Η Ελένη Σαραντίτη, ένας «θησαυρός γνώσεων» για όσους τη γνωρίζουν καλά, γυρίζει σελίδα.

Ύστερα από είκοσι τρεις εκδόσεις και πάνω από σαράντα χιλιάδες αντίτυπα σε πωλήσεις, Ο Κάβος του Αγίου Αγγέλου αλλάζει εκδοτικό οίκο. Από τον Καστανιώτη, μεταγραφή στον Πατάκη. Εγκαινιάζοντας το πρώτο τιράζ μόλις πριν από δύο μήνες.

Το γνωστό και ευπώλητο βιβλίο της ανοίγει τα πανιά του για νέους αναγνώστες με ανανεωμένη όψη. Ήδη διαγράφει δυναμική πορεία και από το νέο του σπίτι.

Αυτό που με ωθεί να μιλώ ή να ονειρεύομαι

Αλλά πώς ξεκίνησαν όλαν για τη βραβευμένη συγγραφέα και δημοσιογράφο; Γράφει εδώ και πενήντα χρόνια, με την ίδια επιτυχία. Μιλάει για αυτή τη σχέση ζωής, με τον ίδιο χειμαρρώδη τρόπο:

«Είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που με ωθεί να μιλώ. Ή να ονειρεύομαι», ομολογεί.

«Νομίζω, και αυτό σας το λέω ειλικρινώς, είναι όπως όταν πίνω το νεράκι το κρύο. Ή όπως συνομιλώ με τους φίλους και συγγενείς. Εάν με εννοείτε, είναι μία έκφραση ψυχής που χρησιμοποιεί το λόγο να διηγηθεί αυτά που θέλει. Αυτά που την θέλγουν και τη χαροποιούν, αλλά και αυτά που την προβληματίζουν ή την καταπονούν».

Παραμύθια από τη θάλασσα και την παράδοση

Όλα ξεκίνησαν λοιπόν σε πολύ μικρή ηλικία.

«Έγραφα από μικρή. Και από μικρή ενσάρκωνα τα όνειρά μου. Αφότου πήρα στα χέρια μου το πρώτο βιβλίο, μαγεύτηκα. Απομονωνόμουν και το σκεπτόμουν. Δεν ήταν δα και πολλά τα βιβλία που έφθαναν μέχρι τη μικρή μας πόλη, την Νεάπολη Λακωνίας… Δύσκολοι καιροί. Δεκαετία του 1950. Ποιος να στραφεί στα βιβλία; Εντούτοις, η οικογένειά μου, τα αδέλφια μου- όλα μεγαλύτερα- φρόντιζαν και με προμήθευαν. Έβλεπαν τη δίψα μου, το αχαλιναγώγητο των ονείρων μου. Όταν μου έφερναν τα πρώτα βιβλία από την πρωτεύουσα, δεν έβγαινα στη γειτονιά να παίξω με τα άλλα παιδιά. Έσφιγγα στο στήθος το βιβλίο μου και γελούσα ή έκλαιγα- αναλόγως…

Αλλά-το κυριότερο- υπήρχαν τα λαϊκά παραμύθια του τόπου μας. Στα νυχτέρια εργασίας των γυναικών-το χειμώνα- έτρεχα και γλιστρούσα σαν το χέλι και άκουγα για αγάπες απέθαντες και για παλικάρια γενναία και για ορφανά που δικαιώθηκαν. Ονειρευόμουν όταν ξάπλωνα. Μα και όταν ξυπνούσα».

Έπειτα ήταν και ο ναυτικός πατέρας μας με την ωραία και χρωματιστή λαλιά, την ανείπωτη φαντασία που μας έφερνε παραμύθια από τους ξένους τόπους. Δεν τον χορταίναμε. Ήταν και της μάνας μας τα παραμύθια και τα δημοτικά τραγούδια φερμένα από τον τόπο της (την Αιτωλοακαρνανία). Θυμάμαι με νανούριζε με τον “Αητό” μα και με του μέγιστου ποιητή μας, του Σολωμού, τα ποιήματα και το μελοποιημένο “Η ξανθούλα” ή “Ποια είναι εκείνη που κατεβαίνει…».

