Στον πίνακα η νεαρή γυναίκα με ακάλυπτο το πανωκόρμι και το κεφάλι γερμένο πίσω, σε μια στάση απελπισίας κρατά ένα μυτερό στιλέτο, έτοιμο να το μπήξει στο γυμνό στήθος της.

Μια αυτοχειρία αλλά γιατί; Προκλητικός, τραγικός αλλά και ηρωικός ο μύθος της Λουκρητίας, μιας γυναίκας ευγενούς καταγωγής της ρωμαϊκής αρχαιότητας, που έπεσε θύμα βιασμού και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία, προκειμένου να σώσει την τιμή της αλλά και την τιμή της οικογένειάς της αποτυπώνεται μ΄αυτόν τον δραματικό τρόπο στον πίνακα της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι.

Μόλις τον απέκτησε το Μουσείο Γκέτι του Λος Άντζελες σε δημοπρασία, καταβάλλοντας 5,3 εκατομμύρια δολάρια. Ποσό-ρεκόρ για την σπουδαιότερη ωστόσο, γυναίκα ζωγράφο του 17ου αιώνα -και μία από τους καλυτέρους της εποχής της έτσι κι αλλιώς- που τα περισσότερα θέματά της, απηχώντας τον δικό της βιασμό σε νεαρή ηλικία έχουν ως ηρωίδες τους σπουδαίες γυναίκες, που έχουν υποστεί σεξουαλική βία.

Γυναίκες, που τις διακρίνει το θάρρος, η αποφασιστικότητα και η ισχυρή προσωπικότητα και όχι οι «γυναικείες» ιδιότητες της ευαισθησίας και της αδυναμίας… Μια σκληρή υπενθύμιση από το παρελθόν για την θέση της γυναίκας στην κοινωνία άλλων εποχών και την κακοποίηση κάθε είδους που έχουν υποστεί.

Όπως είπε εξάλλου μετά την απόκτηση του πίνακα ο διευθυντής του μουσείου Τίμοθυ Ποτς «Το επίτευγμά της ως ζωγράφου δυνατών και δραματικών σκηνών της ιστορίας είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, δεδομένης της κακοποίησης και της προκατάληψης, που υπέστη η ίδια στην προσωπική της ζωή, κάτι ευδιάκριτα παρόν στην αυτοκτονία της Λουκρητίας και σε άλλους πίνακές της, όπου ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι αδικημένη ή κακοποιημένη γυναίκα».

Γεγονός είναι, ότι τρεισήμισι αιώνες μετά τον θάνατό της, η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι έχει κατακτήσει την απόλυτη αναγνώριση και στη σύγχρονη εποχή. Κι αυτό, γιατί επί αιώνες πριν, τα έργα της αποδίδονταν σε άλλους ζωγράφους, ανάμεσά τους και στον πατέρα και δάσκαλό της Οράτσιο. Κι όμως το 1616 η Φλωρεντινή Ακαδημία θα την συμπεριελάμβανε ανάμεσα στα μέλη της, ως πρώτη και μόνη γυναίκα ζωγράφο-ακαδημαϊκό, σε ηλικία 23 ετών.

Το έργο της Αρτεμισίας κατά τη δημοπρασία

Μία ακόμη απόδειξη άλλωστε της ικανότητάς της και της αποδοχής που απολάμβανε είναι το γεγονός, ότι ήταν γνωστή σε όλους με το μικρό της όνομα, όπως συνέβαινε, μόνον με τους μεγάλους μετρ της Αναγέννησης…

Η καταξίωση όμως αποδεικνύεται σήμερα και από την ταχύτατα ανερχόμενη τιμή των έργων της σε δημοπρασίες, από τον μεγάλο αριθμό των εκθέσεων, που είναι αφιερωμένες στο έργο της -η τελευταία ήταν της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου το ΄20 – ΄21 και γι’ όσο διάστημα τα μουσεία ήταν ανοιχτά- ακόμη και μία τηλεοπτική σειρά, που ετοιμάζεται αυτήν την εποχή. Δικαιολογημένα λοιπόν το Μουσείο Γκέτι περιμένει την άρση των περιοριστικών μέτρων, προκειμένου να δείξει το νέο του απόκτημα, πόσο μάλλον που έργα της Τζεντιλέσκι υπάρχουν μόνον 40 σε δημόσιες συλλογές ανά τον κόσμο.

