ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Σε μια κινηματογραφική ταινία του 2014 ο Τζορτζ Κλούνι είναι ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μιας ιστορίας, που παρά τις όποιες αλλαγές για τις ανάγκες του σεναρίου βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός: Τον εντοπισμό χιλιάδων έργων τέχνης, που είχαν κλέψει οι Ναζί κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από μουσεία, συλλέκτες και εμπόρους και τα είχαν συγκεντρώσει, μεταξύ άλλων στο Κάστρο Νοϊσβανστάιν στις Βαυαρικές Άλπεις. Ανάμεσα στους ήρωες της ταινίας και μια γυναίκα, που ερμήνευε η διάσημη ηθοποιός Κέιτ Μπλάνσετ.
Ήταν στην πραγματικότητα η Γαλλίδα ιστορικός της τέχνης Ροζ Βαλάν, χάρις στην οποία κατέστη δυνατός ο εντοπισμός και η επιστροφή, περισσότερων από 20.000 κλεμμένων έργων τέχνης από μουσεία, ιδιώτες συλλέκτες και εμπόρους στη Γαλλία.
Η Ροζ Βαλάν ήταν μία μόνον από τις γυναίκες επιστήμονες, ιστορικούς τέχνης και επιμελήτριες σε μεγάλα μουσεία, που με το θάρρος και την αποφασιστικότητά τους πολέμησαν για την επιστροφή των λεηλατημένων από τους Ναζί θησαυρών. Με γενναιότητα κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, και στη συνέχεια προσφέροντας τεχνογνωσία αλλά και την αφοσίωσή τους για την επίτευξη του σκοπού τους εργάστηκαν ακούραστα, προκειμένου να εντοπισθούν και τεκμηριωθούν τα έργα τέχνης. Μια υπόθεση, που δεν σταμάτησε εκεί. Γιατί από τη δεκαετία του 1990, μια νέα γενιά γυναικών πρωτοστατεί πλέον στις έρευνες και τις προσπάθειες επαναπατρισμού έργων στη χώρα προέλευσής τους αλλά και σε μεμονωμένα θύματα και τους κληρονόμους τους.
Ροζ Βαλάν η κατάσκοπος της τέχνης
Με πτυχία στην ιστορία της τέχνης από τη Σορβόννη και τη Σχολή του Λούβρου η Ροζ Βαλάν (1898- 1980) κατόρθωσε, καταγράφοντας κρυφά τη λεηλασία των γαλλικών εθνικών συλλογών αλλά και εκείνων που ανήκαν σε εβραίους συλλέκτες να σώσει τις χιλιάδες έργων τέχνης. Όταν οι Γερμανοί μπήκαν στο Παρίσι η Βαλάν εργαζόταν στο Μουσείο Jeu de Paume, το οποίο έγινε η έδρα για την οργάνωση αυτής της λεηλασίας, αφού χρησιμοποιήθηκε ως κεντρική αποθήκη και χώρος διαλογής, εν αναμονή της διανομής των έργων σε διάφορα άτομα και τοποθεσίες στη Γερμανία.
Το 1941 τέθηκε σε αμειβόμενη υπηρεσία από τους Γερμανούς ως επιτηρήτρια του μουσείου και κρατώντας μυστικό το γεγονός, ότι μιλούσε γερμανικά κατόρθωσε να παρακολουθεί τις κινήσεις τους. Διακινδυνεύοντας τη ζωή της είχε γίνει η κατάσκοπος, που χάρις στις λεπτομερείς σημειώσεις της, τις οποίες παρέδιδε στη Γαλλική Αντίσταση έγινε ο εντοπισμός των χιλιάδων έργων τέχνης ενώ πολύτιμες ήταν και οι γενικότερες πληροφορίες της.
Επί τέσσερα χρόνια η Βαλάν, που ενημέρωνε συνεχώς τον διευθυντή των Εθνικών Μουσείων της Γαλλίας Ζακ Ζουζάρ για τη ναζιστική λεηλασία, παρακολουθούσε πού και σε ποιον στη Γερμανία αποστέλλονταν τα έργα τέχνης. Παράλληλα παρείχε πληροφορίες στην Αντίσταση σχετικά με τις σιδηροδρομικές αποστολές τέχνης, ώστε να μην ανατινάξουν κατά λάθος τα φορτωμένα τρένα με ανεκτίμητους θησαυρούς της χώρας.
Ακόμη, συνομιλώντας με οδηγούς φορτηγών που εργάζονταν για τους Γερμανούς γνώριζε και για τα έργα που μεταφέρονταν απευθείας στους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Και βέβαια ήταν στη θέση της, όταν ο Γκέρινγκ έφθασε στο μουσείο στις 3 Μαΐου του 1941, προκειμένου να επιλέξει προσωπικά μερικούς από τους κλεμμένους πίνακες για τη δική του ιδιωτική συλλογή…
Στις Δίκες της Νυρεμβέργης
Ξεχωριστή ήταν εξάλλου η συμβολή της στην καταγραφή 148 κιβωτίων με 967 πίνακες, μεταξύ των οποίων Πικάσο, Μπρακ, Σεζάν, Ντεγκά, Γκογκέν, Μοντιλιάνι,Τουλούζ- Λοτρέκ και άλλων, που είχαν φορτωθεί σε ένα τρένο την Αυστρία και τη Μοραβία, μόλις λίγες εβδομάδες πριν την απελευθέρωση του Παρισιού.
