Λιβελλογράφημα, που επιχειρεί να αποδομήσει το συστηματικό  έργο για την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μακεδονίας χαρακτηρίζει η επίτιμη έφορος Αρχαιοτήτων Ημαθίας δρ Αγγελική Κοτταρίδη  τα όσα περιλαμβάνει σε ανακοίνωσή του το Ελληνικό Τμήμα του ICOMOS  (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών) σχετικά με την αναστήλωση του ανακτόρου των Αιγών, που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, με τον τάφο του Φιλίππου αλλά και με τις ίδιες τις Αιγές.

«Στο δημοσίευμα, η εμφανών προθέσεων πολιτική κριτική αναμειγνύεται με επιστημονικοφανή ψευδοεπιχειρήματα, που δυστυχώς, δηλώνουν εύγλωττα την βαθιά άγνοια των συντακτών του ως προς τις διαδικασίες των συγχρηματοδοτούμενων  έργων (εν προκειμένω ΕΣΠΑ/ΕΠΑΝΕΚ) αλλά και ως προς τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα δεδομένα της πολυετούς συστηματικής επιστημονικής έρευνας των Αιγών και του συγκεκριμένου μνημείου», σημειώνει η κυρία Κοτταρίδη, στην επίσημη απάντησή της. Αποκρούοντας παράλληλα ένα προς ένα τα ζητήματα, που θέτει ο φορέας,  και καταθέτοντας στοιχεία που απορρίπτουν τις αιτιάσεις του.

Σημειώνεται, ότι με τίτλο «Ανάκτορο(;) Φιλίππου Β’(;) στις Αιγές(;)», με τα ερωτηματικά να υποδηλώνουν την αμφισβήτηση σε καθένα από αυτά τα θέματα –αν και επιλυμένα προ πολλού – ο συγκεκριμένος φορέας ασκεί  αρνητική κριτική τόσο στην κυρία Κοτταρίδη όσο και στο υπουργείο Πολιτισμού για το έργο της αναστήλωσης του ανακτόρου μιλώντας για «κακοποίησή» του.

Επιπλέον αρνείται ότι πρόκειται για ανάκτορο ενώ αρνείται, επίσης, το γεγονός ότι ο τάφος της Βεργίνας ανήκει στον Φίλιππο Β΄. Παράλληλα κατηγορεί το υπουργείο Πολιτισμού, ότι αποβλέπει στην πολιτική αξιοποίηση του μνημείου και παραποιεί ιστορικά και αρχαιολογικά δεδομένα, αποδίδοντάς του χρήσεις και ιδιότητες που δεν έχει.

Όπως αναφέρει μάλιστα «Το δήθεν ανάκτορο της Βεργίνας, προπαγανδίζει πάνω σε μυθεύματα, αβάσιμες ερμηνείες και κοπτοραπτική των δεδομένων, την υλοποίηση ενός δήθεν μεγαλειώδους αναστηλωτικού εγχειρήματος με εθνική σημασία».

Το κείμενο υπογράφεται από τον πρόεδρο του ελληνικού τμήματος του ICOMOS κ. Τάσο Τανούλα και την γραμματέα κυρία Αναστασία Στασινοπούλου, αρχιτέκτονες.

Χωρίς τεκμηρίωση

«Σύμφωνα με τους υπογράφοντας,  οι Αιγές δεν βρίσκονται στην Βεργίνα, ο Τάφος ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας δεν ανήκει στον Φίλιππο Β΄ και αφού οι Αιγές δεν είναι εκεί προφανώς ούτε αυτός ούτε οι υπόλοιποι είναι βασιλικοί τάφοι. Εν τέλει σύμφωνα με το αφήγημά τους και το ανάκτορο δεν είναι τίποτε άλλο από ένα  εστιατόριο του 3ου προχριστιανικού αιώνα», αναφέρει στην απάντησή της η κυρία Κοτταρίδη.

Όπως προσθέτει όμως, «σε ολόκληρη την βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, ο μόνος που διαφωνεί με την ταύτιση των Αιγών με τον συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο είναι ο Π. Φάκλαρης που δημοσίευσε σχετικό άρθρο το 1994, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μανόλη Ανδρόνικου, μολονότι από το 1978 που εργαζόταν στην ομάδα ανασκαφής ως βοηθός του καθηγητή και στην συνεχεία ως μονιμοποιηθείς στο ΑΠΘ ουδέποτε είχε εκφράσει τις όποιες αντιρρήσεις του».

