Ο σπουδαίος ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης με την Κατερίνα Δαφέρμου κατά τη διάρκεια μίας τετράωρης κουβέντας τους, μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε στο ένθετο Βιβλία, στο Βήμα της Κυριακής, το 2007.
Ο σπουδαίος ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης πέρασε στο επέκεινα. Μία εξομολογητική συζήτησή του με την Κατερίνα Δαφέρμου διαβάζεται σήμερα σαν αυτοβιογραφία του…
Κρυμμένος πίσω από ουρανοξύστες βιβλίων, στο κομψό κολωνακιώτικο διαμέρισμα επί της Πατριάρχου Ιωακείμ ή στο ζαχαροπλαστείο με τους ομότεχνους φίλους του, ξεχώριζε πάντα το αστροποβόλο του βλέμμα, η ζεστή του φωνή, η διακαής επιθυμία του να επικοινωνήσει ποιητικά, ειδικά με τους νέους, ο παιγνιώδης λόγος του, η παιδική οικειότητα με την οποία προσπαθούσε να στρατολογήσει καινούργιους «μαθητές»…
«Ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης έζησε πλάι στους μεγάλους μύθους του σύγχρονου κόσμου. Γεννήθηκε το 1921 στη Λωζάννη (γόνος της μεγάλης οικογένειας των Βαλαωριτών), όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως γενικός πρόξενος. Επασχε από μανιοκατάθλιψη και χάθηκε όταν ο Νάνος ήταν 14 ετών. Εκείνη τη χρονιά ανακάλυψε μονομιάς τα μυστήρια του θανάτου, του έρωτα και της ποίησης. Τέσσερα χρόνια αργότερα δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο πιο έγκριτο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, τα «Νέα Γράμματα», πλάι σε μεταφράσεις των Πάουντ και Ελιοτ.
Το 1944 ο Γιώργος Σεφέρης τού ζήτησε να δράσει στο Λονδίνο ως σύνδεσμος ανάμεσα στους έλληνες και στους άγγλους ποιητές, βρίσκοντάς του και μία θέση στην πρεσβεία. Τότε επιβίωνε από τα λεφτά που είχε πάρει πουλώντας μια διαμαντένια καρφίτσα της μητέρας του. Αλλά τα δύσκολα πέρασαν γρήγορα. Αισθητικά τον τράβηξε ο μοντερνισμός, προσχώρησε σύντομα στην ομάδα των υπερρεαλιστών και σύχναζε στα πιο σημαντικά λογοτεχνικά – ποιητικά «σαλόνια» στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου για 30 χρόνια δίδαξε Γραφή και Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο. Επέστρεψε μόνιμα στην Ελλάδα πριν από ενάμιση χρόνο…»
Έτσι εν πρώτοις παρουσιάζεται από την εν προκειμένω υπογράφουσα, που είχε συναντήσει στην οικία του τον σπουδαίο ποιητή και κορυφαίο στην Ελλάδα εκπρόσωπο του υπερρεαλισμού Νάνο Βαλαωρίτη το 2007, και πολλές φορές έκτοτε…
Από αυτήν την πρώτη κουβέντα, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, έχει σημασία ίσως σήμερα, με τον θάνατό του, να επαναφέρουμε τα εξής, που διαβάζονται τρόπον τινά ως αυτοβιογραφία του:
Ως προς το γεγονός ότι συνομίλησε με τους κολοσσούς της διεθνούς ποίησης, κυρίως της αγγλοσαξονικής παράδοσης:
«Το 1945 δημοσιεύτηκαν μερικές μεταφράσεις μου ποιημάτων του Σεφέρη και του Ελύτη. Οι θετικές κριτικές με καταξίωσαν και μου άνοιξαν πόρτες. Το 1946 συνεργάστηκα με τον Λόρενς Ντάρελ, τον Μπέρναρντ Σπένσερ και τον Γιώργο Κατσίμπαλη για τη μετάφραση της ποίησης του Σεφέρη. Ο συλλογικός τόμος «Βασιλιάς της Ασίνης» (από το ομώνυμο ποίημα) δημοσιεύτηκε από τον έγκριτο εκδοτικό οίκο του περιοδικού «New Writing» του Τζον Λέμαν. Πήρε 25 ενθουσιώδεις κριτικές. Κάποιος έφτασε στο σημείο να ισχυριστεί ότι ο Σεφέρης ήταν σπουδαιότερος από όλους τους αγγλόφωνους ποιητές! Παρ’ ότι αυτό δεν ήταν ακριβές – λόγω της ύπαρξης του Ελιοτ, του Γέιτς, του Οντεν και άλλων -, εμείς είχαμε γίνει ήρωες! Μέχρι τότε οι Αγγλοι νόμιζαν ότι ήμασταν ψαράδες, βοσκοί, χαρτοκλέφτες. Τα γνωστά στερεότυπα: ότι υπάρχει φολκλόρ και μόνο φολκλόρ στην Ελλάδα… Οταν ο Ελιοτ έγραψε στον Σεφέρη, του λέει: «Τι να σας πω μετά από τόσες ενθουσιώδεις κριτικές;»».
