Η πρώτη εντύπωση δεν θύμιζε σε τίποτε Ελλάδα. Για την ακρίβεια την Ελλάδα του 1950 που προσπαθούσε να ανασυγκροτηθεί από τις καταστροφές των περασμένων δεκαετιών. Ένα συγκρότημα με μοντέρνα, αρχιτεκτονικά αισθητική, αλλά και με παραδοσιακά υλικά και βέβαια με προσοχή στη λεπτομέρεια από την μεγάλη πύλη εισόδου ως τις πρωτόγνωρες για τα ελληνικά δεδομένα καμπάνες και ως… τη θάλασσα, όπου ήταν εγκατεστημένο το σνακ-μπαρ της ακτής.

Τα Αστέρια της Γλυφάδας, συνώνυμα για πολλά χρόνια με την πολυτέλεια, την άνεση, την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, που τόσο λαχταρούσε ο κόσμος υπήρξαν από το 1954 και τουλάχιστον ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970 το αδιαφιλονίκητο αστέρι της αθηναϊκής ριβιέρας, που γρήγορα ασφαλώς θα αποκτούσε κι άλλα πολλά.

Τι κι αν ο εκκωφαντικός ήχος των αεροπλάνων πάνω από τα κεφάλια των λουομένων επέβαλε κάθε τόσο αναγκαστική σιγή λεπτού… Ακόμη κι αυτό το désavantage στοιχείο της περιοχής λειτουργούσε, αντίθετα, ως ένα επιπλέον προσόν, αφού στο μυαλό των περισσοτέρων συνδυαζόταν με την εξέλιξη, την ανάπτυξη, τον πολιτισμό, φέρνοντας τη χώρα κοντύτερα στον υπόλοιπο κόσμο. Εκείνοι που σύχναζαν εξάλλου στ’ Αστέρια για μπάνιο στη θάλασσα, πολλώ μάλλον διαμένοντας στις καμπάνες ήταν άνθρωποι, που ήδη ένιωθαν Ευρωπαίοι…

Η Γλυφάδα του 1965 στις «Εικόνες»

Σήμερα 65 χρόνια μετά, τίποτε δεν είναι ίδιο στην Γλυφάδα αλλά και σ΄όλη την ακτή, που η ανάπτυξή της ήταν προδιαγεγραμμένη. Μόνο τ’ Αστέρια είχαν πέσει προ πολλού σε παρακμή, κάτι όμως, που όπως φαίνεται πλέον, αλλάζει. Ύστερα από την έγκριση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου του υπουργείου Πολιτισμού, τον περασμένο Οκτώβριο, και την πρόσφατη έγκριση του Κεντρικού Συμβουλίου Αρχιτεκτονικής του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ο ορίζοντας είναι ανοιχτός για την υλοποίηση του σχεδίου ενός νέου πολυτελούς θερέτρου στα Αστέρια. Το κοντέρ της Ιστορίας μηδενίζει και ξεκινά από την αρχή.

Η Αιξωνή

Αιξωνή ονομαζόταν η περιοχή της Γλυφάδας στην αρχαιότητα και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους δήμους της Αθήνας. Την ονομασία της είχε πάρει, κατά πάσα πιθανότητα από τις λέξεις «αιξ» δηλαδή κατσίκι και «ωνή» που σημαίνει όρια. Με λίγα λόγια ήταν ο «τόπος με τα κατσίκια», παρ΄ όλα αυτά όμως, ονομαστός και για τα μπαρμπούνια που ψαρεύονταν στη θάλασσα. Εξ ου και η «αιξωνική τρίγλη» (μπαρμπούνι) που έφθανε στην αγορά της αρχαίας Αθήνας.

Όλη περιοχή καθ΄ότι παράκτια κατοικούνταν από την Προϊστορική εποχή, κι αυτό αποδείχθηκε και μέσα στ’ Αστέρια. Γιατί όταν είχε ζητηθεί η επέκταση των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, οι αρχαιολόγοι που προηγήθηκαν των εργασιών, ανακάλυψαν ένα νεκροταφείο της Πρωτοελλαδικής Εποχής και έφεραν στο φως πλούσια ευρήματα, καθώς και έναν παράκτιο προϊστορικό περίβολο, γύρω από τον οποίο είχε ιδρυθεί αιώνες μετά, και ένα νεκροταφείο των ύστερων Ρωμαϊκών χρόνων.

