ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
«Δεν ξέρω καλύτερη λύση από το να παντρευτώ την Κοντστάντσε αύριο το πρωί – σήμερα αν είναι δυνατόν». Στα τέλη του καλοκαιριού του 1782, ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ απευθύνεται με επιστολή του σε μία έμπιστη φίλη του για να ζητήσει συμβουλές, προκειμένου να αντιμετωπίσει ένα διαφαινόμενο σκάνδαλο: Είναι αρραβωνιασμένος με την 19χρονη Κοντστάντσε Βέμπερ, κόρη της σπιτονοικοκυράς του, η οποία όμως τον κατηγορεί, ότι δεν της φέρεται αξιοπρεπώς, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η φήμη της.
Απειλεί λοιπόν, να του στείλει την αστυνομία, καθώς υποψιάζεται, ότι η κόρη τη περνάει τις νύχτες μαζί του.
Και κάτι τέτοιο δεν ήταν απλώς αμαρτία για την βιεννέζικη κοινωνία του 18ου αιώνα, ένα στίγμα που ήταν ικανό να καταστρέψει ένα κορίτσι, αλλά ήταν και αδίκημα, για το οποίο ο παρανομών θα μπορούσε να συλληφθεί.
Ο Μότσαρτ λοιπόν απευθύνεται στη βαρόνη Μάρθα Ελίζαμπεθ φον Βαλντστάτεν, ευεργέτιδά του, ζητώντας επειγόντως συμβουλές, ώστε επ΄ουδενί να βλάψει την αγαπημένη του. Αυτή η συγκινητική, ιδιόχειρη επιστολή του, πρόκειται να δημοπρατηθεί στο Λονδίνο σε λίγες μέρες, στις 6 Ιουλίου από τον οίκο Christie’s με εκτίμηση από 350.000 έως 580.000 ευρώ.
Κι όλος ο παρορμητισμός, η απελπισία αλλά και ο έρωτας του Μότσαρτ ξεδιπλώνονται σε μερικές λέξεις. Παράλληλα όμως, αποκαλύπτεται κι ο χαρακτήρας του, που δεν ήταν μόνον ένας παθιασμένος και ζωηρός νέος αλλά και αξιοπρεπής άνδρας.
Χείρα βοηθείας
Όταν ο Μότσαρτ αρραβωνιάστηκε την Κοντστάντσε, έφυγε από το σπίτι της μέλλουσας πεθεράς του, για λόγους ευπρέπειας. Ωστόσο οι δύο ερωτευμένοι δεν είχαν πάψει να βλέπονται, έτσι οι υποψίες της φράου Βέμπερ ήταν απολύτως βάσιμες.
Γιατί η σχέση του με την Κονστάντσε ήταν εντελώς παράνομη. Στην επιστολή του λοιπόν, προς την προστάτιδά του, αφού αναφέρει αρχικά τις ανησυχητικές ειδήσεις, που του είχε φέρει μία υπηρέτρια της πεθεράς του περί της αστυνομίας, γράφει:
«Δεν πιστεύω, ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, καθώς θα ισοδυναμούσε με πορνεία για όλη την οικογένεια. Ίσως είναι απλώς μια πρόφαση για να την πάρει σπίτι». Και στη συνέχεια αναρωτιέται: «Επιτρέπεται στην αστυνομία να μπαίνει σε οποιοδήποτε σπίτι; Αν μπορεί να συμβεί πραγματικά, τότε δεν ξέρω καλύτερη λύση από το να παντρευτώ την Κονστάντσε αύριο το πρωί -σήμερα αν είναι δυνατόν.
Γιατί δεν θέλω να εκθέσω την αγαπημένη μου σε αυτή τη ντροπή. Κι αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν είναι γυναίκα μου. Σας ζητώ την ευγενική σας συμβουλή και να προσφέρετε μια χείρα βοηθείας σε εμάς τα φτωχά πλάσματα».
Η βαρόνη εξάλλου από τη μεριά της ήταν το τέλειο άτομο για να προσφέρει βοήθεια. Μια πλούσια γυναίκα γύρω στα τριάντα, λαμπερή, σοφιστικέ, μουσικός και χωρισμένη από τον σύζυγό της, είχε πάρει υπό την προστασία της τον Μότσαρτ και την Κονστάντσε.
Όταν, για παράδειγμα, ο Μότσαρτ ανέφερε. ότι του άρεσε ένα συγκεκριμένο κόκκινο σακάκι, που είχε δανειστεί, προκειμένου να ποζάρει για ένα πορτρέτο του, η Μάρθα Ελίζαμπεθ του αγόρασε ένα πανομοιότυπο ως δώρο-έκπληξη.
Η απαγωγή από το σεράι
Εκτός από τις συμβουλές δηλαδή, ήταν χρήσιμη και σε ρεαλιστικό επίπεδο, έτσι τις στιγμές, που η Κονστάντσε εύρισκε ανυπόφορη τη ζωή κοντά στην μητέρα της, η βαρόνη την προσκαλούσε να μείνει στην κατοικία της.
Φαινομενικά μάλιστα, η Κονστάντσε ήταν φιλοξενούμενη στο σπίτι της, την ημέρα που ο Μότσαρτ έγραψε αυτό το παράφορο γράμμα.
Σε κάθε περίπτωση η Μάρθα Ελίζαμπεθ χρησιμοποιούσε την αριστοκρατική θέση ως μανδύα σεβασμού για τους γύρω της, προκειμένου να αντιμετωπίζει τις ριψοκίνδυνες σχέσεις των δύο ερωτευμένων.