Σχετικά με τη γνωριμία του με τον Έλιοτ:
«Ενα βράδυ του 1946, στο σπίτι του Σπένσερ. Ηταν μια παρουσία εκπληκτική. Τα μπλε του μάτια, μεγάλα σαν κουκουβάγιας, ταίριαζαν με το μπλε σύνολο – σκούρο μπλε κουστούμι, μπλε πουκάμισο, μπλε γραβάτα. Συνδύαζε ένα στοιχείο δανδικό και ένα στοιχείο επιβλητικό, σαν ιερεύς της ποίησης. Αλλά ήταν πολύ πιο ευθύς από τους Αγγλους. Οι Αγγλοι είναι πλάγιοι. Θέλεις να κουβεντιάσεις μαζί τους για την ποίηση; Αδύνατον! Θα σου πουν ανέκδοτα και καθημερινές ιστορίες αλλά τίποτα σχετικό με το αντικείμενο. Ξέρω πώς είναι, έζησα δέκα χρόνια κοντά τους. Ο Ελιοτ, ως Αμερικάνος, είχε άλλη ανατροφή, άλλον τρόπο να συνδέεται με τους ανθρώπους».
Επιπλέον:
«Ηθελα να του μιλήσω για τον Σεφέρη, που όπως είναι γνωστό μετέφραζε Ελιοτ. Μου λέει: «Είσαι ο δεύτερος Ελληνας που γνωρίζω. Ο πρώτος ήταν ο βασιλιάς Γεώργιος της Ελλάδας». Ομως μου έκανε πλάκα. Είχε γνωρίσει και άλλους Ελληνες στο City. Ο Ευγενίδης, ας πούμε, που αναφέρει στην «Ερημη Χώρα», ήταν υπαρκτό πρόσωπο, έμπορος σταφίδας. Του απαντώ λοιπόν: «Τότε είμαι ο πρώτος Ελληνας που συναντάτε διότι στις φλέβες του βασιλέα Γεωργίου της Ελλάδας δεν τρέχει ούτε στάλα ελληνικού αίματος» – και έτσι όλοι γέλασαν. Αργότερα πήραμε μαζί το μετρό. Εκεί του μίλησα για το Βυζάντιο και την ελληνική παράδοση και με άκουγε με έντονο ενδιαφέρον. Οταν φτάσαμε στον σταθμό όπου έπρεπε να κατέβω, στην Οξφορντ Στριτ, με κοιτάζει και λέει: «Alas we must part!». Μου άρεσε τόσο πολύ αυτή η φράση, που δεν γύρεψα να τον ξανασυναντήσω».
Η σύνδεσή του με τον Όντεν:
«Ο Οντεν και εγώ μέναμε στο ίδιο σπίτι και συναντιόμασταν κάθε πρωί στην τραπεζαρία του σπιτιού. Εκεί κουβεντιάζαμε για τον Καβάφη. Εξέφραζε την άποψή του για ορισμένες μεταφράσεις και υποστήριζε ότι τα ιστορικά του ποιήματα ήταν δυνατότερα από τα ερωτικά. Θεωρούσε τα ερωτικά μια ομοφυλόφιλη πρόκληση, πολύ επιδεικτικά. Οντας και ο Οντεν ομοφυλόφιλος, μου έκανε εντύπωση η άποψή του. Θα περίμενα το αντίθετο».