Μετά τον πόλεμο αυτή η τολμηρή και αποτελεσματική γυναίκα υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό ως λοχαγός και με την ιδιότητα αυτή παρέμεινε στη Γερμανία επί οκτώ χρόνια εντοπίζοντας τη θέση πολλών, άγνωστων προηγουμένως τοποθεσιών αποθήκευσης των κλεμμένων έργων. Τον Φεβρουάριο του 1946 μάλιστα, ως μάρτυρας στις Δίκες της Νυρεμβέργης θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τον Γκέρινγκ για τα έργα που είχε κλέψει.
Το γαλλικό κράτος την τίμησε φυσικά με πολυάριθμα βραβεία, το ίδιο όμως και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Και όπως είναι επόμενο η απίστευτη ιστορία της αποτελεί έμπνευση και για τους σημερινούς ερευνητές των χαμένων ακόμη, πολιτιστικών θησαυρών.
Αρντίλια Χολ η ειδική στην ασιατική τέχνη
Η Αμερικανίδα ιστορικός τέχνης Αρντίλια Χολ (1899–1979) εργαζόταν στο Τμήμα Ασιατικής Τέχνης στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Βοστώνης και στο Ινστιτούτο Χάρβαρντ – Γιέντσινγκ πριν προσληφθεί από το Τμήμα Άπω Ανατολής του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών των ΗΠΑ το 1943, λόγω των γνώσεών της στην ασιατική τέχνη.
Γεννημένη στο Γουέιμεθ της Μασαχουσέτης είχε σπουδάσει στο Σμιθ Κόλετζ και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια όπου έκανε και το μεταπτυχιακό της και το 1945 έγινε σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για την Ιαπωνία και την Κορέα. Συνεργαζόταν έτσι, με το πρόγραμμα «Μνημεία, Καλές Τέχνες και Αρχεία» (Monuments, Fine Arts, and Archives) που είχε δημιουργηθεί από την αμερικανική κυβέρνηση για τον επαναπατρισμό έργων στις χώρες προέλευσής τους.
Η Αρντίλια Χολ ειδικεύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην αποκατάσταση της τέχνης, που λεηλατήθηκε από τους Ναζί και από τη θέση της στο υπουργείο Εξωτερικών επί 18 χρόνια, από το 1946 ως το 1964 επέβλεψε προσωπικά την επιστροφή 1.300 αντικειμένων, συμπεριλαμβανομένου ενός Μονέ, που επεστράφη στην οικογένεια Ρότσιλντ στο Παρίσι.
Το 1952 εξάλλου, επέστρεψε στη Γερμανία ένα πορτρέτο της Αγίας Αικατερίνης του Ρούμπενς, που είχε χαθεί από το μουσείο του Ντίσελντορφ κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και όπως έχει ειπωθεί για εκείνην, υπήρξε η κινητήρια δύναμη στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη μεταπολεμική αποκατάσταση της τέχνης. Τα προσωπικά της αρχεία μάλιστα, φυλάσσονται στα Εθνικά Αρχεία στο Κολλέγιο Παρκ του Μέριλαντ.
Αν Ολίβιεϊ Μπελ, η αξιωματικός
Ιστορικός της τέχνης αλλά γνωστή περισσότερο για την θεμελιώδη έκδοση των ημερολογίων της Βιρτζίνια Γουλφ, η αγγλίδα Αν Ολίβιεϊ Πόπαμ Μπελ (1916 – 2018) είχε αρχικά μία σημαντική καριέρα ως πολιτικός αξιωματικός στο MFA&A (Monuments, Fine Arts, and Archives).
Την εποχή που ξέσπασε ο πόλεμος συνέτασσε μία μελέτη για τον Ρούμπενς ως επιστημονικός συνεργάτης ενός γερμανού ιστορικού στο Λονδίνο. Κι ενώ ο Γερμανός συνελήφθη εκείνη προσελήφθη στην Υπηρεσία Πληροφοριών ως βοηθός ερευνητής στο τμήμα φωτογραφιών και στη συνέχεια στο τμήμα εκδόσεων, όπου δημοσίευσε τεκμηρίωση για τη βρετανική πολεμική προσπάθεια. Ήταν όμως επίσης, και φύλακας αεροπορικών επιδρομών στο Λονδίνο.
Στο MFA&A εντάχθηκε το 1945, με στόχο να αποτρέψει την καταστροφή πολιτιστικών θησαυρών στη Γερμανία και να αποκαταστήσει έργα τέχνης που είχαν κλέψει οι Ναζί. Στο γραφείο του τμήματος στο Μπούντε της Γερμανίας συντόνιζε τους αξιωματικούς του MFA&A στο πεδίο και βοηθούσε στην ανάπτυξη των διαδικασιών αποκατάστασης. Ήταν η μοναδική γυναίκα άλλωστε, μέλος του προγράμματος αλλά και η μοναδική πολίτης, αν και με βαθμό ταγματάρχη.