Στα δέκα εννιά της εκδόθηκε η πρώτη της συλλογή με διηγήματα. Έπειτα, Ο Κήπος με τα Αγάλματα προέκυψε από την απώλεια αγαπημένων προσώπων και από μνήμες παιδικής ηλικίας.

Η ιστορία της έγινε τηλεοπτικό σίριαλ («ξεκουράστηκε η ψυχή μου γιατί αυτό ήταν ένας φόρος ψυχής στα πολυαγαπημένα μας πρόσωπα που είχαν κληθεί στα χέρια του θεού…», παρατηρεί σήμερα.

«Από τότε δεν σταμάτησα να γράφω. Ασφαλώς και να ονειρεύομαι. Οπωσδήποτε. Και να αγαπώ. Τους ανθρώπους. Τη φύση. Τη φιλία. Την ιστορία, το παρελθόν μας και τη λαμπρότητά του. Το διάβασμα. Τη δημιουργία».

 Στον θρυλικό κάβο

Στον Κάβο του Αγίου Αγγέλου, η Ελένη Σαραντίτη μεταφέρει τον αναγνώστη της στο μακρινό 1902, στη Νεάπολη Λακωνίας (τη γενέτειρά της).

Ο Χρόνος ο λογοτεχνικός πηγαίνει προς τα πίσω. Φτάνει στα Ορλωφικά, φωτίζει αποσιωπημένες μορφές.

Τόπος, το ανεμοδαρμένο αρκωτήρι του Καβομαλιά που οι Ενετοί ονόμασαν Κάβο του Αγίου Αγγέλου.

Μάχες, έρωτες, ναυάγια, αποχωρισμοί, απώλειες, καημοί και φθόνος -όλα τα ανθρώπινα πάθη σκάνε μαζί με τα φουρτουνιασμένα κύματα στους βράχους του θρυλικού κάβου.

«Από τον αγώνα του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος»

Χαρακτήρες επεξεργασμένοι με εξαιρετική πλαστικότητα, όπως η κόρη του επιβλητικού πρωτοκλέφτη του Μοριά (Ζαχαρία Μπαρμπιτσιώτη), Κωνσταντία.

Αντλεί τους χαρακτήρες της «από τα αισθήματα που νιώθω να μεγεθύνονται μέσα μου, από ιστορίες ανθρώπινες και σεμνές, από την Ιστορία». (Και όχι μόνο της Ελλάδας αφού έγραψε προ ολίγων ετών τη ιστορία των Βίκινγκς στο επίσης ευπώλητο Οι άνθρωποι του Βορρά, Βίκινγκς).

Και συνεχίζει: «Από αγάπες και λησμονιές, από όνειρα παιδιών και ενηλίκων, από μνήμες του τόπου μου, από ταξίδια. Και από τους ξενιτεμένους μας που πόνεσαν κα μάτωσαν τα πρώτα χρόνια στις άγνωρες πολιτείες· και από τον καημό τους. Και από τον αγώνα του ανθρώπου να παραμείνει άνθρωπος κόντρα στις κακουχίες και στους λυσσαλέους καιρούς. Κάποτε και από έρωτες. Άλλοτε και από την πολιτική. Ή την προσφυγιά. Γενικώς από την ζωή, όπως την διαβαίνουμε και όπως μας πονά και την πονούμε».

Πολυφωνικό αφήγημα

Η Ελένη Σαραντίτη στήνει στον Κάβο του Αγίου Αγγέλου μία πολυφωνική και πολυπρόσωπη τοιχογραφία, που προσομοιάζει τη ζωντάνια της θεατρικής σκηνής.

