ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Είναι κτισμένο στην κορυφή ενός λόφου με την θέα στη Χώρα και το λιμάνι της Ίου να αιχμαλωτίζει το βλέμμα, που φθάνει μακριά ως τα νησιά Σίκινο, Πάρο και Νάξο, καθώς ξεπροβάλλουν μέσα από το γαλάζιο του Αιγαίου. Και στην είσοδο του πάλλευκου κτιρίου μια σειρά από τα εμβληματικά «ανθρωπάκια» του Γιάννη Γαΐτη να δείχνουν την είσοδο σ΄ αυτόν τον μοναδικό χώρο, που δημιουργήθηκε για να τα στεγάσει μαζί με τις σπουδαίες δημιουργίες της Γαβριέλλας Σίμωση. Είναι το Μουσείο Γαΐτη-Σίμωσι που μόλις εγκαινιάστηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λίνας Μενδώνη, μετά από συλλογικές προσπάθειες ετών, οι οποίες έδοξε να ολοκληρωθούν μέσα από τη σύμπραξη του Δήμου Ιητών – με Δήμαρχο τον Γκίκα Γκίκα – και της Λορέττας Γαΐτη, μοναδικής κληρονόμου του Γιάννη Γαΐτη και της Γαβριέλλας Σίμωσι.
«Ο Γιάννης και η Γαβριέλλα κατάγονται και οι δύο από το Αιγαίο: ο πατέρας μου από την Τήνο, εύφορη γη για πολλούς καλλιτέχνες, η μητέρα μου από τη Μήλο και την Εύβοια. Ωστόσο, όταν έπρεπε να επιλέξω τον τόπο ανάπαυσης του πατέρα μου, ο οποίος πέθανε νέος, σε ηλικία 61 ετών, διάλεξα την Ίο. Εδώ έχτισα ένα μικρό λευκό εκκλησάκι κοντά στο σπίτι του, όπου και οι δύο αναπαύονται σήμερα», όπως λέει η κυρία Λορέττα Γαΐτη.
Η ίδια ως αρχιτέκτονας πρωτοστάτησε στον σχεδιασμό του μουσείου σε συνεργασία με τον επίσης αρχιτέκτονα Ζακ Σαρά, προκειμένου στο κτίριο των 1600 τ.μ. να στεγαστούν έργα των δύο καλλιτεχνών, παράλληλα όμως να φιλοξενήσει περιοδικές εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις.
Τα δύο κτίρια
Ένας υπαίθριος δρόμος, που μοιάζει να αποτελεί προέκταση των στενών δρόμων που καταλήγουν στο μουσείο, ξεκινώντας από το λιμάνι του νησιού και διασχίζοντας τη Χώρα οδηγεί στο κτίριο με τους εκθεσιακούς χώρους να διαρθρώνονται εκατέρωθεν. Η μόνιμη συλλογή αναπτύσσεται σε δύο βασικά κτίρια. Στην αριστερή πλευρά βρίσκεται το διώροφο «Κτίριο Γαΐτη», στο ισόγειο του οποίου υπάρχει και η υποδοχή του μουσείου.
Η συλλογή εξελίσσεται χρονολογικά από τον κάτω όροφο, όπου παρουσιάζονται οι παλαιότερες περίοδοι του ζωγράφου προς τον επάνω όροφο, ο οποίος είναι αφιερωμένος στους πίνακες, τις εγκαταστάσεις και τις κατασκευές γύρω από τα περίφημα «ανθρωπάκια». Αυτά συνεχίζουν να είναι παρόντα και στην αρχιτεκτονική του κτιρίου αφού η καμπυλότητα της οροφής του Κτιρίου Γαΐτη βασίζεται στο σχέδιο των καπέλων τους, ενώ η πόρτα της εισόδου του στο σχέδιο ενός κεφαλιού ιδωμένου από μπροστά.
Βγαίνοντας από την πτέρυγα του Γαΐτη ο επισκέπτης συναντά ένα υπερυψωμένο προαύλιο με μια ελιά, όπου βρίσκεται και η είσοδος στο «Κτίριο Σίμωσι». Εδώ τα πάντα είναι λευκά αντικατοπτρίζοντας την αισθητική και την προτίμηση της Σίμωσι στο λευκό χρώμα. Έτσι τα γλυπτά είναι λευκά και οι τοίχοι είναι ασβεστωμένοι ενώ λευκό μάρμαρο διατρέχει το δάπεδο και τα βάθρα. Συνολικά παρουσιάζονται δώδεκα μνημειώδη γλυπτά της από λευκή ρητίνη σε βάθρα, γύψινα γλυπτά παλαιότερων περιόδων, καθώς και κολάζ.