Η ζωγράφος σύμβολο

«Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, η ρωμαλέα ζωγράφος του πρώιμου ρωμαϊκού μπαρόκ έχει γίνει τα τελευταία χρόνια σύμβολο και λάβαρο ενός κραταιού φεμινισμού», όπως σημειώνει η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα.

«Ενός φεμινισμού, που δεν στηρίζεται πλέον σε διακηρύξεις, διαδηλώσεις και συνθήματα, αλλά σε αποδείξεις της ικανότητας των γυναικών, όχι μόνο να δημιουργήσουν αλλά και να κυβερνήσουν. Γυναίκες ζωγράφοι ανασύρθηκαν από το καθαρτήριο της λήθης για να ανασκευάσουν με το έργο τους την κυρίαρχη προκατάληψη ότι η δημιουργία υπήρξε αποκλειστικό προνόμιο του άλλοτε θεωρούμενου ισχυρού φύλου», προσθέτει.

Πράγματι η ρωμαλέα ζωγραφική της, η δυνατή και θαρραλέα φωνή της και βέβαια η ζωγραφική της δεξιότητα την οδήγησαν μακριά από το στερεότυπο της εποχής της, που όσον αφορά τις γυναίκες ζωγράφους δεν ήταν άλλο παρά η απεικόνιση λουλουδιών, πορτρέτων μικρών παιδιών, νεκρές φύσεις και άλλα ανώδυνα θέματα.

Αντίθετα, σημαντικά ζητήματα αδικίας, προκατάληψης και κακοποίησης που θίγονται από την Αρτεμισία ξαφνιάζουν ακόμη και σήμερα τον θεατή. Κυρίως μάλιστα η βία, που προβάλλει μέσα από αυτά και το αίμα που χύνεται στον καμβά χωρίς αναστολές.

Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, αυτοπροσωπογραφία

Βιβλικές ηρωίδες

Στο έργο «Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη», για παράδειγμα, που η Αρτεμισία έχει ζωγραφίσει σε πολλές παραλλαγές, έχει στηθεί μία ολόκληρη τελετουργία αίματος και φρίκης. Κι όπως θεωρείται, είναι πιθανόν η έμπνευσή της να αντλείται από την πρόσφατη εκείνη την εποχή, πράξη του βιασμού της.

«Η Ιουδήθ αποκεφαλίζει τον Ολοφέρνη», 1614-1620, Φλωρεντία, Ουφίτσι

«Ποιος ξέρει αν αυτές οι μορφάζουσες κεφαλές των παλικαράδων, που μεταναστεύουν από πίνακα σε πίνακα της Αρτεμισίας δεν συνοψίζουν τα χαρακτηριστικά του βιαστή της;», όπως αναρωτιέται χαρακτηριστικά η Μαρίνα Λαμπράκη –Πλάκα. Αλλά και στο έργο «Η Ιωήλ σκοτώνει τον Σισάρα», τον ρόλο του θύτη παίρνει μια ενάρετη Ισραηλίτισσα, που σκοτώνει τον διοικητή των Χαναανικών στρατευμάτων, που επιτέθηκαν στη χώρα της μ΄έναν απίστευτο τρόπο: καρφώνοντας με ένα σφυρί, ένα χοντρό καρφί στον κρόταφο του κοιμισμένου εχθρού. («έπηξε τον πάσσαλον εν τω κροτάφω», όπως αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη).

«Η Ιωήλ σκοτώνει τον Σισάρα», 1620

Όλα σχεδόν τα έργα της έχουν γυναίκες πρωταγωνίστριες, με ιδιαίτερη προτίμηση στις βιβλικές μορφές. Είναι οι ηρωίδες των γραφών, της ιστορίας και του θρύλου, που ταπεινώθηκαν, απατήθηκαν, βιάστηκαν, αποπλανήθηκαν από το ανδρικό φύλο και κυρίως όμως αυτές, που πήραν το αίμα τους πίσω! Είτε με δόλο, είτε με φόνο ή ακόμη με αιμοβόρο ηρωισμό,κατέχουν περίοπτη θέση στη θεματογραφία της: Είναι η Βησθαβέε, η Εσθήρ, η Δαλιδά, η τρομερή Ιωήλ, η Σαλώμη, η Λουκρητία, η Κλεοπάτρα.

