανάπλαση
Το 1938, η επιχείρηση πέρασε στον δήμο Αθηναίων, ενώ στην περίοδο της Κατοχής δεν λειτούργησε καθόλου, καθώς οι Γερμανοί, αφού αξιολόγησαν την τεχνολογία του εργοστασίου, την έκριναν ως αναχρονιστική και ασύμφορη. Παρ΄ όλα αυτά, και όπως είναι γνωστό, οι φούρνοι του έσβησαν οριστικά μόλις το 1984 και αφού είχαν δημιουργηθεί πολύ σοβαρά περιβαλλοντικά θέματα από την ρυπογόνα λειτουργία του.
Δύο χρόνια αργότερα, με απόφαση της Μελίνας Μερκούρη, υπουργού Πολιτισμού, τότε, το Γκάζι χαρακτηριζόταν διατηρητέο κι ένα χρόνο μετά θα μετατρεπόταν από τον δήμο Αθηναίων σε χώρο πολιτισμού.
Ο δρόμος είχε ανοίξει για την απόλυτη ανάπλαση της περιοχής. Πολλές οι νέες χρήσεις πια, με σημαντική, μεταξύ αυτών, το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου, που λειτουργεί από το 2013, προσφέροντας ένα ταξίδι στη βιομηχανική ιστορία.
Εδώ παρουσιάζεται η λειτουργία των μηχανημάτων, τα στάδια της γραμμής παραγωγής του φωταερίου και το βιομηχανικό περιβάλλον, τόσο του εργοστασίου, όσο και της ευρύτερης περιοχής του Γκαζιού, εδώ μπορεί να νιώσει κανείς τη ζέστη που υπήρχε μέσα στους φούρνους και να μάθει πώς έκαιγαν για να ανάψουν τα φώτα της πόλης.
Επίσης, στη συλλογή του Μουσείου, υπάρχει σημαντικός αριθμός συσκευών που σχετίζονται με την παραγωγή φωταερίου, εργαλεία, μηχανήματα και εξοπλισμός (μετρητές, εστίες, θερμοσίφωνες, φωτιστικά κ.ά.), τεκμήρια από το ίδιο το εργοστάσιο, αλλά και τους ανθρώπους του, καθώς και φωτογραφικό υλικό. (Πρόσβαση στο gasmuseum.gr)
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- ΚΕΠΕΑ/ΓΣΕΕ: Διευκρινίσεις για τον τρόπο αμοιβής των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα στις αργίες της εορταστικής περιόδου
- Τσουκαλάς σε Μαρινάκη για εποχικούς πυροσβέστες: Γιατί η κυβέρνηση αρνείται κάθε πρωτοβουλία που στηρίζει την κοινωνία;
- Πλήγμα κατά της τηλεοπτικής πειρατείας στην Ελλάδα
- Ζελένσκι: Δεν αρκούν οι ευρωπαϊκές εγγυήσεις ασφάλειας – Αληθινή εγγύηση είναι το ΝΑΤΟ