Έτσι ενώ οι άνδρες αναζητούσαν τα κρυμμένα έργα τέχνης, εκείνη ήταν υπεύθυνη για την οργάνωση και την τεκμηρίωση. Επίσης όμως, ηγήθηκε της αποκατάστασης χιλιάδων χάλκινων καμπάνων από εκκλησίες, μερικές από τις οποίες χρονολογούνται από τον 12ο αιώνα, που είχαν κατασχεθεί από τους Ναζί για να τις λιώσουν, προκειμένου να φτιάξουν κανόνια και πυρομαχικά.
Τα επαγγελματικά της ημερολόγια στο Αυτοκρατορικό Πολεμικό Μουσείο του Λονδίνου περιγράφουν λεπτομερώς την επιμονή των αξιωματικών του MFA&A να εκπληρώσουν την εντολή τους για αποκατάσταση εν όψει των συχνά ανταγωνιστικών απαιτήσεων διαφόρων στρατιωτικών και πολιτικών κομμάτων. Η ίδια φθάνοντας σε ηλικία 102 ετών κατόρθωσε να δει πολλούς από τους αγώνες και των μετέπειτα ερευνητών να δικαιώνονται.
Οι επίμονες γυναίκες
Στον μακρύ κατάλογο των ιδιωτικών διεκδικήσεων υπήρξε επίσης σημαντική, η προσπάθεια γυναικών να επιστρέψουν στην κατοχή τους έργα, που είχαν αφαιρεθεί από τις οικογένειές τους με διάφορους τρόπους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Μία από αυτές, η Χενριέτε Χίρσλαντ, σύζυγος του γερμανού τραπεζίτη και συλλέκτη έργων τέχνης Κουρτ Χίρσλαντ φεύγοντας το 1939 από το Άμστερνταμ για τις Ηνωμένες Πολιτείες εμπιστεύθηκε τρεις από τους αγαπημένους της πίνακες, μεταξύ των οποίων τον «Λα Μουσμέ» του Βαν Γκογκ σε έναν οικογενειακό συνεργάτη. Στην αναταραχή του πολέμου που ακολούθησε, το έργο άλλαξε πολλές φορές χέρια για να καταλήξει το 1943 στο Μουσείο Στέιντελεκ του ΄Αμστερνταμ. Αλλά η Χίρσλαντ δεν πτοήθηκε, έτσι μετά από μεγάλες προσπάθειες κατόρθωσε να επιστρέψει το έργο στην οικογένειά της το 1956.
Μία από τις μεγαλύτερες αποκαταστάσεις κλεμμένων έργων τέχνης από τους Ναζί ήταν όμως αυτή της συλλογής του εξέχοντος Εβραίου Ολλανδού εμπόρου τέχνης Ζακ Γκάουντστικερ. Οι πίνακές του είχαν πουληθεί υποχρεωτικά στον Γκέρινγκ, ενώ η οικογένεια διέφευγε από τη δίωξη το 1940. Ο ίδιος πέθανε αλλά η σύζυγός του, η βιεννέζα τραγουδίστρια της όπερας Ντεζίρε Γκάουντστικερ προσπάθησε να ανακτήσει τη συλλογή, όταν περισσότερα από 300 έργα επέστρεψαν στην ολλανδική κυβέρνηση μετά τον πόλεμο.
Η Γκάουντστικερ και η οικογένειά της έδωσαν μια μακρά δικαστική μάχη για το σκοπό αυτό, που συνεχίστηκε και μετά το θάνατό της. Τελικά όμως, το 2006, 202 πίνακες Παλαιών Ζωγράφων επιστράφηκαν στους απογόνους της.
Από τις γνωστότερες υποθέσεις τέλος, αφορά την Μαρία Άλτμαν και το έργο του Γκούσταβ Κλιμτ, το πορτρέτο συγκεκριμένα της Αντέλε Μπλοχ-Μπάουερ, που ήταν θεία της. Η Μαρία Άλτμαν, εβραία πρόσφυγας στην Αμερική μήνυσε στα ογδόντα της την αυστριακή κυβέρνηση, προκειμένου να της επιστραφούν οι πίνακες του Κλιμτ που ανήκαν στην οικογένειά της αλλά είχαν κατασχεθεί από τους Ναζί.
Το εκπληκτικό «χρυσό» πορτρέτο της Αντέλε ήταν ένας από τους πέντε πίνακες που της επιστράφηκαν τελικά το 2006 και όλη η περιπέτεια του πίνακα, της ιστορίας της οικογένειας και των προσπαθειών της Άλτμαν έγινε το 2915 ταινία με την Έλεν Μίρεν να ερμηνεύει την δυνατή και επίμονη ανιψιά της γυναίκας του πορτρέτου.
Διαβάστε επίσης:
Κέλλυ Δαμαλού (Ansys): Η ποσόστωση μπορεί να ερμηνευθεί και σαν αναξιοκρατία