Τώρα θα μιλήσω εγώ (εκδ. Πατάκης, 2020) ονομάζεται το νέο βιβλίο του ποιητή (κρατικό βραβείο ποίησης 2019) Χάρη Βλαβιανού. Πρόκειται για τη συγκλονιστική, πρωτοπρόσωπη αφήγηση της όμορφης, αδικοχαμένης Μαρίνας, δηλαδή της μικρότερης αδελφής του, που από νωρίς βρήκε καταφύγιο στην ηρωίνη παραδέρνοντας στο χείλος του θανάτου.

Θλιβερή ειρωνεία ότι έφερε το επώνυμο παλιάς ιταλικής οικογένειας ευγενών το οποίο, ως επώδυνο σύμβολο γονεϊκής εγκατάλειψης, η ίδια αργότερα άλλαξε. Κανείς δεν φαντάζεται ότι ένα τζάνκι στην πλατεία Βάθης προέρχεται από ιταλικό τζάκι. Και όμως…

Κεντρική αιτία στη σύγχρονη αυτή τραγωδία θεωρείται η μητέρα των δύο αδελφών, μία ακόμη δραματική φιγούρα, πρώην πλούσια, πνιγμένη στα χρέη, αυτοκαταστροφικά ναρκισσιστική, τραγικά μπερδεμένη (τη δική της ιστορία αφηγήθηκε ο Βλαβιανός στο επίσης συνταρακτικό, αυτοβιογραφικό του πόνημα Το αίμα νερό).

Τώρα που οι δύο γυναίκες δεν ζουν πια, ο πολυβραβευμένος συγγραφέας, ποιητής, μεταφραστής, καθηγητής ιστορίας και πολιτικής θεωρίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδος, εκδότης του πολυετούς, έγκριτου περιοδικού Ποιητική και υπεύθυνος εκδόσεων στον Πατάκη, αποφάσισε να επιστρέψει στην ιστορία της ετεροθαλούς αδελφής του, που παραμένει βέβαια ταυτόχρονα και δική του ιστορία.

Τώρα που όμως εκείνη απουσιάζει… Ξαναδιάβασε τις επιστολές και τα σημειώματα που είχαν ανταλλάξει, ξέθαψε παλιές φωτογραφίες που κρατούσε στοιβαγμένες σε κουτιά, ανακάλεσε στιγμές από τα πρώτα ανέμελα καλοκαίρια τους στις Σπέτσες όταν εκείνη παρέμενε απλώς ένα χαριτωμένο κορίτσι  και αργότερα από τις τελευταίες οδυνηρές τους συναντήσεις στη Ρώμη όπου ζούσε και η μητέρα τους.

Ανασυνθέτοντας όλα αυτά τα memorabilia προσπαθεί να δώσει φωνή στην ίδια. Τη φωνή που της στέρησε η δεσποτική και απορριπτική μητρική φιγούρα. Με ανάγλυφο, σκληρό μονόλογο από σύντομες αναφορές στα κύρια περιστατικά που τη βύθισαν στο έρεβος του αργού θανάτου, ο Βλαβιανός συνθέτει ουσιαστικά το κύκνειο άσμα της.

«Πρώτη φορά που είπα τη λέξη μαμά κοιτούσα στα μάτια μια άλλη γυναίκα, τη  φίλη της που ζούσε μαζί μας. Αυτή με μεγάλωσε. Αυτή έπαιζε όλη μέρα μαζί μου. Αυτή μού διάβαζε παραμύθια και με κοίμιζε τα βράδια. Αυτή με έμαθε να γράφω, να κολυμπάω, να κάνω ποδήλατο (…) Όταν αδιαθέτησα, αυτή μού έδειξε τι έπρεπε να κάνω». 

Η αρχή πραγματοποιήθηκε στο θρυλικό Rock n Roll στο Κολωνάκι, όταν ένας γλυκός άνδρας γύρω στα σαράντα πέντε, μορφωμένος και από γνωστή οικογένεια της Αθήνας, πλησίασε τη Μαρίνα και άρχισε να της συμπεριφέρεται σαν να ήταν αληθινή πριγκίπισσα. Γέμισε το κενό. Διότι το παιχνίδι με το θάνατο είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς, από την εγκληματική αμέλεια της μαμάς και την ανοιχτή της περιφρόνηση προς την κόρη της.

Η τραγική μητέρα

Το πορτρέτο της μητέρας σκιαγραφείται εξαρχής ζοφερό, η ωραία κυρία με την τερατώδη ψυχή, την οποία βέβαια (θα το μαρτυρούσαν οι ψυχίατροι αυτό) τυραννούσαν σαν δαίμονες τα δικά της ανεξιχνίαστα, παιδικά τραύματα…

«Ο πρώην άνδρας της την είχε σώσει από τη χρεοκοπία αρκετές φορές, αλλά κι αυτόν τον έβριζε. Παραπονιόταν ότι δεν της έδινε αρκετά, έλεγε πως του άρεσε να τη βλέπει να υποφέρει. Πάντα το ίδιο τροπάριο.

