ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Την οραματίσθηκαν πάνω στον Κεραμεικό ως «Παντεχνείον», που θα ήταν ταυτόχρονα Πινακοθήκη και Σχολή Καλών Τεχνών.
Και αφού αυτό το σχέδιο ματαιώθηκε -ευτυχώς- την περιέφεραν επί έναν αιώνα σχεδόν, από κτήριο σε κτήριο της Αθήνας, αλλά και σε στρατώνα, ώσπου να βρει τη θέση της στο κεντρικό τρίγωνο των οδών Βασ. Κωνσταντίνου, Βασ. Αλεξάνδρου και Μιχαλακοπούλου.
Εκεί όπου η Εθνική Πινακοθήκη λειτούργησε επί 40 χρόνια περίπου, ενώ σε λίγο καιρό από τις 25 Μαρτίου, αναβαθμισμένη και με υπερδιπλάσιους πλέον τους λειτουργικούς της χώρους μπαίνει σε μια νέα εποχή.
Η διαδρομή όμως ως εδώ ήταν μια περιπέτεια με πολλές συγκινήσεις και επιτυχίες αλλά και πολλές ανατροπές και απογοητεύσεις. Η ιστορία της Εθνικής Πινακοθήκης, όπως παρουσιάζεται και μέσα από την διαδικτυακή εφαρμογή της με θέμα «Περιήγηση στην Αθήνα» αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ως μία ακόμη απόδειξη της δυσκολίας για την δημιουργία πολιτιστικών υποδομών στη χώρα.
Αμέσως μετά την δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, το 1836 ήταν, που ο βαυαρός αρχιτέκτονας Λέο φον Κλέντσε είχε εκπονήσει τη μεγαλειώδη μελέτη του για το «Παντεχνείον».
Έργα τέχνης τότε, ως συλλογή δεν υπήρχαν, με τον πρώτο πυρήνα της Πινακοθήκης να δημιουργείται πολύ αργότερα, το 1878 με 117 έργα Eλλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Λίγα χρόνια μετά, το 1896 ο νομικός και φιλότεχνος Αλέξανδρος Σούτσος άφησε με τη διαθήκη του, τόσο την συλλογή του όσο και την περιουσία του στο κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών».
Κι αυτή ήταν η πραγματική ώθηση για να αποκτήσει η χώρα Εθνική Πινακοθήκη, της οποίας η λειτουργία άρχισε με το νόμο της 10ης Απριλίου του 1900. Τρεις μήνες αργότερα θα αναλάμβανε την διεύθυνσή της ως έφορος, ύστερα από μετάκληση από το Μόναχο, ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης.
Στην Πινακοθήκη παραδόθηκαν τότε άλλα 258 έργα από τις συλλογές του Πολυτεχνείου και του Πανεπιστημίου ενώ μετά από έναν χρόνο προστέθηκαν και τα 107 της δωρεάς του Αλέξανδρου Σούτσου. Από τότε όμως αρχίζει και η πραγματική περιπέτεια για τη στέγασή της.
Η περιφερόμενη Πινακοθήκη
Αρχικά λοιπόν η Πινακοθήκη στεγάστηκε σ΄ έναν μικρό χώρο στο κεντρικό κτήριο του Πολυτεχνείου, όπου και έμεινε ως το 1941. Στο μεταξύ από νωρίς είχαν αρχίσει οι προσπάθειες για την απόκτηση δικής της στέγης. Το 1914 συγκεκριμένα, το δημόσιο παραχώρησε στην Εθνική Πινακοθήκη το οικόπεδο επί των οδών Ριζάρη και Βασ. Σοφίας, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το Πολεμικό Μουσείο, αλλά τότε υπήρχαν οι στρατώνες του Πυροβολικού.
Σχέδιο όμως, που δεν τελεσφόρησε, καθώς συνάντησε μεγάλη αντίδραση από τους στρατιωτικούς στους οποίους ανήκε, ενώ επιπλέον ήταν αδύνατον να βρεθούν τα χρήματα για να ανεγερθεί το κτήριο. Η υπόθεση έτσι ναυάγησε ενώ μια καινούργια προοπτική ανοιγόταν: Το 1926 ο τότε διευθυντής της Πινακοθήκης Ζαχαρίας Παπαντωνίου, έχοντας το κληροδότημα του Αλεξάνδρου Σούτσου θέλησε να αγοράσει το Ιλίου Μέλαθρον, όπου σήμερα στεγάζεται το Νομισματικό Μουσείο, έργο ως γνωστόν του αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ και κατοικία αρχικά του Σλήμαν.
Αυτό το κτήριο ήταν όμως εντελώς ακατάλληλο για να φιλοξενήσει έργα ζωγραφικής, έτσι και αυτό το σχέδιο ματαιώθηκε.