 Σε γενικές γραμμές άλλωστε, όπως σημειώνει  η ίδια η αποσυσχέτιση του χώρου του ανακτόρου από τις Αιγές «διατυπώνεται προγραμματικά χωρίς κάποια  προσπάθεια τεκμηρίωσης».

Ο Μανόλης Ανδρόνικος

Συγκεκριμένα και σύμφωνα με την άποψη των υπογραφόντων αναφορικά με το τάφο ΙΙ του Φιλίππου θεωρούν δεδομένο, ότι χρονολογείται μετά το 317 π.Χ. υιοθετώντας έτσι την χρονολόγηση που δίνουν όσοι έχουν ισχυρισθεί, ότι σε αυτόν δεν ήταν θαμμένος ο Φίλιππος Β΄ (πέθανε το 336 π.Χ.) αλλά ο Φίλιππος Γ΄ Αρριδαίος (ο οποίος ανακομίστηκε στις Αιγές μετά το 316 π.Χ.).

«Αλλά πώς μπορεί να υποστηρίξει κανείς αυτό, αν …δεν βρισκόμαστε στις Αιγές και ο τάφος δεν είναι βασιλικός;», απαντά η κυρία Κοτταρίδη. Χαρακτηρίζει μάλιστα ως ενδεικτικό της επιπολαιότητας με την οποία προσεγγίζεται το ζήτημα την αναφορά ως βασική δημοσίευση που αποδεικνύει –υποτίθεται-  ότι ο Φίλιππος Β΄ δεν είναι ο νεκρός του τάφου ΙΙ, ένα άρθρο βιβλιοκρισίας με μέγεθος μικρότερο από μία σελίδα.

«Αντίθετα οι ίδιοι αποσιωπούν απολύτως και τις δημοσιεύσεις του ίδιου Μ. Ανδρόνικου, αλλά και εκείνες των ομότιμων καθηγητριών του ΑΠΘ  Σ. Δρούγου και Χ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη που υπήρξαν Διευθύντριες της Ανασκαφής μετά τον θάνατο του, επειδή όλοι αυτοί, μελετώντας το αρχαιολογικό υλικό, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Β΄», λέει η κυρία Κοτταρίδη. Ενώ «το ίδιο συμβαίνει και με τον κορυφαίο μελετητή της  αρχαίας Μακεδονίας, ακαδημαϊκό Μ.Β. Χατζόπουλο που σε αναλυτικότατο άρθρο του εξετάζει την εκτενέστατη βιβλιογραφία και όλα τα υπέρ και κατά επιχειρήματα, βάζοντας οριστική ταφόπλακα στις κάθε είδους  αμφισβητήσεις (M. Χατζόπουλος, Τεκμήρια 9, 2008, 91-118)».

Το νέο υλικό

Χαώδεις χαρακτηρίζει εξάλλου η ίδια, τις αναφορές που παρατίθενται στα ζητήματα χρονολόγησης, μορφολογίας, λειτουργιών και χρήσης του ίδιου του ανακτόρου. Κι αυτό, γιατί ενώ στην ανακοίνωση του ICOMOS αναφέρεται, ότι δεν υπήρχε δεύτερος όροφος στο ανάκτορο τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν το αντίθετο: Πρόκειται για το αναταγμένο τμήμα του δεύτερου ορόφου του προπύλου και των στοών, αλλά και τα δεκάδες μέλη, που προέρχονται από αυτές και δεν ανατάχθηκαν, αλλά εκτίθενται στο μεγάλο αίθριο ή στις επισκέψιμες από ειδικούς αποθήκες.

Επισκέπτες στο Πολυκεντρικό Μουσείο Αιγών όπου εκτίθεται τμήμα του δεύτερου ορόφου του προπύλου και των στοών του ανακτόρου

Απαντώντας μάλιστα στην κριτική για χρήση νέου υλικού, διευκρινίζει, πως στην αναστήλωση των κιόνων του περιστυλίου και των πεσσοκιόνων του προπύλου του ανακτόρου, το ποσοστό  νέου υλικού κυμαίνεται από 10-15% (που θεωρείται εξαιρετικά χαμηλό), ενώ στους τοιχοβάτες και στις υποθεμελιώσεις είναι τόσο, όσο απαιτείται για την αντιστήριξη και την ευστάθεια των αρχαίων δαπέδων με τα ψηφιδωτά και τα μαρμαροθετήματα που σώζονται σε έκταση 1.500 τ.μ.