Τα «Ανθρωπάκια»
Γεννημένος το 1923 με σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και στη συνέχεια στο Παρίσι και με επιρροές αρχικά από τον κυβισμό και τον σουρεαλισμό ο Γιάννης Γαΐτης εμφανίσθηκε πολύ νωρίς στα καλλιτεχνικά δρώμενα με εκθέσεις με τις πρώτες του εκθέσεις στην μετεμφυλιακή Αθήνα. Το 1953 συμμετείχε στην 2η Μπιενάλε του Σάο Πάολο και το 1954 άλλαξε η ζωή του με τον γάμο του με την παλιά συμφοιτήτριά του στην ΑΣΚΤ Γαβριέλλα Σίμωση και την εγκατάστασή τους στο Παρίσι. Εκεί ο Γαΐτης με οικονομική βοήθεια από το Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου μελετούσε τα σύγχρονα ρεύματα και η Σίμωσι με κρατική υποτροφία παρακολουθούσε την διδασκαλία του Ossip Zadkine, σημαντικού γλύπτη της Σχολής του Παρισιού.
«Στην Ελλάδα ήμουν είκοσι χρόνια μπροστά, εδώ είμαι είκοσι χρόνια πίσω», έγραφε εκείνη την εποχή ο ίδιος στην οικογένειά του. Άρχισε έτσι, να ζωγραφίζει ασταμάτητα, στρεφόμενος πλέον στην αφηρημένη τέχνη και επιδιώκοντας να αφομοιώσει και να υπερβεί τις νέες επιδράσεις που ανακάλυπτε στο Παρίσι.
Η πρώτη του έκθεση στην γαλλική πρωτεύουσα έγινε το 1957 ενώ τα «Ανθρωπάκια» του εμφανίστηκαν με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967. Γρήγορα θα γίνονταν καθοριστικό και αντιπροσωπευτικό στοιχείο του έργου και του ύφους του και θα παρουσιάζονταν σε πολλές πόλεις του κόσμου και φυσικά στην Αθήνα. Το 1969 εξάλλου, ο ίδιος θα δημιουργήσει τις πρώτες του κατασκευές στο ατελιέ που μοιράζεται με την Άννυ Κωστοπούλου, με την οποία θα περάσει τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του.
Ο σχεδιασμός
Σε ηλικία μόλις 12 ετών δημιούργησε το πρώτο της γλυπτό η Γαβριέλλα Σίμωσι, που στο εργαστήρι του Τόμπρου στην ΑΣΚΤ συνάντησε τον Γιάννη Γαΐτη. «Κι ο Γιαννάκης μου πρόσφερε όπως ο Όφις πίσω από μια κολώνα ένα τσιγαράκι, κι αυτό ήτανε. Αρραβώνας. Définitif », όπως είχε πει η ίδια. Ο γύψος ήταν το αγαπημένο της υλικό φιλοτεχνώντας γλυπτά που τυχαίνουν εξαιρετικής υποδοχής ενώ αργότερα στρέφεται και προς το κολάζ.
Μόνιμη κάτοικος Παρισιού ως τον θάνατό της δεν ξεχνά φυσικά την Ελλάδα ενώ θα παρευρισκόταν το 1999 στην παρουσίαση του οράματος από την Λορέττα Γαΐτη για το μελλοντικό Μουσείο Γαΐτη-Σίμωσι στην Ίο.
«Το 1997, ξεκινήσαμε μαζί με τον συνεργάτη μου Ζακ Σαρά τα πρώτα σκίτσα για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του μουσείου», σημειώνει σήμερα η ίδια. «Η χαρά μου ήταν μεγάλη που η μητέρα μου πρόλαβε να δει τη μακέτα του μελλοντικού μουσείου πριν από το θάνατό της, στις 27 Μαΐου 1999, λίγο πριν από τα εγκαίνια της αναδρομικής της έκθεσης στο Παρίσι, στο Couvent des Cordeliers».
Κι όσο για τους γονείς της «Ο Γιάννης Γαΐτης, ο Αθηναίος, ανακάλυψε την Ίο κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του με τον φίλο του Jean-Marie Drot», όπως λέει.«Και οι δύο αγάπησαν τον τόπο και αποφάσισαν να κάνουν ένα σύμφωνο με το νησί και να ριζώσουν σε αυτό το βραχώδες έδαφος. […] Ο Γιάννης έχτιζε υπομονετικά το σπίτι του για σχεδόν δέκα χρόνια, έργο ευτυχίας και ελευθερίας. Εκεί δούλεψε τους πίνακές του μέχρι το θάνατό του στις 22 Ιουλίου 1984, λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια της μεγάλης αναδρομικής έκθεσής του στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας».
Διαβάστε επίσης
Ο Γιάννης Γαΐτης και τα «ανθρωπάκια» του που ταξιδεύουν στο χρόνο – Μεγάλη έκθεση
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Μια πρώτη εικόνα για το μέλλον
Οι Ολυμπιακοί και το Παρίσι που λατρέψαμε