ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Είναι η πιο ακριβή εν ζωή, γυναίκα καλλιτέχνης, αφού ένα έργο της πουλήθηκε σε δημοπρασία για 7,1 εκατομμύρια δολάρια.
Είναι διάσημη για τις βούλες της, σήμα κατατεθέν της δουλειάς της ως εικαστικός, αφού έχει δηλώσει πως «Η γη μας δεν είναι παρά μια βούλα ανάμεσα σε εκατομμύρια αστέρια στο σύμπαν. Τα πουά είναι ένας δρόμος για το άπειρο».
Η ζωγραφική, η γλυπτική, οι εγκαταστάσεις, η περφόρμανς, η βιντεοτέχνη και η μόδα είναι το πεδίο της δημιουργίας της, όπως επίσης όμως, η ποίηση και η μυθοπλασία.
Ολόκληρο το κτίριο της Louis Vuitton στο Παρίσι είχε καλυφθεί τον περασμένο Ιανουάριο με τις βούλες της και την ίδια, σε μία γιγαντιαία γλυπτή απεικόνιση, να τις δημιουργεί. Και από την Ιαπωνία όπου ζει μόνιμα, εδώ και πολλά χρόνια συνεχίζει να εργάζεται ως καλλιτέχνης, παρ΄ότι διανύει το 94ο έτος της ηλικίας της.
Φυσικά είναι η Γιαγιόι Κουσάμα, που παρατηρεί τον κόσμο γύρω της φαινομενικά ανέκφραστη αλλά απόλυτα αναγνωρίσιμη, χάρις στην προκλητικά κόκκινη περούκα της. Μία πολύπλευρη δημιουργός με ανεξάντλητη φαντασία και αστείρευτη έμπνευση, διάσημη και αγαπητή για το πλούσιο καλλιτεχνικό της έργο, που έχει παρουσιαστεί στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου και στις σπουδαιότερες διεθνείς εκθέσεις.
Έχοντας μετατρέψει σε τέχνη τα όνειρα και τα οράματα που έβλεπε μικρή, θέλοντας να ξεφύγει από την πραγματικότητα, δημιούργησε γιγάντιες κολοκύθες, δωμάτια πλημμυρισμένα από πολύχρωμες κουκίδες, τα πασίγνωστα «Infinity Rooms» με τους καθρέφτες ενώ τα εκπληκτικά «Infinity Nets», που θεωρούνται από τα πιο συναρπαστικά έργα της αποτελούν τον θεμέλιο λίθο στην πρακτική της για πάνω από μισό αιώνα.
Η φωνή των λουλουδιών
Η Γιαγιόι Κουσάμα γεννημένη στην πόλη Ματσουμότο της Ιαπωνίας ονειρευόταν από μικρή να γίνει καλλιτέχνης αλλά το οικογενειακό της περιβάλλον καθόλου δεν ευνοούσε αυτήν την προοπτική. Οι γονείς της είχαν φυτώρια, γι΄αυτό και σ΄εκείνην άρεσε να ζωγραφίζει λουλούδια και κολοκύθες, τα παιδικά της χρόνια όμως, ήταν τραυματικά.
Η μητέρα της την αποθάρρυνε συστηματικά και μάλλον βίαια από τη ζωγραφική ενώ παράλληλα την υποχρέωνε να κατασκοπεύει τον πατέρα της, όταν συναντούσε τις ερωμένες του, κάτι που της δημιούργησε ως ενήλικη πια, μια αποστροφή στις ερωτικές σχέσεις.
Τα όνειρα έτσι, ήταν η μόνη της καταφυγή, καθώς με τη φαντασία της δημιουργούσε έναν κόσμο από συμπλέγματα, σχηματισμούς και σειρές από βούλες. Αυτά τα οράματα τα έχει περιγράψει η ίδια ως «αναλαμπές φωτός, αύρες ή πυκνά πεδία κουκκίδων». Περιελάμβαναν όμως και λουλούδια που είχαν φωνή, σχέδια που ζωντάνευαν και επενέβαιναν πάνω της.