«Αντίθετα με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό των συντακτών του δελτίου τύπου, τα δάπεδα των ανδρώνων χωρίς σωζόμενα ψηφιδωτά είναι από απλό πατημένο χώμα, ενώ τα δάπεδα στις στοές και το πρόπυλο είναι από συμπυκνωμένα αδρανή με ελάχιστη πρόσμιξη λευκού τσιμέντου. Σκληρά δάπεδα με τσιμεντοκονία δεν χρησιμοποιήθηκαν εντός  του μνημείου, επειδή δεν κρίθηκε απαραίτητο, και εκτός επειδή  ο δρόμος ανόδου μήκους μόλις 300 μέτρων διέρχεται από περιοχή του αρχαίου άστεως που δεν έχει διερευνηθεί ανασκαφικά» .

Όσον αφορά το υλικό αναστήλωσης, την τραβερτίνη, η κυρία Κοτταρίδη σημειώνει ότι πρόκειται για τον πωρόλιθο της Ημαθίας και της Πέλλας, με τα στοιχεία του να βρίσκονται στις σελίδες του ΑΠΘ όπου αναφέρεται και ο συγκεκριμένος όρος.

Άγνοια πηγών

«Παράλληλα αποσιωπούν ακόμη και το γεγονός, ότι ο ίδιος ο ανασκαφέας των βασιλικών τάφων ο Μανόλης Ανδρόνικος ζήτησε και έλαβε εξ αρχής την συνδρομή του ΥΠΠΟ στο τεράστιο ζήτημα της συντήρησης και διαχείρισης των μοναδικών ευρημάτων,  ενώ παραποιούν ασύστολα τις συντονισμένες προσπάθειες του ΥΠΠΟ και τα πολύ μεγάλα έργα που ανέδειξαν τον αρχαιολογικό χώρο των Αιγών σε ένα από τα σημαντικότερα μουσειακά σύνολα της χώρας. Προφανώς είναι ακριβώς αυτή η δράση προς όφελος των μνημείων και της αειφορίας που τους ενοχλεί, αφού ουσιαστικά αναιρεί το αποδομητικό τους αφήγημα», προσθέτει η αρχαιολόγος.

Αποδίδει επίσης, άγνοια στις απόψεις και τα επιχειρήματα του κορυφαίου μελετητή της αρχιτεκτονικής των ύστερων κλασικών-ελληνιστικών χρόνων καθηγητή W. Hoepfner, που πρώτος χρονολόγησε το μνημείο στην εποχή του Φιλίππου Β΄. Και ακόμη στο γεγονός ότι, όπως έδειξε η ανασκαφή του 2007, το νόμισμα του Λυσίμαχου που επικαλούνται ως στοιχείο χρονολόγησης στον 3ο π.Χ. αιώνα είχε βρεθεί σε λάκκο, που έγινε μετά την καταστροφή του μνημείου στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. και έτσι δεν έχει καμία αξία για την χρονολόγηση του οικοδομήματος.   «Αντίστοιχα ο Αλέξανδρος κατά την γνώμη τους ξεκίνησε την εκστρατεία από το Δίον(!) μολονότι ο Αρριανός (Ανάβασις 1.11.1) αναφέρει ρητά τις Αιγές», επισημαίνει η ίδια.

Το αναστηλωτικό έργο

Όπως αναφέρει η κυρία Κοτταρίδη το έργο συντήρησης και αναστήλωσής του μνημείου έδωσε την δυνατότητα συστηματικής και μεγάλης κλίμακας διερεύνησης και τεκμηρίωσης των καταλοίπων. Περισσότερα από 300.000 κεραμίδια και κομμάτια κεραμιδιών, σιμών και ανάγλυφων ακροκεράμων διερευνήθηκαν και ταξινομήθηκαν, περισσότερα από 20.000 αρχιτεκτονικά μέλη μελετήθηκαν, συσχετίσθηκαν, φωτογραφήθηκαν και σχεδιάστηκαν, αλλά και δεκάδες χιλιάδες κινητά ευρήματα, όλα τεκμηριωμένα και καταγραμμένα, δίνουν πια εξαιρετικά λεπτομερή στοιχεία για το κτήριο, τα οποία αποτελούν την βάση της συστηματικής μελέτης του.

