«Ήταν Ελλάδα οι Κυδωνίες από την πρώτη στιγμή που κτίστηκε το πρώτο σπίτι, από τους ψαράδες τους Μυτιληνιούς, που έρχονταν από το απέναντι νησί στα νερά των Κυδωνιών για να ψαρέψουν. Ήταν πλούσιος τόπος και ήρεμος, γι΄ αυτό ήρθαν κι έμειναν και πρόκοψαν. Γιατί δεν υπήρχαν Τούρκοι στα μέρη μας, γιατί δεν τους άρεσε να ζουν κοντά στη θάλασσα ούτε ήξεραν από τα έργα της θάλασσας. Ήταν αγρότες και ξυλοκόποι. Επομένως ποιος να έδινε στην πόλη το τούρκικο όνομα ‘‘Αϊβαλί’’;».

Κυδωνιάτες και Αϊβαλιώτες, ένα και το αυτό. Αλλά και Ελλάδα επίσης. Με δυο -τρία λόγια η Αϊβαλιώτισσα, που μιλούσε το 1983 για την πατρίδα της έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Γιατί «Η πόλη από της κτίσεώς της ως το 1915 τελώντας υπό ιδιότυπο καθεστώς  διοικητικής ανοχής απέκλειε την παρουσία εντός των ορίων της  οθωμανικών διοικητικών αρχών έναντι της καταβολής φόρου.

1

Το βιβλίο «Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες – Κυδωνιάτες και Αϊβαλιώτες»

Έτσι συγκροτούσε μια πόλη-κράτος, μια μικρή Ελλάδα στον κορμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας», όπως σημειώνει η δημοσιογράφος και συγγραφέας  Άννα Παναγιωταρέα στο βιβλίο της «Όταν οι αστοί έγιναν πρόσφυγες – Κυδωνιάτες και Αϊβαλιώτες» (εκδόσεις Μίλητος), που παρουσιάσθηκε χθες το απόγευμα στο Μουσείο Ακρόπολης.

Εύστοχος τίτλος για τη μοίρα των Κυδωνιέων της Μικράς Ασίας, που στη διάρκεια ενός αιώνα από το 1821 ως το 1922 και με φόντο την Ελληνική Επανάσταση, τους μεγάλους πολέμους και την εκ νέου χάραξη των συνόρων έχασαν δυο φορές την πατρίδα τους, υποχρεούμενοι σε αναγκαστική προσφυγιά. Έχοντας διατηρήσει υψηλό το φρόνημα και την εθνική συνείδηση ωστόσο  «Οι Κυδωνιάτες δεν έμαθαν ποτέ τουρκικά», όπως σημειώνεται στο βιβλίο.

Ένα από τα κτίρια της ακμάζουσας πόλης των Κυδωνιών

«Στις εμπορικές συναλλαγές τους με τους ξένους χρησιμοποιούσαν τα γαλλικά. Στις καθημερινές επαφές τους οι Τούρκοι μιλούσαν απταίστως ελληνικά. Οι Κυδωνιάτες από την πρώτη στιγμή που ίδρυσαν την πόλη τους ως τις τελευταίες μέρες του 1922, μιλούσαν μόνον ελληνικά και επέβαλαν τη δική τους γλώσσα και στο τουρκικό στοιχείο των γύρω περιοχών».

Ιδιόμορφη ανεξαρτησία

Εξετάζοντας την ιδιόμορφη περίπτωση των Κυδωνιατών-Αϊβαλιωτών, καθώς είχαν επιτύχει, με την ανοχή της Υψηλής Πύλης μεγάλη ανεξαρτησία η κυρία Παναγιωταρέα «επιστρέφει» σήμερα στις χαμένες πατρίδες, γυρίζοντας το ρολόι πίσω και ψηφίδα-ψηφίδα συνθέτει το ανθρώπινο μωσαϊκό αυτής της καθαρά ελληνικής πόλης.

Η ιστορία της, η κοινωνική δομή και η διοίκησή της, ο διωγμός του 1821και η δύσκολη παλιννόστηση  των Κυδωνιέων από το 1828 και μετά, για να δημιουργήσουν από την αρχή όσα είχαν χάσει, η μεγάλη οικονομική άνθηση, παράλληλα με την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης αποτελούν το πρώτο τμήμα του βιβλίου, αφού τα γεγονότα δεν σταματούν εκεί.

Πολυεθνικοί αθλητικοί αγώνες στο Στάδιο του Αϊβαλιού. Συλλογή με γυάλινα αρνητικά Ξανθοπουλίδου – Γεωργαλά

Οι δυσκολίες, τα προβλήματα – οικονομικά και κοινωνικά– της εγκατάστασης στην Ελλάδα συγκροτούν το δεύτερο μέρος, με τη δραματική περιπέτεια των προσφύγων να συνεχίζεται κάτω από άλλες συνθήκες ασφαλώς, αλλά με την υποδοχή και την αποκατάστασή τους να είναι για πολλά χρόνια ένας γολγοθάς.

