«Το ελληνικό φως είναι, όπως λένε όλοι, κάτι που δεν μπορείς να το φανταστείς προτού το βιώσεις. Στην Αγγλία, σχεδόν το μισό φως απορροφάται κατά κάποιον τρόπο μέσα στα αντικείμενα, όμως στην Ελλάδα το αντικείμενο μοιάζει να αναδίδει φως σαν να φωτίζεται το ίδιο από μέσα».
Ήταν στα 1951, όταν ο Χένρι Μουρ είχε την δυνατότητα να ζήσει και να κρίνει ο ίδιος το ελληνικό φως μέσα από το μεγάλο ταξίδι του στην Ελλάδα, χάρις στο οποίο αναπτύχθηκε η ιδιαίτερη σχέση του με την αρχαία ελληνική τέχνη, επιδρώντας στο έργο του με την αέναη ομορφιά της. Την ίδια χρονιά έργα του είχαν εκτεθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στο Ζάππειο Μέγαρο, παρουσία του ίδιου, που εκτός από την Αθήνα ταξίδεψε στις Μυκήνες, την Ολυμπία, την Κόρινθο, τους Δελφούς και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους για να επιστρέψει στην Αγγλία βαθιά επηρεασμένος από την αρχαϊκή και κλασική τέχνη, ιδίως όμως από την κυκλαδική, που η αφαιρετικός της χαρακτήρας ενέπνευσε τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής. Ίσως δεν υπάρχει ιδανικότερος τόπος, λοιπόν, από την Ελλάδα για την ανάδειξη των έργων του πρωτοπόρου μοντερνιστή γλύπτη του 20ού αιώνα, κάτι που γνωρίζουν και εκτιμούν οι συλλέκτες, όπως ο εφοπλιστής Διαμαντής Διαμαντίδης, ο οποίος κατέχει, σύμφωνα με πληροφορίες, σπουδαία γλυπτά του μεγάλου δημιουργού.

Εμπνευσμένος από το ανθρώπινο σώμα και τις φυσικές φόρμες, ευρέως γνωστός για τις μεγάλες αφηρημένες φιγούρες του ο Χένρι Μουρ πρωτοστάτησε σε ένα νέο όραμα για τη σύγχρονη γλυπτική, στην οποία η μορφή οφείλει να εκφράζει πανανθρώπινες, οικουμενικές αξίες και συναισθήματα. Το έργο του στην γλυπτική είναι αρχετυπικό αλλά παρ’ ότι έγινε γνωστός κυρίως για τα μνημειώδη χάλκινα γλυπτά του δημιούργησε επίσης σχέδια, εκτυπώσεις και ταπισερί.
Κυνηγώντας το όνειρο
Γεννημένος στις 30 Ιουλίου του 1898 στο Κάστλφορντ, μια μικρή πόλη ορυχείων στο Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας ήταν το έβδομο παιδί ενός ανθρακωρύχου, ο οποίος τον ενθάρρυνε να σπουδάσει –όπως και τα άλλα παιδιά του- για να έχει μια καλύτερη ζωή.
Η γλυπτική ήταν γι’ αυτόν απλώς μια χειρωνακτική δουλειά, χωρίς μέλλον και καταξίωση στην κοινωνία, έτσι ο γιος του, παρ’ ότι διψούσε να ασχοληθεί με την τέχνη άκουσε την συμβουλή του και εκπαιδεύτηκε ως δάσκαλος. Δούλεψε μάλιστα στο δημοτικό σχολείο της πόλης του ώσπου να ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οπότε αναγκάστηκε να καταταγεί.
Σε μία από τις πλέον αιματηρές μάχες εκείνου του πολέμου, στο Καμπρέ της Γαλλίας στις 30 Νοεμβρίου 1917 ο Μουρ εισέπνευσε όμως αέριο και χρειάστηκε χρόνος για να αναρρώσει. Πέρασε έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου πολέμου ως εκπαιδευτής φυσικής εκπαίδευσης, ωστόσο η βαθιά επιθυμία του για την τέχνη δεν είχε κατασιγάσει. Και η ευκαιρία δόθηκε το 1919, χάρις σε μια υποτροφία που έλαβε ως πρώην στρατιωτικός για το Leeds School of Art, όπου δούλεψε σε στούντιο γλυπτικής, το οποίο δημιουργήθηκε ειδικά για αυτόν! Ακολούθησε, το 1921 υποτροφία για το Royal College of Art του Λονδίνου, όπου γνώρισε και την Ιρίνα Ραντέτσκι, με την οποία παντρεύτηκαν, το 1929.