Όπως θα έλεγε αργότερα, το 1954, για τον πίνακα της «Άνθος» (DSPS) «Μια μέρα κοίταζα τα κόκκινα λουλούδια του τραπεζομάντιλου σε ένα τραπέζι, και όταν σήκωσα το βλέμμα μου, είδα το ίδιο σχέδιο να καλύπτει την οροφή, τα παράθυρα και τους τοίχους, και τελικά απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο, στο σώμα μου και στο σύμπαν. Ένιωθα σαν να είχα αρχίσει να αυτοεξαφανίζομαι, να περιστρέφομαι στο άπειρο του αχανούς χρόνου, στο απόλυτου του χώρου και να μειώνομαι στο τίποτα. Καθώς συνειδητοποίησα ότι συνέβαινε στην πραγματικότητα και όχι μόνο στη φαντασία μου, τρόμαξα. Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω, μήπως μου στερήσει τη ζωή τα μάγια των κόκκινων λουλουδιών. Ανέβηκα τρέχοντας απελπισμένη τις σκάλες. Τα σκαλιά από κάτω μου άρχισαν να γκρεμίζονται και έπεσα από τις σκάλες στραμπουλώντας τον αστράγαλό μου»…
Τα δίχτυα του απείρου
Η τέχνη της Κουσάμα ήταν η απόδρασή της από την οικογένειά της, πριν όμως θα αναγκαζόταν να δουλέψει, σε ηλικία μόλις 13 χρονών σε στρατιωτικό εργοστάσιο, όπου έραβε αλεξίπτωτα για τον επερχόμενο πόλεμο. Πέρασε έτσι την εφηβεία της «κλεισμένη στο σκοτάδι», όπως έχει πει, μετά τον πόλεμο όμως, άρχισε να σπουδάζει την γιαπωνέζικη ζωγραφική Nihonga στο Κιότο, που γρήγορα ωστόσο, κατάλαβε ότι δεν την οδηγεί πουθενά.
Η «επανάστασή» αρχίζει από την δεκαετία του ΄50 στη Νέα Υόρκη κυρίως, όταν καλύπτει μεγάλες επιφάνειες, όπως τοίχους, δάπεδα και αργότερα διάφορα οικιακά αντικείμενα αλλά και γυμνούς βοηθούς (!) με βούλες, που γίνονται το σήμα κατατεθέν της δουλειάς της. Όσο για τα «δίχτυα απείρου», όπως αποκαλούσε τις επιφάνειες, που είναι καλυμμένες από μικρές κουκίδες είχαν την αφετηρία τους σ΄ένα σχέδιό της, του 1939, στο οποίο μια γιαπωνέζα με κιμονό –η μητέρα της– εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μέσα του.
Στα εικοσιοκτώ της πάντως είχε φτάσει η ώρα να πετάξει και με μια βαλίτσα στο χέρι εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου όλοι ήξεραν, ότι τα πάντα εκεί ήταν πιθανά. Και πράγματι η Γιαγιόι Κουσάμα απέκτησε σύντομα μεγάλη φήμη στην Αμερική για τους πίνακές της με τα μοτίβα από βούλες και τις μεγάλες ανάλαφρες κατασκευές της που αποτελούνταν από παραγεμισμένα κυλινδρικά σχήματα, αλλά και για τα μεγάλα μαλακά γλυπτά της – κατασκευές από παραγεμισμένο ύφασμα, με τις οποίες κάλυπτε καρέκλες, καναπέδες και βάρκες. Οι πουά δημιουργίες της ήταν ένας, ίσως ο μοναδικός, τρόπος να συλλογίζεται το άπειρο.
Η απογοήτευση
Παρ΄ότι όμως εδραίωσε γρήγορα τη φήμη της στο κίνημα της avant-garde, λαμβάνονται και επαίνους για το έργο της, δεν ήταν σε θέση να βγάλει τα χρήματα που πίστευε, ότι της άξιζαν ενώ δεν συνέβαινε καθόλου το ίδιο με άλλους ομότεχνούς της, όπως ο Άντι Γουόρχολ για παράδειγμα. Αντίθετα άλλοι καλλιτέχνες –μεταξύ αυτόν ο Γουόρχολ– γίνονταν διάσημοι κλέβοντας δικές της ιδέες, με την ίδια να βιώνει μια συμπεριφορά ρατσισμού και σεξισμού. Και ήταν τότε, που η ευαισθησία της την οδήγησε σε κατάθλιψη και απόπειρα αυτοκτονίας.