Η ταπείνωση

Μια γυναίκα ζωγράφος στον ελεύθερο επαγγελματικό στίβο του 17ου αιώνα δεν ήταν απλή υπόθεση. Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι (1593-π.1653), γεννήθηκε στη Ρώμη και ήταν κόρη του επιφανούς ζωγράφου Οράτσιο Τζεντιλέσκι (1565-1638). Ορφανή από μητέρα μαθήτευσε στο εργαστήριο του πατέρα της και δημιούργησε το πρώτο της έργο «Η Σωσσάννα και οι γέροντες» σε ηλικία 17 χρονών. Σ΄αυτό η αγνή Σωσσάννα, που μόλις έχει κάνει το λουτρό της κάθεται γυμνή στην άκρη μιας στέρνας του σπιτιού της, αλλά δύο ακόλαστοι, ηλικιωμένοι άντρες την παραμονεύουν ηδονοβλεπτικά.

«Η Σωσάννα και οι πρεσβύτεροι», 1610

Ένα έργο προφητικό κατά κάποιο τρόπο, αφού ένα χρόνο αργότερα ο συνεργάτης του πατέρα της, Αγκοστίνο Τάσσι, δάσκαλός της στην προοπτική την βίασε και στη συνέχεια υποσχέθηκε, ότι θα την παντρευτεί, δίνοντας έτσι παράταση στη σχέση τους.

Η υπόσχεση δεν εκπληρώθηκε όμως, έτσι ύστερα από δική της θέληση, ο πατέρας της τον κατηγόρησε και τον έσυρε στο δικαστήριο για αθέτηση του λόγου του. Στην επτάμηνη δίκη που ακολούθησε, πρωτοφανή για τα χρονικά και κυρίως για τον τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων γεγονότων -τα πρακτικά δημοσιεύτηκαν πρόσφατα και είναι αποκαλύπτικά- ο δράστης κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση, ποινή την οποία δεν εξέτισε ποτέ λόγω των υψηλών σχέσεών του.

Το σημαντικό, όμως, είναι η ταπείνωση που υπέστη από όλη αυτήν την ιστορία η Αρτεμισία, η οποία, προκειμένου να πείσει τους δικαστές αποδέχθηκε να υποστεί και βασανιστήρια, κάτι συνηθισμένο την εποχή εκείνη, όταν κάποιος έπρεπε να αποδείξει την αθωότητά του. Συγκεκριμένα το βασανιστήριο της Αρτεμισίας ήταν το δέσιμο των δακτύλων της με σχοινιά, που καθώς τα έσφιγγαν, της προκαλούσαν τρομερό πόνο. Και οι κραυγές της ίσως ήταν αυτές που τελικώς τους έπεισαν.

Στο σχολή Καραβάτζιο

Ύστερα από αυτήν την δοκιμασία ο γάμος ήταν μονόδρομος για την Αρτεμισία, που έφυγε από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία, όπου παντρεύτηκε έναν άσημο ζωγράφο και έμπορο τον Πιεραντόνιο Στιαττέζι.

Όμως «Μια γυναίκα-ζωγράφος στον ελεύθερο επαγγελματικό στίβο και όχι στην προστατευτική αφάνεια του πατρικού εργαστηρίου, όπως συνηθιζόταν, δεν ήταν εύκολη υπόθεση στα ταραγμένα χρόνια του πρώιμου Μπαρόκ, στην Ιταλία», όπως λέει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα.

«Ο ανταγωνισμός ήταν άγριος, τα ήθη χαλαρά και οι καλλιτέχνες, νομάδες και απάτριδες, δεν δίσταζαν να ανταλλάξουν τον χρωστήρα με το σπαθί, που είχε την ίδια αιμοδιψή κλίση στο κόκκινο με τη ζωγραφική του συρμού. Ο καινοτόμος αρχηγός της Σχολής, ο Καραβάτζιο (1573-1610) είχε δώσει τον τόνο: καβγατζής, μαχαιροβγάλτης, άσωτος».

Η ίδια χαρακτηρίζει την Αρτεμισία Τζεντιλέσκι ως «μία από τους καλύτερους Καραβατζίστι». «Η τεχνική της Αρτεμισίας – όπως εξάλλου και του Καραβάτζιο – μπορεί να χαρακτηριστεί, αναχρονιστικά, ως κινηματογραφική: γκρο πλαν, νυχτερινός φωτισμός με έντονους προβολείς, σασπένς ατελείωτο. Μόνο που η Αρτεμισία είναι πάνω από όλα ζωγράφος. Ξέρει να αιχμαλωτίσει τη δράση μέσα στην κλασική γεωμετρία της σύνθεσης, να οργανώσει φλογόμορφες αρμονίες, να παίζει ζωγραφικά σ’ όλη την κλίμακα της υφής, όσο της επιτρέπει η οικονομία του θέματος», όπως λέει.

