Εκ των έσω. Έτσι θα μπορούσε να ονομαστεί αλλιώς η έκθεση «Γιάννης Μόραλης. Χώρος ιδιωτικός», που οργανώνεται στο Μουσείο Μπενάκη – Πειραιώς από τις 26 Οκτωβρίου παρουσιάζοντας τον μεγάλο ζωγράφο και το έργο του μ΄ένα διαφορετικό τρόπο. Γιατί σ΄αυτή την έκθεση η έμφαση δίνεται στον άνθρωπο, τη ζωή του και τον ιδιωτικό του χώρο.

Με ζωγραφικά του έργα από τα νεανικά του χρόνια ως τα μεταγενέστερα, που δεν έχουν ξαναπαρουσιαστεί, καθώς τα περισσότερα ανήκουν στην οικογένειά του. Με σπάνια σχέδια των πρώιμων χρόνων, του ΄20 και του ΄30, όταν ο νεαρότατος ακόμη Μόραλης, γεννηθείς το 1916 έπαιρνε για πρώτη φορά τη μυρωδιά της λαδομπογιάς, όπως ο ίδιος έχει πει, κοντά σε μία θεία του, αδελφή της μητέρας του.

Ακόμη με το τετράδιό του, όπου σχεδίαζε ως δεκάχρονος μαθητής, επίσης με τα χαρακτικά του, μελέτες και προσχέδια, γλυπτά, κεραμικές διακοσμητικές πλάκες, εικονογραφήσεις βιβλίων και εξώφυλλα δίσκων. Και φυσικά τον «εξοπλισμό» του ατελιέ του. Τον πάγκο εργασίας με τα πινέλα και τα σωληνάρια με τα χρώματα, τις παλέτες του και βέβαια το καβαλέτο. Εκ των έσω λοιπόν, κυριολεκτικά.

Το ατελιέ του Γιάννη Μόραλη
Το ατελιέ του Γιάννη Μόραλη

Δημιουργός που επηρέασε το καλλιτεχνικό τοπίο στην ελληνική μεταπολεμική εποχή όσο λίγοι, με την διπλή του παρουσία ως ζωγράφος και ως δάσκαλος, ο Γιάννης Μόραλης πέτυχε με το έργο του την σύζευξη του κλασικού με το μοντέρνο. «Και το παράδοξο είναι», όπως είχε γράψει η Μαρία Λαμπράκη-Πλάκα «ότι όσο γινόταν πιο μοντέρνος τόσο γινόταν πιο κλασικός, «πιο αρχαίος», και ακόμη, όσο γινόταν πιο αφηρημένος τόσο γινόταν πιο αισθησιακός».

Το ατελιέ του Γιάννη Μόραλη
Το ατελιέ του Γιάννη Μόραλη

Παράλληλα όμως καλλιέργησε μια τέχνη ανθρωποκεντρική με άξονα τον έρωτα και τον θάνατο, όπως είχε παραδεχθεί κι ο ίδιος λέγοντας: «Ο έρωτας και ο θάνατος πάνε μαζί. Και τα δύο έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή μου».

Η αντίθεση λευκού-μαύρου

Γεννήθηκε στην Άρτα από πατέρα φιλόλογο, με φιλελεύθερο ήθος και ευρεία μόρφωση, που είχε δασκάλους του τον Νικόλαο Πολίτη και τον Σπυρίδωνα Λάμπρου. Και εκεί στην βιβλιοθήκη του πατέρα του πρωτοανακάλυψε τα ψηφιδωτά της Ραβέννας, αν και σε μαυρόασπρες φωτογραφίες.

Ο ζωγράφος στο ατελιέ του
Ο ζωγράφος στο ατελιέ του

«Τα πράγματα που έμελλε να αγαπήσω ασκούσαν πάνω μου μια περίεργη έλξη, ανάμεικτη με τρόμο», είχε πει. Άρχισε να σχεδιάζει από το σχολείο. «Πήγαινα με τον πατέρα μου στο γυμνάσιο, έπαιρνα κιμωλίες, τις βουτούσα σε μπλε μελάνι, σε κόκκινο, και σχεδίαζα στον πίνακα με τρία χρώματα, μπλε, κόκκινο, άσπρο. Στις κόλλες που περίσσευαν από τους διαγωνισμούς έκανα σχέδια γεωμετρικά, ξεκινώντας από τις ρίγες».

