Μια γυναίκα δημιουργική, με δυναμική παρουσία και προσφορά σημαντική στον πολιτισμό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο η σύζυγος και μητέρα, που στεκόταν πάντα όρθια για την οικογένειά της ήταν η Αιμιλία Γερουλάνου, που έφυγε χθες από τη ζωή.

Πλήρης ημερών αλλά και δράσης, με ιδιαίτερη καλλιέργεια αλλά και αντίληψη των αλλαγών στην κοινωνία, στις τέχνες και τον πολιτισμό γενικά ανήκε στην κατηγορία  των ανθρώπων –των γυναικών καλύτερα- που δεν επαναπαύονται στις όποιες οικογενειακές δάφνες τους αλλά χαράσσουν τους δικούς τους δρόμους.

 Ο δικός της την οδήγησε στην Αρχαιολογία και δη στο Βυζάντιο και οι γνώσεις που απέκτησε, αποδείχθηκαν πολύτιμες, όταν βρέθηκε στο Μουσείο Μπενάκη –το μουσείο που ίδρυσε ο παππούς της Αντώνης Μπενάκης. Την οδήγησε επίσης στην υιοθέτηση νέων –για την Ελλάδα- τρόπων προσέγγισης του πολιτισμού με την δημιουργία του πρώτου φωτογραφικού αρχείου στη χώρα αλλά και στην καθιέρωση των πρώτων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Και ακόμη ως την ενασχόληση με τα κοινά, από τη θέση της δημοτικής συμβούλου στην Αθήνα.

Σύζυγος του Μαρίνου Γερουλάνου, επιχειρηματία, μητέρα του πολιτικού Παύλου Γερουλάνου, της Ειρήνης που βρίσκεται σήμερα στο τιμόνι του Μουσείου Μπενάκη από τη θέση της προέδρου, της Μαρίνας με τις εντυπωσιακές σπουδές στην Αμερική και την αφοσίωση στην προστασία της φύσης και της πολυταλαντούχας Δέσποινας, που έφυγε αδόκητα από τη ζωή πριν από μήνες, η Αιμιλία Γερουλάνου φθάνοντας ως την ηλικία των 90 χρονών είχε διαγράψει μία πορεία μέσα στον πολιτισμό και σε μια στενά δεμένη οικογένεια.

Η Αιμιλία Γερουλάνου με τον Παύλο Γερουλάνο
Η Αιμιλία Γερουλάνου με τον Παύλο Γερουλάνο

Μια δυνατή πορεία

Γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν κόρη του Παύλου Καλλιγά, συνεργάτη του Ελευθέριου Βενιζέλου –δισεγγονή έτσι, του πολιτικού Παύλου Καλλιγά  και ανιψιά του βυζαντινολόγου Μαρίνου Καλλιγά-  και της Ειρήνης Μπενάκη, που ήταν εγγονή του Αντώνη Μπενάκη. Έχασε από πολύ μικρή τον πατέρα της αλλά μεγάλωσε σε ένα σπίτι ανοιχτό, κοντά σε ενδιαφέροντες ανθρώπους, όπως τον Τσαρούχη, τον Μόραλη, τον Χορν, τον Κατσίμπαλη. Φοίτησε στο Αμερικάνικο Κολλέγιο και στη συνέχεια σπούδασε στη Φιλοσοφική του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ ένα χρόνο μετά την αποφοίτησή της, την κάλεσε ο Μανόλης Χατζηδάκης, διευθυντής τότε του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου  να δουλέψει στην ομάδα του, που ετοίμαζε για το 1964 την μεγάλη Βυζαντινή Έκθεση του Ζαππείου.

Ήταν η πρώτη ενασχόλησή της με τα βυζαντινά και όχι η τελευταία, παρ’ ότι η χούντα εκδίωξε από το Βυζαντινό Μουσείο όλη την ομάδα του Χατζηδάκη και τον ίδιο φυσικά.  Ως τότε δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα το Μουσείο Μπενάκη, όπως έχει πει, από τη στιγμή όμως, που εντάχθηκε στο δυναμικό του, γιατί αυτή ήταν η επόμενη κίνησή της, βρήκε τη φυσική της στέγη. To 1985 θα γινόταν υποδιευθύντρια του μουσείου, το 2000 μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και το 2005 πρόεδρος, θέση την οποία κράτησε ως το 2018, όταν παρέλαβε τη σκυτάλη η κόρη της Ειρήνη Γερουλάνου.