Για τον Ντίλαν Τόμας:
«Παίζαμε σε έργα του BBC. Ο Ντίλαν έπαιζε ρόλους δραματικούς και εγώ ρόλους με ξενική προφορά. Υστερα βγαίναμε για μπίρες. Αλλά με τον Ντίλαν Τόμας δεν μπορούσες να κουβεντιάσεις. Οταν έπινε, ήταν όλος κέφι και έλεγε ανέκδοτα: έκανε μονολόγους. Μια φορά μόνο τον βρήκα ξεμέθυστο. Θα τρώγαμε με τη γυναίκα του και ο Ντίλαν είχε φρονιμέψει για να συναντηθεί μαζί της. Δεν έβγαλε λέξη καθ’ όλο το γεύμα!».
Βρέθηκε ανάμεσα στους τελευταίους που διατηρούσε ζωντανές αναμνήσεις από την περίφημη γενιά του ‘30:
«Διάβαζα το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Γράμματα» από το 1937, μαθητής γυμνασίου. Το 1939, 18 ετών, ζήτησα συνάντηση με τον διευθυντή τους, τον Ανδρέα Καραντώνη. Του έδειξα τα ποιήματά μου. Μου πρότεινε τότε να πάω την επόμενη ημέρα στη μία το μεσημέρι στον κάτω Λουμίδη στην οδό Σταδίου. Εκεί βρήκα τον Γκάτσο, τον Ελύτη και τον Κατσίμπαλη με τον Καραντώνη, ενώ ο Καββαδίας, αν δεν ήταν την πρώτη φορά, ερχόταν σίγουρα αργότερα. Σε λίγο κατέφτασε και ο Σεφέρης. Ηταν όλοι τους φιλικοί, καθόλου πατερναλιστικοί. Σιγά σιγά αναπτύξαμε ειδικές σχέσεις: Ο Γκάτσος με εισήγαγε στον Κάφκα, στον Σαρτρ και στον Λόρκα και ο Ελύτης μού γνώρισε τον Μπρετόν, τον Νταλί, τον Ελυάρ. Εν τω μεταξύ ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεσπάσει και εγώ αδυνατούσα να καταλάβω πώς γινόταν τόση ομορφιά από τον κόσμο των Γραμμάτων να συνυπάρχει με την ολοκληρωτική καταστροφή».
Πώς διείσδυσε στο ποιητικό σύμπαν:
«Ο Καβάφης ήταν το έναυσμα. Τα ποιήματα του 19ου αιώνα – συμπεριλαμβανομένων και του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη – δεν απηχούσαν τα προβλήματά μας. Ημασταν έφηβοι του ’30. Είχαμε υπαρξιακές ανησυχίες – σεξουαλικές και φιλοσοφικές. Αυτά έθιγε η ποίηση του Καβάφη. Από τα 14 τριγυρνούσα στα διάφορα βιβλιοπωλεία όπου δούλευε ο φιλόλογος Κωνσταντίνος Δημαράς, που ήταν οικογενειακός φίλος. Περνούσαμε από τον εκδοτικό οίκο Πυρσό στην οδό Βουκουρεστίου, απέναντι από το καφέ Μπραζίλιαν (το άλλο φιλολογικό καφενείο της Αθήνας), και διέκρινα μέσα από το τζάμι τον Βενέζη, τον Μυριβήλη, τον Θεοτοκά, τον Καραγάτση…».