Σύντομα θα έρθει και ο πρώτος έρωτας, στην Πρέβεζα πια, όπου ο πατέρας του υπηρετεί ως γυμνασιάρχης από το 1923. «Η πρώτη μου αγάπη, η παιδική, ήμουνα δεν ήμουνα εννιά χρονών ήταν ένα κορίτσι με παράξενο όνομα. Το πρόσωπό του ήταν φιλντισένιο, κάτασπρο. Τα μαλλιά του κατάμαυρα σαν του κοράκου», όπως είχε πει αργότερα σχολιάζοντας όμως και την προτίμησή του στην αντίθεση λευκού-μαύρου, γιατί «αναδεικνύουν όλα τα χρώματα». Και ποια είναι τα άλλα χρώματα;

Ο ζωγράφος στο ατελιέ του
Ο ζωγράφος στο ατελιέ του

«Θυμούμαι ένα κατάμαυρο ιστιοφόρο,  που αγκυροβόλησε στο λιμάνι. Μια κίτρινη γραμμή, μια ώχρα έτρεχε πάνω στο μαύρο σκαρί. Κάποια εξαρτήματα ήταν κόκκινα. Ίσως αυτές οι ώχρες στα έργα μου πλάι στα μαύρα, αυτό το ελάχιστο κόκκινο, να κατάγονται από αυτή τη μαγική μνήμη».

Όσο για την επαφή του με τη λογοτεχνία, μία πρόσφυγα από την Κερασούντα διάβαζε στον ίδιο και τα τρία αδέρφια του τη Λαογραφία του Πολίτη ενώ από τα Ελληνικά Γράμματα που έπαιρνε ο πατέρας του ανακάλυψε τον Φώτη Κόντογλου και στο περιοδικό του Ερυθρού Σταυρού γνώρισε τον Τσαρούχη.

Ο Γιάννης Μόραλης το 1936
Ο Γιάννης Μόραλης το 1936

Ζωγράφος ετών 15

Από το 1927 ο Γιάννης Μόραλης βρισκόταν πια στην Αθήνα χάρις στην μετάθεση του πατέρα του. Είναι μόλις έντεκα χρονών αλλά η απόφαση έχει ληφθεί: Θα γίνει ζωγράφος.  Ο ίδιος ο πατέρας του τον πηγαίνει στα μαθήματα προετοιμασίας για την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίνει εξετάσεις το 1931 και γίνεται δεκτός. Είναι δεκαπέντε ετών και εκεί θα συναντήσει τον Νικολάου και τον Καπράλο, στενούς φίλους του στη συνέχεια, τον Διαμαντόπουλο και τον Τσαρούχη, που είναι όλοι τους μεγαλύτεροί του.

Δάσκαλοί του είναι ο Παρθένης, ο Γερανιώτης, ο Αργυρός, ο Κεφαλληνός  ενώ δεσπόζουσες φυσιογνωμίες τις εποχής είναι ο Κόντογλου, ο Πικιώνης, ο Παπαλουκάς με πολλούς ακολούθους. «Η κοινωνία της Αθήνας ήταν τότε μικρή», έλεγε. «Όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Ο Πικιώνης, καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερος, γνωστός και καταξιωμένος καθηγητής, ερχόταν κάπου-κάπου στο σπίτι μου στο Παγκράτι να δει δουλειά μου».

Το ΄34 πάντως πουλάει και το πρώτο του έργο. Στον γραμματέα της Ιταλικής Πρεσβείας συγκεκριμένα, έναντι του υψηλού, για την εποχή εκείνη ποσού των πέντε χιλιάδων δραχμών, που θα χρησιμεύσει και για την αγορά ενός κουστουμιού.

Δύο χρόνια αργότερα κερδίζει υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών και το 1937 την ίδια χρονιά που πεθαίνει ο πατέρας του φεύγει για τη Ρώμη. Μαζί του ο  Νικολάου, αφού η συμφωνία τους ήταν, πως όποιος κερδίσει πρώτος υποτροφία θα πάρει μαζί του και τον άλλο. Την ίδια συμφωνία είχαν κάνει και με τον Καπράλο, που ήταν ήδη στο Παρίσι, μόνον που η δική του υποτροφία ήταν πολύ μικρή για δύο άτομα.