Κι εδώ είναι οι συνεντεύξεις –αφηγήσεις Κυδωνιατών της πρώτης γενιάς, που προσδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στο βιβλίο, το οποίο άλλωστε αντλεί το υλικό του από τη διδακτορική διατριβή της Άννας Παναγιωταρέα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Μια έρευνα συγκεκριμένα για τον καταστατικό ρόλο, που έπαιξε η δημιουργία εθνικής συνείδησης στην κοινωνία των Κυδωνιών αλλά και για τη σκληρή συνειδητοποίηση της προσφυγικής ιδιότητας με τον βίαιο επαναπατρισμό και την εγκατάστασή τους στο μητροπολιτικό κέντρο.

Εικόνα καταστροφής στην πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή
Εικόνα καταστροφής στην πόλη που κάποτε έσφυζε από ζωή

Αυτές οι συνεντεύξεις, που έχουν ληφθεί το 1982 και το 1983 αποτελούν και το μεγάλο προσόν του βιβλίου, με την καταγραφή της μνήμης, παρ΄ότι υποκειμενική, να συνιστά ένα πολύτιμο corpus προφορικών μαρτυριών, που διαφορετικά θα είχαν χαθεί. Με την παράλληλη παράθεση εξάλλου, εγγράφων από επίσημες πηγές επιδιώκεται η αντικειμενικότητα, που λογίζεται ως επιβεβλημένη.

Ζωντανές αφηγήσεις και επίσημα έγγραφα

«Συνθέτοντας τις πληροφορίες από τα επίσημα έγγραφα και ταυτόχρονα τις αφηγήσεις των μαρτύρων, που αβίαστα κατατίθενται, αναδεικνύεται με ενάργεια η κόκκινη γραμμή, που διαπερνά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις: Από τη στιγμή που η Τουρκία αποκτά εθνική συνείδηση αντιμετωπίζει την Ελλάδα ως εδαφική απώλεια», γράφει η κυρία Παναγιωταρέα.

Κατά την ίδια εξάλλου, ως επαναπατρισθέντες και όχι πρόσφυγες νοούνται οι Μικρασιάτες που έφθασαν στα ελληνικά λιμάνια. Όπως σημειώνει, οι αφηγητές εκφράζοντας τις σκέψεις τους, τις κρίσεις και τα συναισθήματά τους για την απώλεια της πόλης, των περιουσιών τους και βεβαίως των συγγενών τους κι από την άλλη την υποτυπώδη στήριξη που είχαν από το ελληνικό κράτος –σχεδόν πτωχευμένο τότε– όσο όμως και από την υποδοχή των γηγενών, εκείνο στο οποίο στέκονταν ιδιαίτερα ήταν η λέξη «πρόσφυγας» με την οποία αναφέρονταν, κουβαλώντας την ως ένα βάρος οδύνης και απαξίωσης.

Τα πεντακόσια ορφανά που επέστρεψαν στο Αϊβαλί το 1919 από τον εκτοπισμό του 1917 μπροστά από τον ναό του Αγίου Χαραλάμπους

«Χρειάστηκε να περάσουν δύο με τρεις δεκαετίες», σημειώνει «για να επιτύχουν την κοινωνική αποκατάστασή τους , για να εκφράσουν την υπερηφάνεια τους, ότι ήρθαν πρόσφυγες από τον γενέθλιο τόπους αλλά έγιναν νοικοκύρηδες. Ειδικά οι Κυδωνιάτες ποτέ δεν παινεύτηκαν για την οικονομική τους αποκατάσταση. Παινεύονται όμως για την πνευματική προσφορά τους».

Η εκπαίδευση στις Κυδωνίες

Από το 1780 λειτουργούσαν σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης στις Κυδωνίες ενώ είκοσι χρόνια αργότερα είχε ιδρυθεί και η Ακαδημία των Κυδωνιών, καθώς οι σπουδασμένοι στην Ευρώπη και οι πλούσιοι έμποροι, που ταξίδευαν στη Μεσόγειο και στις Παραδουνάβιες  Ηγεμονίες έφερναν τα μηνύματα του Διαφωτισμού και της άνθησης των ελληνικών γραμμάτων. Οι ίδιοι πρόσφεραν χρήματα για να κτιστούν τα πρώτα σχολεία και πλήρωναν τους δασκάλους.

«Δυο πράγματα θυμάμαι με οδύνη, όταν φτάσαμε πρόσφυγες στην Ελλάδα: Τα άθλια κτίρια, που η Ελλάδα θεωρούσε ως εκπαιδευτήρια για να στεγάζει τους μαθητές της και τα κορίτσια που έμεναν σπίτι, γιατί οι οικογένειές τους δεν τους επέτρεπαν να μάθουν γράμματα», έλεγε ένας Κυδωνιάτης.