Το έργο του ως εκείνη τη στιγμή είχε διατηρήσει μία ρομαντική, βικτοριανή αίσθηση αλλά πλέον η παραμονή του στο Λονδίνο του έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθεί με τις εθνογραφικές συλλογές στο Victoria and Albert και στο Βρετανικό Μουσείο, που τον επηρέασαν πολύ. Ήταν η περίοδος όπου μελέτησε την τέχνη του παρελθόντος αλλά και των συγχρόνων του απορροφώντας ιδέες, καθώς ανέπτυσσε το δικό του, προσωπικό στυλ.
Οι ανθρώπινες φιγούρες
Σύντομα ο Χένρι Μουρ εντόπισε και τα δύο βασικά θέματα, που θα τον απασχολούσαν για το υπόλοιπο της ζωής του: Το πρώτο ήταν η μητέρα και το παιδί συνδυάζοντας την χριστιανική εικόνα με την ανθρωπιά της αφρικανικής τέχνης. Ενώ η ξαπλωμένη φιγούρα, ένα γύψινο εκμαγείο που είδε, το 1924 στο Τροκαντερό του Παρισιού θα γινόταν το δεύτερο σημαντικό, γλυπτικό μοτίβο στο έργο του.

Στο μεταξύ από τις αρχές της δεκαετίας του ΄20 είχε στραφεί στην απ’ ευθείας λάξευση, εμπνεόμενος από το έργο καλλιτεχνών, όπως ο Μπρανκούζι και ο Τζέικομπ Έπσιν. Η άμεση λάξευση ήταν μία επαναστατική τεχνική τότε στην βρετανική γλυπτική, που υιοθετήθηκε εκτός από τον ίδιο, και από τους πολλά υποσχόμενους επίσης, γλύπτες του Βασιλικού Κολλεγίου, την Μπάρμπαρα Χέπγουορθ και τον Τζον Σκίπινγκ. Όλοι τους αναζητούσαν την «αλήθεια των υλικών» κι αυτό φαινόταν εφικτό μέσα από την απ’ ευθείας λάξευση, που περιλαμβάνει την κοπή του υλικού χωρίς να έχουν προϋπάρξει προπαρασκευαστικές μακέτες ή μοντελοποίηση από πηλό, παράλληλα με την αισθητική χρήση τυχόν φυσικών ελαττωμάτων στο μάρμαρο ή στο ξύλο, που αποκαλύπτονται κατά τη διαδικασία της επεξεργασίας.

Το 1928 ο Μουρ έλαβε και την πρώτη του δημόσια ανάθεση, το «West Wind», ένα ανάγλυφο σκαλισμένο σε πέτρα του Πόρτλαντ για τα κεντρικά γραφεία του Μετρό του Λονδίνου στο 55 Broadway. (Στο ίδιο έργο συνεισέφερε επίσης ο Έπτσιν.) Μπρούτζο άρχισε να χρησιμοποιεί από την δεκαετία του ΄30, κάτι που του επέτρεψε να παράγει πολλές εκδόσεις του έργου του αντί να σκαλίζει το καθένα με το χέρι, κι αυτή η αλλαγή του έδωσε την δυνατότητα να εκπληρώσει μεγαλύτερες δημόσιες παραγγελίες. Εν αγνοία του δηλαδή, έκανε ένα κρίσιμο εμπορικό βήμα, που επέτρεψε στο έργο του να φτάσει στο πολύ ευρύ κοινό, που θα ερχόταν έτσι κοντά του.