Η κοινωνική ματιά αποτυπώνεται στη δράση με διαύγεια και συνείδηση της Ιστορίας. Οι αριστοκράτες και οι βιοπαλαιστές βρίσκουν το ρόλο τους και διαπλέκονται στο πολυεπίπεδο αφήγημα. Η Ελένη Σαραντίτη πέρασε μέσα από υφάδι της ιστορίας το στημόνι της ανθρωπιάς.

Ξεχωρίζουν τέσσερις δυναμικές πρωταγωνίστριες: Η Ρουθ, η Πελαγία, η Αγγελική και η Ευγενία.Η Ελένη Σαραντίτη εμπλουτίζει το αφήγημά της με μουσικότητα και αυθεντικό λυρισμό.

Τις ενώνει το ενθύμιο ενός ανεκπλήρωτου έρωτα: το πολύτιμο περιδέραιο από ελεφαντόδοντο, που αγόρασε, παραμονές της Επανάστασης, ο πολυταξιδεμένος Μονεμβασιώτης Θεόδωρος Μαργέτης σε παζάρι του μακρινού Κολόμπο.

Η φαντασία και ο ρεαλισμός πυκνώνουν στο κείμενό της με τρόπο αξεδιάλυτο.

Ενώ ο ηρωισμός αναδεικνύεται ολοένα και πιο έντονος μέσα από την επιβίωση στην κοινότοπη καθημερινότητα.

Ελένη Σαραντίτη

«Αγαπώ τους ανθρώπους»

Σήμερα, γιαγιά δύο μεγάλων παιδιών, δηλώνει ότι «αγαπάω τους ανθρώπους που είναι καλοί». Και αφιερώνει το βιβλίο στα εγγόνια της.

Έχει γράψει έξι μυθιστορήματα, καθώς και βιβλία για παιδιά και εφήβους.

Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο για το εφηβικό μυθιστόρημα Κάποτε ο κυνηγός (1η έκδοση  Καστανιώτης, 1996, 2η έκδοση Πατάκης, 2022). Το ίδιο βιβλίο κέρδισε τον Έπαινο της UNESCO σε παγκόσμιο διαγωνισμό.

Έχει επίσης τιμηθεί με Βραβείο Εφηβικής Λογοτεχνίας από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (για το εξαιρετικό Η Χαρούλα στους εφτά ουρανούς) το 2014 και με Βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων (για το Ποθητή, Χρόνια σαν τη φωτιά) το 2002.

Έχουν μεταφερθεί στην τηλεόραση συνολικά τρία βιβλία της.

Δίδαξε παιδική λογοτεχνία στη Λεόντειο Σχολή.

Η Ελένη Σαραντίτη υπήρξε επί σειρά ετών (είκοσι επτά χρόνια) κριτικός βιβλίου στην Ελευθεροτυπία.

Συνεργάστηκε επίσης με Τα Νέα, Το Βήμα, τον Ριζοσπάστη και την Καθημερινή.

Εδώ και δέκα συνεργάζεται με το ηλεκτρονικό περιοδικό βιβλίου και τέχνης diastixo.gr και ενίοτε με το Bookbar.gr. Εκεί έχουν αναρτηθεί κείμενά της από επισκέψεις σε σπίτια-μουσεία αγαπημένων συγγραφέων ανά τον κόσμο.

Τα μυθιστορήματά της αποκαλεί «άρτο της ψυχής και του νου».

Αλλά διευκρινίζει ότι «δεν διαφέρει το ύφος και η διαδικασία της συγγραφής που κρατώ στα βιβλία μου από τη δημοσιογραφική μου γραφή».

«Ένα θρόισμα από το μέλλον»

Αυτή η εμπνευσμένη πέννα, κείμενο που αναπνέει, με γοητευτικό, χαρακτηριστικά ποιητικό ύφος, θα αναδειχθεί και στο νέο της βιβλίο.

Ένα δοκίμιο για τα πουλιά της ελληνικής υπαίθρου, που περιγράφει όλα τα είδη: Από το Σπουργίτι μέχρι τον Κορυδαλλο, τον Κοκκινολαίμη, την Καρδερίνα, το Περιστέρι, τα Αηδόνια, μεταξύ πολλών άλλων.