Ποιους Έλληνες μοντερνιστές αγάπησε:
«Το ποίημα που έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μου τότε ήταν το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη (ήταν πιο κλασικός μοντερνιστής από τους άλλους, οι οποίοι ήταν δηλωμένοι υπερρεαλιστές). Το πιο αινιγματικό ποίημα της ελληνικής γλώσσας. Τέτοια ποιήματα δεν γραφόντουσαν εύκολα. Κάθε ποίημα μέχρι τότε είχε ένα θέμα και το θέμα του ήταν πάντα ξεκάθαρο, κυρίαρχο. Από τότε το θέμα άρχισε να υποσκάπτεται. Σε ένα ποίημα όπως η «Στέρνα» ή το «Μυθιστόρημα», πού είναι το θέμα; Εκεί βλέπουμε κυρίως εικόνες, προοπτικές, μυστηριώδεις αναφορές σε μύθους και πρόσωπα, σε καταστάσεις ακαθόριστες. Αλλά το γράψιμο είναι συγκεκριμένο, σαφές».
Ο πατέρας του υπερρεαλισμού, Αντρέ Μπρετόν, τον εισήγαγε στο κίνημα ύστερα από τη συνάντησή τους στο Παρίσι το 1945:
«Ηθελα να αλλάξω ζωή. Είχα χωρίσει την πρώτη μου γυναίκα, είχε γίνει και αυτό το δράμα με τον γιο μας – πέντε ετών και πνίγηκε στη Νότια Γαλλία… -, οπότε τέλος η Αγγλία. Τότε γνώρισα τη Μαρί, που ήταν ζωγράφος. Ηταν φίλη της γυναίκας του Μπρετόν, της Ελίσας. Σε μια υπερρεαλιστική έκθεσή μου γνώρισα τον Μπρετόν και όλους τους τότε συνεργάτες του. Ηταν μια επανάληψη της συνάντησης του Λουμίδη. Ολοι με ρωτούσαν τι γίνεται με τον Εμπειρίκο, γιατί δεν ήρθε να τους δει, είχαν παράπονα. Από τότε βλεπόμασταν κάθε μέρα στα καφενεία. Περάσαμε και ένα καλοκαίρι στο εξοχικό του Μπρετόν στο Λοτ, όπου είχε ένα καταπληκτικό σπίτι του 13ου αιώνα. Τα βράδια παίζαμε υπερρεαλιστικά παιχνίδια… Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο είχα πάθει κατάθλιψη. Δεν ήθελα να ακούσω για πολιτική, έγινα μηδενιστής. Ο Μπρετόν και εν μέρει η Μαρί με έπεισαν ότι αν δεν μπορεί το ιδεώδες σου να εφαρμοστεί στη ζωή, πρέπει ωστόσο να το διατηρείς. Είναι οι αρχές στις οποίες πιστεύεις. Οι αρχές της δικαιοσύνης, της ισότητας. Μπορείς να πιστεύεις σε ουμανιστικές αρχές, που υπερβαίνουν τα πολιτικά κόμματα. Αυτή η ιδέα διευκολύνεται με τον υπερρεαλισμό: Ο συνδυασμός της καθημερινότητας με το φαντασιακό ήταν ένα είδος άμυνας εναντίον των καταστάσεων που αντιμετωπίζαμε».
Τότε εξέδιδε ακόμη το περιοδικό «Συντέλεια», που αποτελούσε επί της ουσίας υπερρεαλιστική συνέχεια και εξέλιξη καθώς και φυτώριο νέας ποιητικής παραγωγής. Το περιοδικό αυτό διαδέχθηκε τη «Συντέλεια» (1989), αλλά όλα είχαν ξεκινήσει πριν από τη Δικτατορία με το «Πάλι» (1963-1967):
«Το «Πάλι» περιβάλλεται από μια ατμόσφαιρα «καταραμένη», επειδή δεν υπήρχε τίποτα ανάλογο εκείνη την εποχή και αυτό ενοχλούσε: και τη συντηρητική πλευρά με τους «σεφερικούς» αλλά και τους άλλους της «Επιθεώρησης Τέχνης». Τη δεκαετία του 1950 υπήρξε μια παρακμή ανάλογη με του 1930 και του 1940, μια διάλυση του ποιητικού λόγου και των αντιλήψεων, μια υπερβολική συντήρηση. Η Ελλάδα ήταν μαυρόασπρη. Από τη μία η Δεξιά, από την άλλη η Αριστερά, βρισκόσουν ανάμεσα σε δύο συμπληγάδες. Στην Ευρώπη υπήρχαν οι αποχρώσεις. Το ήξερα καλά. Ανάμεσα σε αυτές τις αποχρώσεις βρισκόταν και ο υπερρεαλισμός, που επέμενε να διατηρηθεί ως ιδέα. Προσπαθούσα λοιπόν να πείσω τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και τον Κάλας να εκδώσουμε ένα περιοδικό που θα απηχούσε αυτό το πνεύμα στην ποίηση και στα εικαστικά. Ομως δίσταζαν. Μόνο όταν συναντήθηκα με την πιο νεαρή ομάδα του Μπραζίλιαν – τον Παναγιώτη Κουτρουμπούση, τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον Τάσο Δενέγρη και άλλους -, υλοποιήθηκε η ιδέα μου. Ενα περιοδικό που θα δρούσε ως παράθυρο στον κόσμο. Δεν κατάφερα να το κάνω μέχρι το 1963».