Τέχνη μέσα από τον πόλεμο
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι συνθήκες ανάγκασαν τον Μουρ να επικεντρωθεί στο σχέδιο, πόσο μάλλον, που το στούντιό του βομβαρδίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1940. Όπως πολλοί από τους καλλιτέχνες έτσι, που είχαν συγκεντρωθεί στο Χάμστιντ στα χρόνια του Μεσοπολέμου, έτσι και ο Μουρ μετακόμισε με τη σύζυγό του, την Ιρίνα στην ύπαιθρο, όπου εγκαταστάθηκαν σε μια αγροικία στο Πέρι Γκριν του Χέρτφοσαϊρ.

Τα σχέδιά του όμως, εκείνης της εποχής, με ανθρώπους που κατέφευγαν στο μετρό του Λονδίνου για να προφυλαχθούν από τους βομβαρδισμούς παραμένουν από τα πιο εμβληματικά έργα τέχνης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σ’ αυτό συνετέλεσε το ενδιαφέρον του σπουδαίου διευθυντή μουσείων και ιστορικού τέχνης Κένεθ Κλαρκ, ο οποίος όχι μόνον αγόρασε μία σειρά από αυτά αλλά ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Πολεμικών Καλλιτεχνών ανέθεσε στον Μουρ την δημιουργία και άλλων, τα οποία ολοκληρώθηκαν μεταξύ φθινοπώρου 1940 και άνοιξης 1941. Η υποστήριξη του Κλαρκ ήταν καθοριστική για την επιτυχία του Μουρ, κάτι που σημειώνει και ο ίδιος στις επιστολές του προς αυτόν.

Επιπλέον το 1943 του ανατέθηκε να λαξεύσει μία Παναγία με βρέφος για την εκκλησία του Αγίου Ματθαίου στο Νορθάμπτον. Αυτό το γλυπτό ήταν το πρώτο από τα πολλά, που δημιούργησε ο Μουρ αμέσως μετά τον πόλεμο, έργα που τα θέματά τους ήταν επικεντρωμένα σε αναγνωρίσιμα ανθρώπινα θέματα –σαν τα σχέδια του στο καταφύγιο- όπως καθιστές φιγούρες και οικογενειακές ομάδες.
Ήταν η εποχή, που στην Βρετανία η τέχνη θα γινόταν αναπόσπαστο κομμάτι της αποκατάστασης και της ανοικοδόμησης της χώρας. Και ο Μουρ τόνιζε επανειλημμένα άλλωστε, την αστική ευθύνη του καλλιτέχνη. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1940 με αρχές του 1950 δημιούργησε μια αξιοσημείωτη σειρά δημοσίων έργων, που βρίσκονται σε σχολεία, νοσοκομεία και συγκροτήματα κατοικιών. Μεταξύ αυτών η «Ξαπλωμένη φιγούρα», που τοποθετήθηκε έξω από το κτήριο της UNESCO στο Παρίσι, το 1958 και η «Ακμή μαχαιριού, Δύο κομμάτια» (1962-65) για την πλατεία του Κοινοβουλίου του Λονδίνου. Αλλά επίσης δώριζε γλυπτά με την προϋπόθεση, ότι θα εγκατασταθούν σε δημόσιους χώρους.

Παράλληλα η διεθνής φήμη του εξαπλωνόταν. Εκθέσεις των έργων του πραγματοποιούνταν σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης μιας μεγάλης αναδρομικής στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, το 1946 ενώ το 1948 κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Γλυπτικής στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Υπόκλιση στην αρχαία ελληνική τέχνη
«Η Ακρόπολη είναι υπέροχη – πιο θαυμαστή απ’ όσο είχα ποτέ φανταστεί… τίποτε ποτέ δεν με έχει εντυπωσιάσει περισσότερο», σημείωνε ο Χένρι Μουρ το 1951 μετά την επίσκεψή του στον ιερό βράχο. Η έκθεσή του στο Ζάππειο περιλαμβανόταν σε μία διετή ευρωπαϊκή περιοδεία, που είχε ξεκινήσει από το 1949 και αναμενόταν στην Αθήνα με ενδιαφέρον ενώ η πρόσκληση οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον τεχνοκριτικό Άγγελο Προκοπίου, ο οποίος είχε γνωρίσει τον καλλιτέχνη στο Λονδίνο. Ο Μουρ, συνοδευόμενος από την σύζυγό του είχε φιλοξενηθεί εξάλλου, από τον βρετανό πρέσβη, η σύζυγος του οποίου, λαίδη Νόρτον είχε ιδρύσει προ του πολέμου την Πινακοθήκη του Λονδίνου.