Στο μυαλό του Μότσαρτ όμως, εκείνες τις αυγουστιάτικες μέρες, εκτός από την βιασύνη του να παντρευτεί. Μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 16 Ιουλίου, έκανε με την πρώτη του ολοκληρωμένη, γερμανική όπερα το ντεμπούτο του στο Burgtheater της Βιέννης.
Ήταν «Η απαγωγή από το σεράι», που είχε άμεση επιτυχία, γεγονός που του έδωσε λόγο να πιστεύει, ότι η καριέρα του επρόκειτο να απογειωθεί, με νέους και προσοδοφόρους τρόπους.
Ήρωες όπερας
Στο μεταξύ όμως, ούτε ο πατέρας του αποδεχόταν τον αρραβώνα του με την Κονστάντσε. Ο σνομπ και αδιάλλακτος Λέοπολντ Μότσαρτ αρνιόταν επί μήνες την πιθανότητα ενός γάμου του γιου του αλλά και από την πλευρά της Κονστάντσε υπήρχε πρόβλημα, καθώς είχε έναν επίσημο κηδεμόνα, τον Γιόχαν φον Τόρβατ, ο οποίος λειτουργούσε ως ένα είδος συμβούλου της χήρας, φράου Βέμπερ.
Αυτός μάλιστα θεωρούσε τον Μότσαρτ ως έναν ρηχό, νεαρό άνδρα, έναν απατεώνα εν εξελίξει! Έτσι, όταν ο Βόλφγκανγκ και η Κονστάντσε ανακοίνωσαν τον έρωτά τους, ο Τόρβατ παρουσίασε στον Μότσαρτ ένα συμβόλαιο που έλεγε, ότι αν δεν την παντρευόταν εντός τριών ετών, θα έπρεπε να της πληρώνει ισόβια πρόσοδο 300 φλορίνια. Και ότι, αν δεν υπέγραφε, δεν θα του επιτρεπόταν να την ξαναδεί.
Παρά το εξωφρενικό του πράγματος ο Μότσαρτ έβαλε ευχαρίστως το όνομά του σε αυτή την περίεργη συμφωνία πριν το γάμο. Αλλά όταν η Κονστάντσε το άκουσε, έπιασε το έγγραφο και το έσκισε με μία θεατρική κίνηση, από πάνω ως κάτω, μπροστά στα μάτια της μητέρας της.
Είπε ότι γνώριζε, πως οι προθέσεις του Μότσαρτ απέναντί της ήταν έντιμες και δεν χρειαζόταν σκληρή, νομική επικύρωση του γεγονότος.
Κάτι που ευχαρίστησε φυσικά τον ερωτευμένο Μότσαρτ αλλά είναι άγνωστο αν σκέφτηκε, ότι όλη αυτή η κατάσταση – ο μπερδεμένος, ερωτευμένος νεαρός ήρωας, ο ξινός και αποδοκιμαστικός πατέρας, η πονηρή πεθερά, ο κωμικά ψυχρός φύλακας, η αρραβωνιασμένη νύφη της οποίας η αρετή βρίσκεται σε κίνδυνο και τέλος η αριστοκρατική νεράιδα νονά- θα μπορούσε να βρίσκονται στην πλοκή μιας δικής του όπερας.
Ο έρωτας νικά
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και η Κονστάντσε Βέμπερ παντρεύτηκαν τελικά, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη, στις 4 Αυγούστου 1782. Με την βαρόνη να παραθέτει γενναιόδωρα ένα γαμήλιο πρωινό για την αγαπημένη της ιδιοφυΐα και τη νύφη.
Ο Μότσαρτ έγραψε στον πατέρα του την παραμονή, ζητώντας την ευλογία του, παρ΄ότι δεν περίμενε απάντηση αλλά τελικά η απρόθυμη συγκατάθεση του Λέοπολντ Μότσαρτ έφτασε στο πόστο την επόμενη μέρα της τελετής.
Όσο για την φράου Βέμπερ περίμενε από τους νεόνυμφους να ζήσουν μαζί της και να πληρώνουν ενοίκιο (!) αλλά εκείνοι ήταν ανένδοτοι, δηλώνοντας ότι θα έφτιαχναν ένα σπίτι μόνο για τους ίδιους.
Και γεγονός είναι, ότι στα χρόνια που ήταν μαζί οι δυο τους, ήταν πάντα ερωτευμένοι. Ο Μότσαρτ δεν ήταν από εκείνους τους καλλιτέχνες που απαιτούν σιωπή και μοναξιά για να δουλέψουν, το αντίστροφο.
Χαιρόταν να συνθέτει μέσα σε ένα φασαριόζικο νοικοκυριό, ενώ τα παιδιά του έπαιζαν στα πόδια του. Και αν επικρατούσε ησυχία κατά λάθος – μέσα στη νύχτα, ας πούμε -η Κονστάντσε θα έμενε ξύπνια και θα του διάβαζε παραμύθια, όπως είχε γράψει η ίδια.
Διαβάστε επίσης:
Μια χιτσκοκική ηρωίδα με τα κοσμήματα της νέας σειράς του Cartier
Ο Ιντιάνα Τζόουνς, ο αρχαιότερος υπολογιστής του κόσμου και το ταξίδι στο χρόνο
Ο μαύρος και ο λευκός Πικάσο – Ένα τολμηρό πορτρέτο για 7,5 εκατ. ευρώ