Γι’ αυτούς τους λόγους και σύμφωνα με την απόφαση του ΚΑΣ, όποιες αλλαγές κι αν γίνουν πλέον στο συγκρότημα, προβλέπεται μία ξεχωριστή είσοδος για την επίσκεψη στις αρχαιότητες με δύο πολιτιστικές διαδρομές ενώ παράλληλα θα αναδειχθεί η παλαιοχριστιανική βασιλική που βρίσκεται δίπλα, παρότι δεν ανήκει στην συγκεκριμένη ιδιοκτησία.

Η λουτρόπολη

Η ονομασία Γλυφάδα είναι μεταγενέστερη και προήλθε από το γεγονός ότι τα πηγάδια της περιοχής έβγαζαν υφάλμυρο νερό. Στις αρχές του 20ού αιώνα όλη η παραλιακή περιοχή ήταν πευκόφυτη αλλά ακατοίκητη, με μόνους επισκέπτες τους κυνηγούς. Η ανάπτυξη του Φαλήρου όμως έφερε και εδώ παραθεριστές με τις πρώτες κατοικίες αλλά και κατασκηνώσεις να χρονολογούνται περί το 1920. Στη συνέχεια υπήρξε εγκατάσταση και Μικρασιατών προσφύγων, που έδωσαν μάλιστα ιδιαίτερες ονομασίες σε διάφορες περιοχές. Η λουτρόπολη όμως σιγά σιγά δημιουργούνταν, κι αν λόγω του πολέμου που ακολούθησε, οι παραθεριστές αναγκαστικά μειώθηκαν, στα επόμενα χρόνια η ώθηση που δόθηκε ήταν ιδιαίτερα δυναμική.

Παλιός Οδηγός των Λουομένων από την Εταιρεία Λουτρών Γλυφάδας

Εδώ βρισκόμαστε, στη δεκαετία του ’50 και στην έναρξη του μεγάλου σχεδίου, που θα σήμανε την αρχή μιας νέας εποχής. Όταν οι παραλίες της Αττικής και ιδίως του Σαρωνικού μεταμορφώνονται, ακολουθώντας τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όταν η Ελλάδα αρχίζει να επενδύει στον τουρισμό ανακαλύπτοντας τις πολλαπλές δυνατότητές του κι όταν οι Αθηναίοι οδηγούνται μαζικά στη θάλασσα. Οι τεράστιες παραλιακές εκτάσεις γίνονται έτσι χρυσοφόρες, καθώς πλήθος εγκαταστάσεων,  ξεφυτρώνουν εν μια νυκτί. Αποδυτήρια, ντους, εστιατόρια, μπαρ, παρατάσσονται στις παραλίες.

Στιγμές χαλάρωσης για τους επισκέπτες

«Σε 250.000 υπολογίζονται οι λουόμενοι, που απλώνονται κάθε Κυριακή από τον κόλπο της Ελευσίνας ως και πέρα από τη Βάρκιζα. Ωστόσο, και τις καθημερινές ο αριθμός τους δεν είναι αμελητέος. Το πιστοποιούν οι κατάμεστες μικρές και μεγάλες πλαζ, που πολλαπλασιάστηκαν σαν μανιτάρια τα τελευταία χρόνια, καθώς και οι ταπεινοί ορμίσκοι και οι ανώνυμες ακρογιαλιές, που δεν υστερούν σε επισκέπτες», έγραφε το περιοδικό «Εικόνες» το 1962. Η Γλυφάδα αποπνέει πια κοσμοπολιτισμό, καλό γούστο, πλούτο.