Αλλά ήταν πονηρή. Χρησιμοποιούσε τον αδελφό μου για να τον εκβιάζει, να του αποσπά όλο και περισσότερα χρήματα. “Τι θα απογίνει ο γιος μας αν πάω φυλακή; Ποιος θα τον μεγαλώσει;”. Και φυσικά εκείνος ενέδιδε, γιατί είχε φτιάξει άλλη οικογένεια και δεν ήθελε να πάρει τον γιο κοντά του (…) Τον αδελφό μου κανείς από τους δύο δεν τον αγαπούσε πραγματικά. Ήταν ολοφάνερα εργαλείο για να ασκεί ο ένας πίεση στον άλλον. (…) Ώσπου μια μέρα, ο “ωραίος επιτυχημένος Βραζιλιάνος” σταμάτησε να της στέλνει χρήματα κι εκείνη λίγους μήνες μετά κατέληξε στη φυλακή από τα χρέη».

Τότε η Μαρίνα φοιτούσε στο Λύκειο, ζούσε ήδη με τη γιαγιά της σε ένα σπίτι άδειο, διότι ελλόχευε πάντα η απειλή των τοκογλύφων. Βυθισμένη και εκείνη σε κατάθλιψη, δεν παρατήρησε ποτέ πως η εγγονή της απουσίαζε διαρκώς από το σχολείο…

«Τότε δοκίμασα για πρώτη φορά. Όπως κι άλλα κορίτσια της παρέας, για να δω πώς είναι, πώς θα νιώσω. Μου άρεσε. Πολύ. Αυτό το αργό χάσιμο, το βύθισμα, η ξαφνική αίσθηση ελαφρότητας, λες κι ένα αόρατο χέρι έμπαινε μέσα στο σώμα μου και μου αφαιρούσε τη βαριά πέτρα που πίεζε την καρδιά μου».

Στο πλήρες όνομά της έφερε έναν βαρύτιμο τίτλο, διόλου αυτό που φαντάζεται κανείς όταν βλέπει τους τοξικομανείς στο δρόμο: Μαρίνα Μονκάντα ντι Μονφόρτε (Moncada di Monforte).

«Τι γελοίο όνομα, Θεέ μου. Πόσο ψεύτικο. Παντρεύτηκε τον Monacada για ν’ αποκτήσει τον τίτλο του. Τόσο ξιπασμένη. Στην πραγματικότητα δεν τον ήθελε, τον θεωρούσε γέρο. (…) Της άρεσαν όμως τα μαργαριτάρια που της χάριζε. Και οι διακοπές στη Βενετία και στην Κορτίνα (…) Έγινε ξαφνικά principessa η κυρία κι εγώ ως κόρη τους επίσης. Κόρη τους!

Ήμουν στ’ αλήθεια κόρη του Ugo; Τότε γιατί όταν χώρισαν δεν με αναζήτησε ποτέ; Ο αδελφός μου, που τον είχε ζήσει τα χρόνια που έμεναν στη Ρώμη, έλεγε ότι ήταν ο καλύτερος, ο πιο τρυφερός θετός πατέρας που θα μπορούσε να έχει. Αν ήταν όντως τόσο τρυφερός, γιατί με εγκατέλειψε;»

Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν λίγων μηνών και η Μαρίνα δεν τον γνώρισε ποτέ. Δεν γνώριζε ούτε καν που βρισκόταν ο τάφος του. Κατά συνέπεια, με την τελευταία ικμάδα ανθρώπινης αξιοπρέπειας που της απέμεινε όταν κατέφυγε σε κοινότητα απεξάρτησης στη Ρώμη, αποφάσισε να αλλάξει το επίθετό της από di Moncada σε σκέτο Monkada με κάπα. «Τουλάχιστον να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου».

Φυσικά μπαινόβγαινε στις κοινότητες. Μόλις έβγαινε, έπεφτε πάλι στην ηρωίνη. Άλλαξε δεκάδες κοινότητες -«στο Βιτέρμπο είχα δείρει την υπεύθυνη πτέρυγας». Κάποια στιγμή αφού την έδιωξε από το σπίτι του ο πρώην χρήστης και καθηγητής Φερντινάντο (τον οποίο γνώρισε στην κοινότητα της Τεργέστης), έμεινε άστεγη. Την απέλυσε και ο διευθυντής στο γραφείο όπου δούλευε διότι φοβήθηκε ότι η γυναίκα του θα υποψιαζόταν πως διατηρούσαν σεξουαλικές σχέσεις. Σκέφτηκε να ζητήσει από τη μητέρα της να μείνει για λίγο μαζί της στη Ρώμη μέχρι να βρει ξανά δουλειά.