Τι το νεωτερικό προέκυψε από το «Πάλι»:
«Στην Ελλάδα δεν είχαν φτάσει τα καινούργια εικαστικά κινήματα του εξωτερικού. Είχαμε ακόμα τους κλασικούς μοντερνιστές του ’30 – Γκίκα, Τσαρούχη, Μόραλη. Στο εξωτερικό η αφαίρεση κομματιαζόταν σε διάφορες ομάδες (οπ αρτ, ποπ αρτ, λυρική αφαίρεση). Αυτός ο πλούτος ήταν άγνωστος εδώ. Εισαγάγαμε λοιπόν πολλούς νέους καλλιτέχνες: τον Αλέξη Ακριθάκη, στην πρώτη του δημόσια παρουσίαση, τον Γιάννη Γαΐτη, τον Χρήστο Καρά, τον Αλέκο Φασιανό, τον Μίνω Αργυράκη, πολύ συχνό συνεργάτη. Αλλά και πόσοι ποιητές (Εγγονόπουλος) και πεζογράφοι (Ταχτσής) δεν συνεργάστηκαν! Ο Εμπειρίκος και ο Κάλας βοηθούσαν και με έργα και με χρήματα. Ο Σεφέρης αργότερα έγινε συνδρομητής, παρ’ ότι δεν το ενέκρινε απόλυτα».
Έδρασε σαν ποιητικός χαμαιλέοντας, ασίγαστα και ιμπρεσιονιστικά απορροφώντας νοήματα, τάσεις, ιδέες. Είχε συνεργαστεί για ένα βιβλίο του με τις εκδόσεις City Lights του Φερλινγκέτι, που ανέδειξε τους Μπιτ:
«Το 1955 στο Παρίσι γνώρισα τον Γκίνσμπεργκ σταλμένος από τον Κάλας από τη Νέα Υόρκη. Το 1960 γνώρισα τον Φερλινγκέτι».
Για τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή:
«Μοιάζει σαν ακυβέρνητο καράβι, το οποίο προχωράει με πλήθος επιβατών και προσωπικού αλλά δεν έχει κατεύθυνση. Σήμερα όλοι συρρικνώνονται σε μικρές ομάδες – αμυντικά -, για να αντιμετωπίσουν αυτό που τους λείπει. Η οντότητά μας είναι αβέβαιη, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ξέρουν γιατί βρίσκονται εδώ».
Για τη θέση του ποιητή στον σημερινό κόσμο:
«Ο ποιητής αχρηστεύεται ως εξής: Σχεδόν όλοι θεωρούν ότι γράφουν ποίηση. Τα περισσότερα από αυτά που γράφονται δεν είναι ποίηση αλλά οι γράφοντες θεωρούν τους εαυτούς τους ποιητές. Διαφθείρουν το είδος και καταστρέφουν την έννοια του ποιητή. Εν τω μεταξύ σε μια τέτοια κατάσταση οι αναγνώστες δεν ξέρουν τι να διαβάσουν».
Ο ρόλος της ποίησης:
«Η ποίηση είναι ένα είδος πολύ δύσκολο για να το πλησιάσει ο καθένας. Οπως έγραψε η Βιρτζίνια Γουλφ, «η ποίηση, τέχνη αριστοκρατική, απομονώθηκε στα χέρια των ιερέων της»».