Την διοργάνωση είχε αναλάβει το Βρετανικό Συμβούλιο με επιτροπή στην οποία συμμετείχαν, μεταξύ άλλων ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και ο Μιχαήλ Τόμπρος και στην έκθεση είχαν περιληφθεί συνολικά 22 γλυπτά. Επίσης μακέτες, σχέδια –ορισμένα τυπωμένα σε λινό- καθώς και φωτογραφίες. Όσο για την εντύπωση που προκάλεσαν, μπορεί ίσως να φανταστεί κανείς σήμερα την διχογνωμία, που εκδηλώθηκε, λόγω του ακαδημαϊκού καλλιτεχνικού κατεστημένου της εποχής…
Ενδεικτικά έτσι, στην εφημερίδα «Εστία» τα έργα περιγράφονταν ως δημιουργίες «πρωτόγονων βαρβάρων της Αφρικής ή του Μεξικού», κάτι όμως, που δεν πτόησε το κοινό, που πραγματικά συνέρρευσε στην έκθεση ικανοποιώντας και τον καλλιτέχνη.
Αυτό ήταν το πρώτο και μοναδικό ταξίδι του Χένρι Μουρ στην Ελλάδα, η επιρροή του όμως στο έργο του υπήρξε βαθιά και ουσιαστική.
Η ελληνική επιρροή
Αν στα πρώτα του γλυπτά από πέτρα και ξύλο ο Μουρ είχε απομακρυνθεί από την κλασική παράδοση για να αναζητήσει έμπνευση, κυρίως σε πολιτισμούς μη ευρωπαϊκούς, όπως στην αφρικανική και στην μεσοαμερικανική τέχνη, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και συγκεκριμένα μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα το 1951, η ελληνική τέχνη αρχίζει να κινεί το ενδιαφέρον του.

Δουλεύοντας με προπλάσματα από πηλό ή γύψο και μπρούτζινα εκμαγεία μπόρεσε να προσεγγίσει μια μεγαλύτερη κλίμακα και να προσδώσει πιο εμφανή αίσθηση κίνησης στα γλυπτά του. Παράλληλα αποσπασματικές φιγούρες, ανάμεσά τους όλο και περισσότερο ανδρικές και σχεδιασμένες ώστε να είναι ορατές από οποιοδήποτε σημείο γύρω τους εμφανίζουν μεγαλύτερη ποικιλία στην επεξεργασία της επιφάνειας απ’ ό,τι τα πρωιμότερά έργα του και συχνά αγκαλιάζονται από πτυχώσεις.

Το «Draped Reclining Figure» συγκεκριμένα ήταν το πρώτο γλυπτό στο οποίο ο Μουρ χρησιμοποίησε κυματιστές και ραβδωτές υφές για να υποδηλώσει τις πτυχώσεις του υφάσματος. Και όπως θα έγραφε ο ίδιος γι’ αυτό «Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την πτύχωση στη γλυπτική με έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο από ό,τι είχα προσπαθήσει μέχρι τότε. Η πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα το 1951 ίσως βοήθησε να ενισχυθεί αυτή η πρόθεση. Η πτύχωση του ενδύματος μπορεί να τονίσει την ένταση της μορφής, γιατί εκεί όπου η μορφή πιέζει προς τα έξω, όπως στους ώμους, στους μηρούς, στα στήθη κλπ. μπορεί να τραβηχτεί σφιχτά κατά μήκος της μορφής (σχεδόν σαν επίδεσμος) και σε αντίθεση με την τσαλακωμένη χαλαρότητα της πτύχωσης που βρίσκεται ανάμεσα στα εξέχοντα σημεία, η πίεση από μέσα εντείνεται».
Διεθνής φήμη
Μέχρι το 1960 ο Μουρ είχε φθάσει αναμφισβήτητα στο απόγειο της φήμης του. Σε μια δεκαετία που χαρακτηρίστηκε από κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές, ο ίδιος οδηγήθηκε στην δημιουργία έργων εμπνευσμένων από τη φύση, σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα. Ανάμεσά τους ήταν η μνημειώδης φιγούρα για το Lincoln Center for the Performing Arts στη Νέα Υόρκη (1965), μία ξαπλωμένη μορφή σε πισίνα από την οποία φαίνεται να υψώνεται σαν βράχος.