«Ήξερα την αντίδρασή της. Προκειμένου να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, κι από τον Διάβολο τον ίδιο θα δανειζόταν χρήματα». Δύο μέρες αργότερα της είχε στείλει λεφτά: «Με 1.000 ευρώ ξεμπέρδεψε». Εξάλλου, η Μαρίνα δεν γνώριζε ούτε καν τη διεύθυνση του σπιτιού της ίδιας της μητέρας της.

Χάρης Βλαβιανός σήμερα, από τον Dirk Sirba

Τελευταία φορά που είδε τον αδελφό της στο Φιουμιτσίνο, εκείνος πήγαινε να επισκεφτεί τα άλλα ετεροθαλή του αδέλφια στο Σάο Πάολο. Στην προτροπή του να βοηθήσει η Μαρίνα τον εαυτό της, εκείνη απάντησε: «Όλοι κουβαλάμε τις πληγές μας. Ο καθένας προσπαθεί να βρει τρόπους να τις επουλώσει. Εσύ έχεις μία πλούσια ζωή και κάτι που το αγαπάς πολύ -την ποίηση. Εγώ έχω μόνο τα ναρκωτικά. Κι αυτά μιλούν μία γλώσσα. Τη δική τους γλώσσα. Τα δικά τους ποιήματα δεν έχουν μέσα τους το ρήμα “θέλω”. Έχουν μόνο το ρήμα “ξεχνώ”».

Το κείμενο βρίθει από ανατριχιαστικές περιγραφές της ζωής της ως ζωντανό σκιάχτρο, όταν για παράδειγμα προσπαθούσε να μακιγιαριστεί. Αυτό το κορίτσι άλλοτε σαν τα κρύα τα νερά, είχε πλέον χάσει όλα τα μπροστινά δόντια. Ως προαιώνιο αίτημα παραμένει πάντα η χαμένη αγκαλιά, που αντικαθίσταται από την πρέζα: «Ξέρεις πώς μπορείς να καταλάβεις ένα πρεζόνι; Από το βλέμμα. Είναι το ίδιο με αυτό των αδέσποτων δαρμένων σκύλων. Τρομαγμένο. Δειλό. Ποιος είπε ότι δεν έχουν μνήμη τα σκυλιά; Θυμούνται τι συνέβη την τελευταία φορά που πλησίασαν άνθρωπο, που γύρεψαν το χάδι του. Το χάδι το έχουν ακόμη ανάγκη, αλλά τρέμουν να το ζητήσουν. Πλησιάζουν, μα μετά από λίγο υποχωρούν».

Η μητέρα της Μαρίνας απεβίωσε τη μέρα των γενεθλίων σε μία ακόμη τραγική στροφή της μοιραίας ζωής της. Πήγαν με τον αδελφό της στο διαμέρισμά της και σε ένα από τα συρτάρια βρήκαν σκόρπιες φωτογραφίες. Δεν βρήκε ούτε μία δική της. «Είχαν απομείνει κάποια ίχνη μου -μια μπούκλα από τα μαλλιά μου, το πόδι μου δίπλα σ΄ένα άλλο πόδι, το χέρι μου γύρω από μια μέση. Σε καμία το πρόσωπό μου. Ακόμη και αυτές που ήμουν με τον αδελφό μου τις είχε σκίσει για να κρατήσει μόνο το κομμάτι που φαινόταν εκείνος».

Φεύγοντας πρώτη από τη ζωή, της έκλεψε τη χαρά της εκδίκησης που φαντασιωνόταν: Να την καλέσει στην κηδεία του παιδιού της. «Πώς να μισήσω στάχτες;» αναρωτιέται τελικά.

Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, τα λόγια της Μαρίνας ηχούν σαν βίαιος ψίθυρος. Η αφήγηση του Χάρη Βλαβιανού ρέει στρωτά με την ανεπιτήδευτη απλότητα της προφορικής μαρτυρίας. Αναδεικνύεται έτσι μέσα από τις ρωγμές και τις ελλείψεις, ο ανείπωτος πόνος και η οργισμένη φλόγα του κοριτσιού, που ανήμπορο και εγκαταλελειμμένο επένδυσε όλη της τη δημιουργική δύναμη στην καταστροφή του εαυτού της. Πρόκειται για χαμηλόφωνο δράμα σε μικρές πράξεις που όμως αποκρυσταλλώνει εξαιρετικά διεισδυτικά τη φοβερή μοναξιά της Μαρίνας.

Στο μικρό αυτό βιβλίο πυκνώνουν συναισθήματα σπάνιας ευαισθησίας και τρυφερότητας. Ο συγγραφέας μοιάζει να ενστερνίζεται την άποψη ότι η τραγική μητέρα δεν αντιλήφθηκε ποτέ ότι ο πλούτος και η δόξα παραμένουν φενάκη. Στέρησε έτσι στην κόρη της την ηδονή να ζει προχωρώντας όρθια, ελεύθερη, διαθέσιμη, αξιοπρεπής, τα μέγιστα άυλα αγαθά.