Το 1973 η Κουσάμα επέστρεψε στην Ιαπωνία με κακή υγεία, συνεχίζοντας παρ΄όλα αυτά να ζωγραφίζει και να γράφει σουρεαλιστικά μυθιστορήματα, διηγήματα και ποίηση.
Το πιο σημαντικό όμως ήταν, ότι το 1977 βρήκε στο Τόκιο έναν νοσοκομειακό γιατρό, που χρησιμοποιούσε την τέχνη για την θεραπεία ψυχικών ασθενειών. Η Κουσάμα μπήκε στο νοσοκομείο, έδειξε τη δύναμη που έκρυβε μέσα της και ισορρόπησε τον εαυτό της, ξανάγινε εξαιρετικά παραγωγική αλλά δεν ξανάφυγε από αυτό το προστατευμένο περιβάλλον.
Έκτοτε μένει μόνιμα στο νοσοκομείο από επιλογή ενώ κάθε πρωί περπατάει με τα πόδια ως το στούντιό της που βρίσκεται σε μικρή απόσταση για να δουλέψει. Αν δεν ήταν η τέχνη, θα είχα αυτοκτονήσει εδώ και πολύ καιρό», όπως έχει πει.
Η αναγνώριση
Από την Ιαπωνία η σπουδαία αυτή καλλιτέχνης ξεκίνησε μια καριέρα από την αρχή. Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 μεγάλες εκθέσεις της άρχισαν να γίνονται σ΄όλο τον κόσμο, όπως η ρετροσπεκτίβα της στην Νέα Υόρκη, ενώ ακολούθησαν το Παρίσι, η Ουάσινγκτον, οι σκανδιναβικές πρωτεύουσες, η Μπιενάλε της Βενετίας και το Χονγκ Κόνγκ, το Μουσέιο Γούιτνεϊ και η Τέιτ Μόντερν του Λονδίνου μεταξύ άλλων.
Το 2014 το έργο της White No. 28 του 1960 ήταν αυτό που πουλήθηκε στη δημοπρασία των Christie’s για 7,1 εκατ. δολάρια ενώ νωρίτερα, το 2008 ένας ακόμη πίνακας της σειράς Infinity Net Νο. 2 για 5,1 εκατ. δολάρια.
Σήμερα θεωρείται επισήμως η πιο επιτυχημένη εν ζωή καλλιτέχνης στο κόσμο, έχει άλλωστε και το δικό της Μουσείο Γιαγιόι Κουσάμα στο Τόκιο ενώ έχει λάβει άπειρα βραβεία. Στην Ελλάδα πάντως, τα παιδιά είναι τα τυχερά, αφού από τις εκδόσεις Μέλισσα κυκλοφορεί το βιβλίο «Γιαγιόι Κουσάμα: από εδώ μέχρι το άπειρο», γραμμένο από την Σάρα Σουζούκι, επιμελήτρια στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και εικονογραφημένο από την Έλεν Γουάινσταϊν.
Γεμάτο από τα έργα και την αισθητική της, διηγείται τη ζωή της μεγάλης καλλιτέχνιδας και μυεί τα παιδιά στην σύγχρονη τέχνη σε μια συνεργασία του ΜΟΜΑ με τη Μέλισσα.
Διαβάστε επίσης:
Χιλιάδες λεηλατημένα έργα τέχνης, που εντόπισαν γυναίκες
Η Τέχνη είναι γένους θηλυκού, αλλά οι γυναίκες απουσιάζουν από την Τέχνη
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Prosperty – Ελληνικό Κτηματολόγιο: Στρατηγική συνεργασία για την ψηφιακή αναβάθμιση της αγοράς ακινήτων
- Τα ορατά και μη ορατά της τέχνης – Έκθεση Νάκη Παναγιωτίδη στο Ίδρυμα Β&Ε Γουλανδρή
- Η Icon Energy (Ισμήνη Παναγιωτίδη): Διαθέτει ήδη δύο πλοία και 75 εκατ. δολάρια για επέκταση του στόλου της
- Ντόναλντ Τραμπ: Διορίζει τον εκλεκτό του Μασκ, Μπρένταν Καρ, επικεφαλής του ρυθμιστικού φορέα των τηλεπικοινωνιών