Έχει συγκεντρώσει στοιχεία από την αρχαιότητα, τους μύθους, τα δημοτικά τραγούδια, τα πανηγύρια που τα χόρεψαν, ποιοι τα τραγούδησαν…. «Μου έδωσε μια ανάσα ψυχής, ένα θρόισμα», επισημαίνει. Παράμενει μέλος της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας. 

Ο Κοκκινολαίμης

«Μου λείπουν»

Η Ελένη Σαραντίτη αποδεικνύεται πολυγραφότατη. Τρέφεται από τα βιβλία αλλά και από την ασίγαστη περιέργειά της, το ενδιαφέρον της για την ίδια τη ζωή.

«Όταν τελειώνω ένα βιβλίο, μου λείπει. Περπατώ κατά μήκος της θάλασσας και αναπολώ τους χαρακτήρες μου. Πώς να αφήσω αυτό που είχα και να πιάσω αμέσως κάτι άλλο; Με τον Κάβο έζησα τρία χρόνια και δύο μήνες. Στη Θυσία του Λεωνίδα, γράφω για τη νύχτα πριν πεθάνει, θυμάται όλη τη ζωή του. Θυμάται τη θνητή του ζωή. Πώς αγάπησε τη γυναίκα του, πώς αγάπησε το παιδί του…».

Βυθίζεται στη συγγραφή, στους χαρακτήρες της, «ζω άλλες ζωές. Όχι ότι δεν μου αρέσει η ζωή που ζω, έχω μια καλή οικογένεια… Αλλά αυτά είναι πολύτιμα. Δεν θα τα γνώριζα αλλιώς».

Ο άνθρωπος είναι αδελφός μου, από όπου και αν προέρχεται

Αναρωτιέται κανείς, τέλος, εάν τα βιβλία της πηγάζουν από βιώματα και στοιχεία αυτοβιογραφικά.

«Ω, ναι. Αλλά όχι πάντα. Δεν είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου», απαντά αποστομωτικά.

Και ύστερα συνεχίζει με τόνο φιλοσοφικό: «Δεν πείνασα. Δεν εγκαταλείφθηκα. Δεν έζησα πολέμους και πείνες. Ορφάνιες. Εντούτοις γράφω γι’ αυτά διότι είμαι συμμέτοχη στη ζωή. Διότι ο άνθρωπος, από όπου και αν προέρχεται, όποια και να ‘ ναι η πατρίδα του, αδελφός μου είναι. Έμαθα, χάρη στην οικογένειά μου, χάρη στους φίλους, χάρη στα βιβλία, ότι είμαστε ένα. Και συχνά θυμάμαι τους στίχους του Άγγλου θεολόγου και ποιητή, κυριοτέρου εκπροσώπου της μεταφυσικής ποίησης του καιρού του, Τζον Ντον (John Donne, 1572- 1631). Στίχους τους οποίους δανείστηκε ο Έρνστ Χέμινγουέι ως τίτλο για το μυθιστόρημά του “Για ποιον χτυπά η καμπάνα”». 

Ιδού οι στίχοι:

Kανένας άνθρωπος δεν είναι νησί, ακέραιος μοναχός του·

Κάθε άνθρωπος είναι ένα κομμάτι της ηπείρου

Ένα μέρος της στεριάς

Αν η θάλασσα ξεπλύνει ένα σβώλο χώμα,

Η Ευρώπη γίνεται μικρότερη…

Κάθε ανθρώπου ο θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο

Γιατί είμαι ένα με την Ανθρωπότητα.

Ο πρώτος στίχος, έχει περάσει ως ιδίωμα στο λεξιλόγιο της οικουμένης.

Και έτσι συμπερασματικά, η Ελένη Σαραντίτη καταλήγει: «Για αυτό μη στέλνεις ποτέ να ρωτήσεις για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπάει για σένα!».