Η κατάσταση έμεινε λοιπόν ως είχε, δηλαδή μία Πινακοθήκη χωρίς δική της στέγη, ενώ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συλλογές της φυλάχθηκαν στις υπόγειες αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και στο θησαυροφυλάκιο της Τράπεζας της Ελλάδος. Με την λήξη του μεταφέρθηκαν στην Casa d’ Italia της Πατησίων, όπου σήμερα στεγάζεται Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο Αθηνών, στη συνέχεια το 1948 μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και το 1950 επέστρεψαν στην Casa d’ Italia!
Αλλά υπήρξε και συνέχεια, αφού το 1952 η Πινακοθήκη μετακόμισε στο πρώην υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας κι εκεί έμεινε ως το 1956. Κι επειδή οι στρατώνες του Πυροβολικού στην συμβολή Βασ. Σοφίας και Ριζάρη παρέμεναν ακόμη αναξιοποίητοι η Εθνική Πινακοθήκη μετεγκαταστάθηκε εκεί. Ο τότε διευθυντής μάλιστα Μαρίνος Καλλιγάς, έχοντας ως βασικό του στόχο την επίλυση του προβλήματος της μόνιμης στέγης, επανέφερε το θέμα της διεκδίκησης του οικοπέδου.
Παλιοί και νέοι διεκδικητές
Οι δυσκολίες όμως συνεχίσθηκαν. Τόσο από τους στρατιωτικούς που διεκδικούσαν πάντα το οικόπεδο όσο και από την αδυναμία εξεύρεσης πόρων για την οικοδόμηση του κτηρίου. Επιπλέον το ίδιο οικόπεδο είχε υποδειχθεί αρχικά από το υπουργείο Εξωτερικών στην Αμερικάνικη Πρεσβεία, που πάντως, όταν ενημερώθηκε σχετικά, το 1950, προτίμησε να μην το δεχθεί. Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τον Στρατό, στον οποίο ανήκε, όπως είπαμε. Χρειάστηκαν έτσι, έξι χρόνια σκληρής διαπραγμάτευσης για την λύση του ζητήματος υπέρ της Πινακοθήκης.
Και πάλι όμως η λύση δεν ήταν οριστική. Γιατί ενώ είχε εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση του έργου από το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτσου κι ενώ είχε γίνει ο πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός το 1956 -είχαν ξεκινήσει μάλιστα και οι εργασίες- η κυβέρνηση προκήρυξε διαγωνισμό για τη διαμόρφωση Πνευματικού Κέντρου στην ευρύτερη περιοχή.
Νέα ανατροπή, αλλά αυτή τη φορά η τελική, ήρθε με την χωροθέτηση της Πινακοθήκης, οριστικώς πλέον, στη σημερινή της θέση. Τον διαγωνισμό είχε κερδίσει η μελέτη των Παύλου Μυλωνά, Δημήτρη Φατούρου και Νίκου Μουτσόπουλου (στη συνέχεια αποχώρησε) και το αρχιτεκτονικό σχέδιο ήταν εμπνευσμένο από το διεθνές μοντέρνο κίνημα, συγκεκριμένα του μπρουταλισμού, καθώς και από το έργο του μεγάλου αρχιτέκτονα Λε Κορμπυζιέ.
Η θεμελίωση του κτηρίου έγινε το 1964, μετά από πολλές καθυστερήσεις ενώ στην αναγκαστικά νέα μελέτη συμμετείχε και ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Αντωνακάκης. Το πρώτο, διώροφο τμήμα του ολοκληρώθηκε το 1968 ενώ το δεύτερο τριώροφο το 1976. Η Αθήνα είχε επιτέλους την Εθνική Πινακοθήκη της στην οποία φιλοξενήθηκε η μόνιμη έκθεση των συλλογών της ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν και πολλές μεγάλες εκθέσεις σε συνεργασία με ξένα ιδρύματα.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως η ανάγκη εκσυγχρονισμού αλλά και επέκτασης ήταν επιβεβλημένη. Για την Εθνική Πινακοθήκη έτσι ανοίγει τώρα ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της. Αποκτά λειτουργικούς χώρους 20.760 τ.μ. πρόσθετους εκθεσιακούς χώρους 2.230 τ.μ. , σύγχρονες αποθήκες έργων τέχνης, αμφιθέατρο 350 θέσεων, χώρο εκπαιδευτικών προγραμμάτων και όλα τα άλλα που απαιτούνται. Τα υπόλοιπα θα τα δούμε όλοι με τα εγκαίνιά της.
Διαβάστε επίσης:
«Πέρα από τη θάλασσα» στο Μουσείο Μπενάκη – Διαδικτυακή επίσκεψη στο έργο του Αλί Μπανισάντρ
Επέτειος 1821 και παιδικό βιβλίο: Οι συναρπαστικές, νέες εκδόσεις
Μνημείο το εργαστήρι όπου η κεραμίστρια Ελένη Βερναδάκη δημιούργησε αριστουργήματα