Στιγμές χαλάρωσης για τους επισκέπτες

Το συγκρότημα

Τα Αστέρια υπήρξαν το πρώτο, οργανωμένο λουτρικό και τουριστικό συγκρότημα στη μεταπολεμική Ελλάδα, αποτελώντας πρότυπο για όσα ακολούθησαν.  Η έκταση όπου δημιουργήθηκαν ανήκε στον «Αστέρα» (Ανώνυμος Ξενοδοχειακή Εταιρεία) της Εθνικής Τράπεζας ενώ τα σχέδια έφεραν τις υπογραφές ονομαστών αρχιτεκτόνων της εποχής: Του Εμμανουήλ Βουρέκα, του Αντώνη Γεωργιάδη, του Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα, του Περικλή Σακελλάριου και του Προκόπη Βασιλειάδης.

Προηγήθηκαν τα έργα υποδομής για τη προστασία της ακτής από τα θαλάσσια ρεύματα, κατασκευάστηκαν λιμενοβραχίονες και δίκτυα αποστράγγισης και αποχέτευσης και στη συνέχεια οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις.

Η μίξη νέων και παραδοσιακών στοιχείων χαρακτηρίζει εξάλλου, τα κτίσματα: Ελαφριές κατασκευές από ξύλο, αλλά ταυτόχρονα μαρμαρόπετρες στα περίπτερα και στο εστιατόριο – χορευτικό κέντρο, μαρμάρινες πλάκες στους τοίχους των αποδυτηρίων αλλά και βοτσαλωτά δάπεδα, ξύλινοι διάδρομοι στην άμμο _καυτή ως γνωστόν το καλοκαίρι_  καλαμωτά στέγαστρα και πολύ χρώμα. Και όχι μόνον από το πολύχρωμο πλήθος αλλά και από το γκαζόν και τα φυτά στη στεριά και βέβαια από τις πολύχρωμες ομπρέλες στην αμμουδιά. Όσο για τη θάλασσα πάντως, είναι κοινό μυστικό ότι δεν είναι η καλύτερη, συγκριτικά με αυτήν της Βουλιαγμένης για παράδειγμα.

Στιγμές χαλάρωσης για τους επισκέπτες

Μια συνοπτική αναφορά του ίδιου του Βουρέκα είναι κατατοπιστική:

«Η διαμόρφωση της ακτής περιλαμβάνει τα αποδυτήρια των λουομένων, ένα συγκρότημα εκατό οικίσκων – cabanas – και το τμήμα ψυχαγωγίας.

– Το συγκρότημα έχει δύο εισόδους· την είσοδο προς τα αποδυτήρια και την είσοδο του συγκροτήματος των οικίσκων. Τα αποδυτήρια, σε τρία συγκροτήματα, από 70 μονάδες το καθένα, περιλαμβάνουν και ομαδικές εγκαταστάσεις, που μπορεί να εξυπηρετήσουν συγχρόνως 500 άτομα. Μεταξύ των αποδυτηρίων αναπτύσσονται, μέσα στο πράσινο, οι αθλοπαιδιές.

-Η διάταξη των οικίσκων και η διαμόρφωση του χώρου έγινε έτσι, ώστε όλες οι cabanas να έχουν θέα προς τη θάλασσα, απομόνωση μεταξύ τους και άμεση πρόσβαση αυτοκινήτων.

-Ο εσωτερικός χώρος των οικίσκων προεκτείνεται προς το ύπαιθρο μέσω βεράντων και ταρατσωμάτων, δίνοντας έτσι μία βαθμιαία σύνδεση με το στοιχείο θάλασσα.

-Το σνακ-μπαρ, στο κέντρο της ακτής, εξυπηρετεί τους λουόμενους και τους οικίσκους. Το εστιατόριο – χορευτικό κέντρο, έχει τοποθετηθεί στο άκρο της περιοχής προς την Αθήνα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ανεξάρτητα με την όλη λειτουργία του συγκροτήματος».