Όπως είχε πει όμως η ίδια σε συνέντευξή της ήταν μια θέση διαχειριστική, που δεν της ταίριαζε, αλλά ήταν απαραίτητο να την αναλάβει, αφού η οικονομική κρίση στην Ελλάδα είχε πλήξει και τα μουσεία.

Αιμιλία και Μαρίνος Γερουλάνος
Αιμιλία και Μαρίνος Γερουλάνος

Καινοτόμες ιδέες

Στο μεταξύ, υλοποιώντας μια ιδέα του Μανόλη Χατζηδάκη είχε δημιουργήσει το Φωτογραφικό Αρχείο του μουσείου, το οποίο σήμερα έχει φτάσει να καλύπτει τον ελληνικό πολιτισμό αλλά και την ιστορία και κοινωνία του νεότερου Ελληνισμού  περιλαμβάνοντας 300.000 αρνητικά και 25.000 πρωτότυπες φωτογραφίες του 19ου και του 20ου αιώνα με όλα τα μεγάλα ονόματα του χώρου.

Ενώ όταν για πρώτη φορά οργάνωσε, το 1979 σε συνεργασία με το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών –των οποίων είχε διατελέσει πρόεδρος- ένα πρόγραμμα εκπαιδευτικό για παιδιά του σχολείου έφερε μια μικρή επανάσταση στις έως τότε αντιλήψεις, αποδεικνύοντας πόσο ευχάριστα και δημιουργικά μπορεί να είναι τα μουσεία για τους νέους. Σήμερα άλλωστε κάθε μουσείο έχει ενταγμένα εκπαιδευτικά προγράμματα στις δράσεις του.

Και σαν να μην έφθαναν αυτά, το 1990 την βρήκε  εκλεγμένη δημοτική σύμβουλο στο πλάι του Αντώνη Τρίτση σ’ εκείνη την ιστορική νίκη του στο δήμο Αθηναίων με αντίπαλο τη Μελίνα Μερκούρη. «Τον συμπαθούσα, τον πίστευα και για χάρη του μπήκα σ’ αυτή την περιπέτεια», έλεγε αργότερα για τον ίδιο.

Η συγγραφική δραστηριότητα

Χρόνος πάντως, έμεινε και για συγγραφή, κυρίως με την εξαίρετη μονογραφία «Διάτρητα. Τα διάτρητα χρυσά κοσμήματα από τον 3ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ.», μια έρευνα πάνω στην παραγωγή χρυσών κοσμημάτων με διάτρητο διάκοσμο με περισσότερα από 600 παραδείγματα, που φυλάσσονται σε μουσεία και συλλογές ανά τον κόσμο. Η ίδια συμμετείχε και στον συλλογικό τόμο «Ελληνικά κοσμήματα. Από τις συλλογές του Μουσείου Μπενάκη» (1999), όπως και στον τόμο «Βυζάντιο 330-1453», που εκδόθηκε στο πλαίσιο της ομώνυμης έκθεσης, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο (2008-2009), μια συνεργασία της Royal Academy of Arts με το Μουσείο Μπενάκη.

Ένα ακόμη βιβλίο της, τέλος, με τίτλο «Η σκηνή του Μη μου Άπτου όπως εμφανίζεται σε Βυζαντινά μνημεία και η μορφή που παίρνει στον 16ο αιώνα» έρχεται από πολύ μακριά, από το 1963 με την υπογραφή Αιμιλία Καλλιγά Γερουλάνου.

«Έχω μια έλλειψη φόβου», έλεγε σε συνέντευξή της, σχολιάζοντας η ίδια την αισιοδοξία με την οποία αντιμετώπιζε τις δυσκολίες, τις αντίξοες συνθήκες, που μπορεί να κάνουν κάποιον να χάσει το κουράγιο του. «Ο καημένος ο Άγγελος ο Δεληβορριάς λέει, ότι το μεγαλύτερο δώρο του μουσείου είναι η αισιοδοξία της Αιμιλίας», όπως ανέφερε πριν από χρόνια, για τον εμβληματικό διευθυντή του Μπενάκη που έχει φύγει κι αυτό πια από τη ζωή.