Γιάννης Μόραλης και Νίκος Νικολάου το 1937
Γιάννης Μόραλης και Νίκος Νικολάου το 1937

Ρώμη – Παρίσι

Μέσω Ρώμης θα φθάσουν και στο Παρίσι μερικούς μήνες αργότερα. Θα προλάβουν την Γκερνίκα του Πικάσο στην Παγκόσμια Έκθεση και λίγο αργότερα μια μεγάλη έκθεση του Γκρέκο. «Στους δασκάλους μου πρόσθεσα τον Γκρέκο, τον Πικάσο, τον Μπράκ, τον Ματίς», όπως είχε πει ο ίδιος. Στο Παρίσι στην παρέα προστίθενται ο Καπράλος, ο Μανόλης Χατζηδάκης, ο Απάρτης, ο Μουρέλος, ο Κώστας Δημητριάδης, ο Γιάννης Παππάς αλλά το ΄39 που κηρύσσεται ο πόλεμος ο Μόραλης παίρνει το δρόμο της επιστροφής.

Με τους φοιτητές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών
Με τους φοιτητές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

Το 1941 μετά τον στρατό θα παντρευτεί την πρώτη του γυναίκα Μαρία Ρουσέν, από την οποία θα χωρίσει το 1945 –δύο χρόνια αργότερα θα παντρευτεί τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη– , ενώ σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής ασχολείται κυρίως με τις προσωπογραφίες  εξασφαλίζοντας κάποιο εισόδημα. «Οι προσωπογραφίες της Κατοχής και του Εμφυλίου είναι από τα πιο αξιότιμα έργα του αιώνα μας», γράφει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα γι΄αυτήν την περίοδο στη ζωγραφική του.

«Τα νεκρικά πορτραίτα του Φαγιούμ και η ζωγραφική της Πομπηίας είναι τα ομολογημένα μακρινά πρότυπα της τέχνης του αυτή την εποχή. Η γκάμα του είναι προσωπική, περιορισμένη: χρωματιστά γκρίζα, παλμώδη, ιριδίζοντα,  πάνω τους τραγουδούν τα δυνατά, ακηλίδωτα κόκκινα, και τα μαύρα, τα υπέροχα μαύρα του Μόραλη».

«Ο καλλιτέχνης εκφράζεται με τις πληγές της εποχής του», είχε πει κι ο ίδιος σε μια συνέντευξή του. Στο μεταξύ από το 1947 είχε εκλεγεί τακτικός καθηγητής στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και δέκα χρόνια αργότερα τακτικός καθηγητής στην έδρα της ζωγραφικής, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1983.

Ο Γιάννης Μόραλης με έργα του
Ο Γιάννης Μόραλης με έργα του

Χρώμα και φως

Αλλάζοντας δεκαετία η θεματική του Μόραλη έχει πλέον αποκρυσταλλωθεί με τον ζωγράφο να αφοσιώνεται στην ομορφιά και τον ερωτισμό της γυναικείας νεότητας. Στους πίνακές του οι κόρες που κάθονται αντικριστά θυμίζουν τις επιτύμβιες στήλες του Κεραμεικού ενώ τα χρώματά του συμβαδίζουν με αυτά του Πολυγνώτου: ώχρες, μπλε και μαύρα, ασβεστώδη λευκά. Πρόκειται για την σειρά έργων του «Επιτύμβια» και «Επιθαλάμια», θρηνητικές ελεγείες και ύμνους στον έρωτα, μαζί.

«Τα καλύτερα έργα μου βγήκαν από τη στέρηση. Με τη ζωγραφική προσπαθώ να μαγέψω, να κρατήσω τα πράγματα που κινδυνεύω να χάσω ή που έχασα, γι΄ αυτό τα πρόσωπα συχνά μοιάζουν», είχε πει.  Είναι τα έργα για τα οποία, όταν τέθηκε το θέμα περί «ελληνικότητας» στη ζωγραφική του, εκείνος είχε να απαντήσει: «Είμαι Έλληνας. Το πρόβλημα της ελληνικότητας θα μπορούσε να απασχολεί τους φιλέλληνες».

Ο Γιάννης Μόραλης με έργα του
Ο Γιάννης Μόραλης με έργα του

Όσο για το φως «Το Ιόνιο με διαπότισε. Εμείς είμαστε του Ιονίου», έλεγε. «Εκεί έχει άλλο φως, πιο γλυκό, πιο μαλακό. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα μ΄ ενοχλούσε το πικρό πράσινο των πεύκων. Αντίθετα, αυτό που με μάγευε και με συμφιλίωσε τελικά με την Αττική ήταν το χρώμα της ελιάς. Για σκέψου, ότι η ελιά έχει όλα τα χρώματα της ζωγραφικής του Γκρέκο».