Κοσμική εκδήλωση με επίδειξη μόδας

Η χρυσή εποχή

Το συγκρότημα είχε σχεδιαστεί για την φιλοξενία 200 ατόμων και την εξυπηρέτηση άλλων 5.000 καθημερινά. Και η αλήθεια είναι, ότι τα Σαββατοκύριακα όντως υπήρχαν αυτά τα νούμερα. Μαζί με τις καφετέριες, τα μπαρ και τους χώρους άθλησης οι καμπάνες ήταν αυτές που έλκυαν το ενδιαφέρον, αν και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Με μεγάλο υπνοδωμάτιο και λουτρό, αίθριο, ακόμη και μια μικρή κουζίνα καθεμιά από αυτές τις 120 καμπάνες υποσχόταν άνεση, πολυτέλεια, απομόνωση και ιδιωτικότητα. Η διαφημιζόμενη θέρμανση για το χειμώνα εξασφάλιζε μάλιστα την λειτουργία τους σε όποια εποχή. Προσωπικότητες και διάσημοι καλλιτέχνες απ΄όλο τον κόσμο – αλλά βεβαίως και εγχώριοι- όπως και μεγιστάνες του πλούτου πέρασαν από αυτές τις καμπάνες, που ήταν βέβαια ό,τι πιο σύγχρονο μπορούσε να προσφέρει η Αθήνα.

Κοσμοσυρροή στη θάλασσα

Στο χορευτικό κέντρο εξάλλου, η νεολαία της εποχής έδινε το «παρών» από το μεσημέρι κιόλας, χορεύοντας με το μαγιό, αμέσως μετά ή και πριν την βουτιά στη θάλασσα. Ειδικά το βράδυ όμως και με ζωντανή ορχήστρα, οι χοροί στ’ Αστέρια μέχρι πρωίας υπήρξαν για χρόνια το σημείο αναφοράς στην διασκέδαση του καλού κόσμου. Και δεν είναι περίεργο, που την επομένη κάθε μεγάλου γεγονότος οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων ανέφεραν τις προσωπικότητες που είχαν δώσει το «παρών».

Διαφήμιση του κοσμικού κέντρου

Η αρχή άλλωστε είχε γίνει από πολύ νωρίς. Από το 1957 συγκεκριμένα όταν η ΧΕΝ έδωσε στα Αστέρια τον «μεγαλύτερο μεταπολεμικό χορό της Αθήνας» με 2000 εκλεκτούς καλεσμένους. «Το Μόντε Κάρλο στʼΑστέρια», όπως έγραφαν οι «Εικόνες».

Στη δεκαετία του ΄60 όμως τα Αστέρια έγιναν συχνά το σκηνικό και σε ελληνικές ταινίες, με τους αγαπημένους ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου να γράφουν ιστορία στην… άμμο. Καλοκαίρι του 1967 και ο Κώστας Βουτσάς βρίσκεται με την πολίτισσα μητέρα του (Μαίρη Μεταξά) στην διάσημη πλαζ της Γλυφάδας όπου θα γνωρίσει την εκθαμβωτική Μάρθα Καραγιάννη. Η ταινία λεγόταν «Νύχτα γάμου» και οι δυο τους είναι το ένα πρωταγωνιστικό ζευγάρι, ενώ το δεύτερο αποτελούσαν η Μπέτυ Αρβανίτη και ο Φαίδων Γεωργίτσης.

Κώστας Βουτσάς και Μαίρη Μεταξά στην «Νύχτα γάμου»

Την ίδια χρονιά και στην ίδια πλαζ ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θα προσπαθήσει να γοητεύσει στην ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» την κατά πολύ νεώτερή του Νόρα Βαλσάμη, επιχειρώντας μεταξύ άλλων, και μια βουτιά από τον ψηλό βατήρα…

Λάμπρος Κωνσταντάρας, Νόρα Βαλσάμη, Χρόνης Εξαρχάκος, Μέλπω Ζαρόκωστα στην ταινία «Κάτι κουρασμένα παλικάρια»

Η χρυσή εποχή στ’ Αστέρια και η χρυσή εποχής της ελληνικής κωμωδίας.

Κώστας Βουτσάς και Μάρθα Καραγιάννη στην «Νύχτα γάμου»

Διαβάστε επίσης:

Πράσινο φως από το Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής στα Αστέρια Γλυφάδας – Πώς θα διαμορφωθεί το θρυλικό τουριστικό συγκρότημα

Αστέρια Γλυφάδας: Νέα σελίδα για ένα από τα πιο εμβληματικά συγκροτήματα της «αθηναϊκής Ριβιέρας»