Η Αρτεμισία Τζεντιλέσκι, αυτοπροσωπογραφία

Η καταξίωση

«Η κόρη μου σπούδασε κοντά μου το επάγγελμα του ζωγράφου. Μέσα σε τρία χρόνια δούλεψε τόσο πολύ, που μπορώ να ισχυριστώ, πως κανείς σήμερα δεν μπορεί να παραβγεί μαζί της στα έργα που έχει ήδη φιλοτεχνήσει. Οι πιο μεγάλοι δάσκαλοι της ζωγραφικής δεν φτάνουν τη δική της σοφία».

Αυτά έγραφε για την κόρη του ο Οράτσιο Τζεντιλέσκι στη συστατική επιστολή που έστειλε τον Ιούλιο του 1612, προς τη μεγάλη δούκισσα της Φλωρεντίας Χριστίνα της Λωρραίνης. Η πατρική υπερηφάνεια δεν κρύβεται, άλλωστε τα έργα της Αρτεμισίας γρήγορα εκτιμήθηκαν στην αριστοκρατική Φλωρεντία, παρ΄ότι πλέον θεωρούνταν επαρχιακή καλλιτεχνικά.

Η νεωτερική και πρωτευουσιάνικη τέχνη της αγκαλιάστηκαν από τους Φλωρεντινούς, απέκτησε φήμη και χρήματα, καθώς οι παραγγελίες διαδέχονταν η μία μετά την άλλη, κι αυτό παρ’ ότι τα έργα της ήταν και τρεις φορές ακριβότερα των άλλων.

Οι Μέδικοι θα την έπαιρναν τότε υπό την προστασία τους και η Αρτεμισία θα μπορούσε να πει «Να, τι μπορεί να κατορθώσει μια γυναίκα, που κρύβει στο στήθος της την ψυχή του Καίσαρα» (όπως έγραφε σε γράμματα προς τους υψηλούς πελάτες της). Στη Φλωρεντία όμως γνώρισε και έναν άλλον έναν άντρα, που υπήρξε προστάτης της και εραστής της. Τον Φραντσέσκο Μαρία ντι Νικολό Μαρίνγκι, που της εξασφάλισε δικό της εργαστήριο και βοηθούς, κάτι εξαιρετικά σπάνιο στην εποχή της.

Η «Λουκρητία» (1627) της Αρτεμισίας Τζεντιλέσκι

Δεν θα την εγκατέλειπαν ωστόσο και τα προβλήματα, κυρίως της συμβίωσης με τον άντρα της, που παρέμενε σταθερά άνεργος, έτσι εκείνη και μόνον έπρεπε να ζει την οικογένειά της -τελικά θα χώριζαν- τα χρέη που συσσωρεύονταν, αλλά κυρίως τον πόνο από την απώλεια των παιδιών της.

Λίγα χρόνια αργότερα έτσι, θα επέστρεφε στη Ρώμη ενώ για ένα διάστημα έζησε και στη Βρετανία, όπου συνεργάστηκε με τον πατέρα της, ο οποίος είχε γίνει ζωγράφος στην αυλή του Καρόλου Α΄. Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Νάπολη και εκεί έζησε ως το τέλος της ζωής της.

Στο μεταξύ όμως η Αρτεμισία θα είχε κατορθώσει να αντιστρέψει πολλές φορές την τύχη της, αλλά και τους περιορισμούς που έθετε το φύλο της, θα γνώριζε ημέρες δόξας, θα την ζήλευαν οι ομότεχνοι κι εκείνη θα κέρδιζε το θαυμασμό της πλέον απαιτητικής πελατείας της εποχής.

Παρ΄όλα αυτά λίγο πριν πεθάνει θα χρειαζόταν να γράψει σε έναν πελάτη της: «Το όνομα και μόνο μιας γυναίκας γεννά την αμφιβολία, πριν ακόμη δουν και κρίνουν το έργο της».

Διαβάστε επίσης:

«Το φιλί» της Αθήνας. Μια τοιχογραφία για μια πόλη με συναισθήματα

Σωτήρης Φέλιος: «Δεν πρόσεξα ποτέ την οικονομική όψη της τέχνης»

Η αρχαία πόλη της Σαλαμίνας και το τείχος της – Στο φως νέα ευρήματα