Όπως έχει γράψει άλλωστε η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα «Το φως και το χρώμα του Μόραλη θα κρατήσουν τη μνήμη του Ιονίου. Ένα φως υγρό, διυλισμένο, αθόρυβο, που απορροφά τις ανακλάσεις. Κι αυτό το γκρίζο, που σπάνια απουσιάζει από τα έργα του, φαίνεται να ΄ναι το μνημονικό απόσταγμα από την ομίχλη, που τύλιγε με το μαγνάδι της τα υγρά τοπία του Ιονίου». Κι ο ίδιος είχε πει εξάλλου: «Αγαπώ τα γκρίζα, δεν ξέρω γιατί. Πάντα φιλοδοξούσα να ζωγραφίσω με τα χρώματα της πέρδικας».

Ατενίζοντας τη θάλασσα από το παράθυρο του σπιτιού του στην Αίγινα
Ατενίζοντας τη θάλασσα από το παράθυρο του σπιτιού του στην Αίγινα

Εκθέσεις και συνεργασίες

Είναι παράξενο, αλλά η πρώτη του ατομική έκθεση γίνεται μόλις το 1959 στην αίθουσα Αρμός με έργα, που τα περισσότερα είχαν παρουσιαστεί τον προηγούμενο χρόνο στην Μπιενάλε της Βενετίας! Τον ίδιο χρόνο ανέλαβε και εκτέλεσε την εγχάρακτη σύνθεση του εξωτερικού τοίχου του ξενοδοχείου Χίλτον στην Αθήνα και από τότε συνεργάστηκε με πολλούς Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες.

Συνεργάζεται επίσης με την κεραμίστρια Ελένη Βερναρδάκη, με τις εκδόσεις Ίκαρος σχεδιάζοντας  την προμετωπίδα ποιητικών συλλογών του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη, με το Εθνικό Θέατρο, με το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και με το Ελληνικό Χορόδραμα φιλοτεχνώντας σκηνικά και κοστούμια για παραστάσεις τους. Παράλληλα τα έργα του παρουσιάζονται σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, με μακροβιότερη συνεργασία του αυτήν με την γκαλερί Ζουμπουλάκη.

Προσχέδιο για το έργο «Νύφη», 1967
Προσχέδιο για το έργο «Νύφη», 1967

Η Αθήνα δεν τον κρατά πλέον όλο το χρόνο αφού από την δεκαετία του ΄70 ζει και δουλεύει για μήνες στο σπίτι –ατελιέ της Αίγινας, κοντά σε εκείνα του Νικολάου και του Καπράλου, σχεδιασμένο από τον μεγάλο αρχιτέκτονα Άρη Κωνσταντινίδη. Η Αίγινα τον γοήτευσε επειδή του θύμιζε έντονα την Πρέβεζα όπου είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια και αποδείχθηκε πράγματι ένα καταφύγιο αλλά και τόπος έμπνευσης και δημιουργίας. Εκεί άλλωστε δεχόταν και φίλους από τον Αθήνα όπως ο Ελύτης, επιστρέφοντας κάθε καλοκαίρι ως τα τελευταία της ζωής του.

Το 1988 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη αναδρομική έκθεσή του στην Εθνική Πινακοθήκη, όπου είχε δωρίσει πολλά έργα του, το 2001 έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη και η ίδια στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το 2008 η έκθεση – αφιέρωμα στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Άνδρο, το 2011, δύο χρόνια μετά τον θάνατό του και πάλι στο Μουσείο Μπενάκη και στην Εθνική Πινακοθήκη.

«Η ακέραιη προσωπικότητα του Γιάννη Μόραλη, το ήθος, το έργο, η ανεκτίμητη διδακτική προσφορά του στη Σχολή Καλών Τεχνών, η παιδαγωγική του βλέμματος, που άσκησε σε όλους τους Έλληνες, άφησαν την ανεξίτηλη σφραγίδα τους όχι μόνο στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης αλλά και στην ίδια τη ζωή μας» έγραφε η τότε διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα.

Η έκθεση «Γιάννης Μόραλης. Χώρος ιδιωτικός» πραγματοποιείται σε συνδιοργάνωση με την Εταιρεία Μελέτης, Έρευνας και Προβολής της Νεοελληνικής Τέχνης – Εργαστήριο Γιάννης Μόραλης. Την επιμέλεια υπογράφουν η Νίκη Δάφνη και ο Τάσος Κουτσουρής και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό ο Σπύρος Νάσαινας.

Διαβάστε επίσης:

Λουί Μπαρτελεμί: Η τέχνη με υφάσματα και κλωστές

Τα ευρήματα του μετρό σε έκθεση στον Πειραιά – Προχωρεί το Μουσείο Εναλίων