Ερειπωμένα κτίρια

«Όσα σχολεία είχαμε για τα αγόρια, άλλα τόσα είχαμε για κοπέλες. Γιατί πιστεύαμε, ότι μια μάνα για να αναθρέψει με ελληνική αγωγή τα παιδιά της και να διαφυλάξει τα ιερά και όσια του έθνους μας ήταν ανάγκη να ξέρει γράμματα», όπως συμπλήρωνε ένας άλλος.

Το Φιλεκπαιδευτικόν Σωματείον Κυδωνιών εκτός από την μέριμνά του για τα γράμματα παρουσίαζε και θεατρικά έργα ενώ θίασοι από την Ελλάδα έφθαναν τακτικά για παραστάσεις. Σ΄όλα τα σπίτια της ανώτερης τάξης υπήρχαν τουλάχιστον δύο μέλη της οικογένειας που έπαιζαν ένα μουσικό όργανο, βιολί, κιθάρα ή μαντολίνο, αλλά δεν έλειπαν και τα πιάνα –γεγονός σπουδαίο, η αγορά ενός πιάνου στην Ευρώπη και η μεταφορά τους στις Κυδωνίες – με δασκάλες από την Αθήνα.

Και το φρόνημα υψηλό! Όπως περιέγραφε ένας Κυδωνιάτης «Την 25η Μαρτίου περπατούσες μέσα στις Κυδωνίες και ήταν απλωμένες σε όλα τα μπαλκόνια οι ελληνικές σημαίες. Στην αρχή έβαζαν μόνον  οι Έλληνες υπήκοοι, αλλά από τις αρχές του αιώνα ξεθάρρεψαν και οι Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι. Μεταξωτές σημαίες και κεντημένο στη μέση μεταξωτό σταυρό και χρυσό το στέμμα». Παλιές τσιγκογραφίες, με εικόνες του Αθανάσιου Διάκου, του Κολοκοτρώνη, της Μπουμπουλίνας κοσμούσαν εξάλλου τους τοίχους των λαϊκών σπιτιών ενώ μετά τους Βαλκανικούς πολέμους γέμισαν τα σπίτια και με εικόνες του Κωνσταντίνου και λίγο μετά του Βενιζέλου. Αλλά η καταστροφή ήταν προ των πυλών…

Η τουρκική μέθοδος                                    

Οι περιγραφές της εξόδου, της άφιξης στα ελληνικά εδάφη, της υποδοχής και του αγώνα για επιβίωση που ακολουθούν, είναι  μια ατέλειωτη σειρά από δραματικά γεγονότα, που σκιαγραφούνται με τον αμεσότερο τρόπο. Παρόμοια άλλωστε με τις περιγραφές όλων των Μικρασιατών, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους κάτω από τραγικές  συνθήκες και με την απώλεια χιλιάδων ανθρώπων. Το όνειρο είχε τελειώσει και οι άνθρωποι καλούνταν πλέον να βγουν από τον εφιάλτη. Όπως και έγινε.

Το λιμάνι της πόλης

«Ξαναδιαβάζοντας  το βιβλίο», γράφει όμως η κυρία Παναγιωταρέα «διαπίστωσα ότι το μόνο που δεν αλλάζει με τα χρόνια είναι η μέθοδος πολιτικής δράσης της Τουρκίας  –παραβίαση των κανόνων Διεθνούς Δικαίου, αμφισβήτηση των συμφωνιών, επιδίωξη τετελεσμένων –που ακολουθεί συστηματικά από το 1922 ως σήμερα. Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, του οποίους η Τουρκική ιστορία αξιολογεί ως  ‘‘μεγάλη καταστροφή στην ιστορία του τουρκικού έθνους’’ προετοίμαζε την έξωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού με την αρωγή Γερμανών στρατιωτικών συμβούλων. Επέβαλε η Τουρκία de facto –προκαταλαμβάνοντας οποιαδήποτε διαπραγμάτευση– την οριστική απομάκρυνση των Μικρασιατών. Ενώ τριάντα χρόνια μετά εξανάγκασε με τη βία, την ακμάζουσα ελληνική κοινότητα να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, παραβιάζοντας συνθήκες και Διεθνές Δίκαιο. Σήμερα απειλεί την Ελλάδα με νυχτερινή εισβολή…».

Να προστεθεί τέλος, ότι σημαντικό είναι  το φωτογραφικό υλικό τεκμηρίωσης του βιβλίου με άγνωστες εικόνες από τις Κυδωνίες σε εποχές ηρεμίας και μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης αλλά τις εικόνες των καταστροφών.

Διαβάστε επίσης:

Ο προσφυγικός ελληνισμός στο Καπνεργοστάσιο – Μνήμες και ιστορίες επιβίωσης από την Βουλή των Ελλήνων

Έκθεση-κάλεσμα αρχαίων επαγγελματιών στο Μουσείο Ακρόπολης