Η έρευνα του Μουρ για τις οργανικές φόρμες ενέπνευσε επίσης, γλυπτά με αιχμηρές άκρες, συμπαγείς στριμμένες φόρμες και σημεία τεντώματος.
Στην δεκαετία του ΄70 το έργο του παρουσιαζόταν σε περισσότερες από 40 εκθέσεις το χρόνο αλλά παρά την τεράστια φήμη του και τον συνεπακόλουθο πλούτο ζούσε λιτά και το σπίτι του στο Πέρι Γκριν παρέμενε αμετάβλητο από τότε που είχε μετακομίσει εκεί, εκτός από τις επεκτάσεις του στούντιο. Σ’ αυτό το σπίτι έφυγε από τη ζωή το 1986, αφού ήδη είχε ιδρύσει με την οικογένειά του το Ίδρυμα Χένρι Μουρ, που έχει σκοπό να ενθαρρύνει την αγάπη για τις τέχνες και ιδιαίτερα για την γλυπτική.

Ο Μουρ αναγνωρίστηκε για τις υπηρεσίες του στις τέχνες πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του αν και είχε απορρίψει την τιμητική διάκριση του Ιππότη το 1950, εξηγώντας, ότι το να τον αποκαλούν «Σερ Χένρι» θα άλλαζε ριζικά τον τρόπο που έβλεπε τον εαυτό του και τον τρόπο που έβλεπαν οι άνθρωποι το έργο του.

Ωστόσο, δέχτηκε πολλά άλλα βραβεία. Το 1955 διορίστηκε στο Τάγμα των Συντρόφων της Τιμής, διάκριση σε πολίτες της Κοινοπολιτείας για εξαιρετικά επιτεύγματα, που έχει δοθεί σε 65 ενεργά μέλη. Αναγνωρίστηκε και πάλι για τις υπηρεσίες του στην τέχνη με την διάκριση του Τάγματος Αξίας, το 1963 ένα βραβείο περιορισμένο σε μόλις 24 μέλη, προσωπικό δώρο από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ που του απονεμήθηκε στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ.
Το 1968 έγινε ο δωδέκατος αποδέκτης του Βραβείου Erasmus, που απονεμήθηκε στο Βασιλικό Παλάτι του Άμστερνταμ για εξαιρετική συμβολή του στον πολιτισμό στην Ευρώπη. Ήταν επίσης νικητής του εναρκτήριου βραβείου Kaiserring από την πόλη Γκόσλαρ στη Γερμανία το 1975, μια διάκριση που συνοδευόταν με παραγγελία για ένα σημαντικό έργο γι’ αυτήν την μικρή αλλά ιστορική πόλη. Το 1984 τέλος, ορίστηκε Διοικητής της Λεγεώνας της Τιμής, που είναι το ανώτατο γαλλικό παράσημο αξίας. Έργα του βρίσκονται παντού, σε όλες τις μεγάλες πόλεις και τα μουσεία του κόσμου.

Διαβάστε επίσης:
Άγνωστο γλυπτό του Χένρι Μουρ – Μισό αιώνα πάνω σ΄ ένα τζάκι
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Ο άνθρωπος στο επίκεντρο της νέας έκθεσης
Αρχιτεκτονική κληρονομιά – Η διάσωση ενός κτηρίου ελπίδα για το μέλλον
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