Το αναστηλωμένο ανάκτορο του Φιλίππου Β΄

Παράλληλα εκπονήθηκαν εκατοντάδες σχέδια αποτύπωσης των ευρημάτων κατά χώραν καθώς και της στρωματογραφίας, όλες οι υφιστάμενες δομές σκαναρίστηκαν τρισδιάστατα, έγιναν πλείστες όσες αρχαιομετρικές αναλύσεις, συντάχθηκαν αναλυτικές μελέτες συντήρησης ψηφιδωτών, λίθων και κονιαμάτων με την βοήθεια του Κέντρου Λίθου και όλων των συναρμόδιων διευθύνσεων και τμημάτων του ΥΠΠΟ, ενώ εκπονήθηκε και η μεγάλη μελέτη αναστήλωσης που υποβλήθηκε και εγκρίθηκε ομόφωνα μετά από εξονυχιστική  συζήτηση του ΚΑΣ.

«Όλη αυτή η πολυεπίπεδη εργασία και η έρευνα σε βάθος ενός τέτοιου μνημείου είχε σαν αποτέλεσμα να αποκτηθούν πολλές νέες γνώσεις για το ίδιο, αλλά και την αρχαία αρχιτεκτονική γενικότερα που ήδη αξιοποιήθηκαν από το έργο, εν μέρει παρουσιάστηκαν σε συνέδρια και επιστημονικά άρθρα, ενώ επίκειται η αναλυτική επιστημονική δημοσίευσή τους από την ομάδα που συστάθηκε για τον σκοπό αυτόν το 2023», προσθέτει.  Συμπληρώνοντας πως οι τάφροι θεμελιώσεων των κτηρίων περιλαμβάνονται στους πλέον έγκριτους μάρτυρες χρονολόγησης  και αυτοί οι «μάρτυρες» ρωτήθηκαν συστηματικά και ανέτρεψαν ιδεοληψίες δεκαετιών για το ανάκτορο των Αιγών.

Τα ερωτήματα

Καταλήγοντας στην απάντησή της  η κυρία Κοτταρίδη θέτει ερωτήματα για την διαδικασία, με την οποία έγινε η έγκριση του εν λόγω ψηφίσματος και κατά πόσον τα μέλη του ICOMOS ενημερώθηκαν για το σύνολο της υφιστάμενης βιβλιογραφίας, ώστε να τοποθετηθούν (ίσως με ψηφοφορία) επί επιστημονικών θεμάτων κατ΄ εξοχήν αρχαιολογικών

«Ίσως θα ήταν πιο χρήσιμο», αναφέρει «να στρέψουν την προσοχή τους προς την δράση του πρώην πρόεδρου του ICOMOS Α. Νακάση και του συνεργάτη του Π. Φάκλαρη οι οποίοι το 2003-4 κατέσκαψαν και από τις δυο πλευρές σε μήκος περ. 300 μέτρων το ανατολικό σκέλος του τείχους των Αιγών μέχρι την υποθεμελίωση και στην συνέχεια έκρυψαν τις όψεις του με λαμαρίνες που κάρφωσαν επάνω του, χωρίς ποτέ να καταθέσουν, ως οφείλουν, τα ημερολόγια ανασκαφής, σχέδια αποτύπωσης, στρωματογραφίας και γενικότερα οποιοδήποτε υλικό τεκμηρίωσης, χωρίς ποτέ να λάβουν οποιαδήποτε ουσιώδη μέτρα προστασίας του μνημείου και, δυστυχώς, χωρίς ποτέ να φροντίσουν για την  στερέωση και την συντήρηση του, έστω εκπονώντας την απαραίτητη μελέτη και αυτό μολονότι έχουν περάσει ήδη 20 χρόνια. Τελικά μήπως η συντήρηση και η ανάδειξη του εντυπωσιακού  τείχους θα χαλούσε το αφήγημα της Βεργίνας χωρίς Αιγές;».

Και ως τελευταίο αλλά όχι έσχατο  προσθέτει: «Τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα μνημεία και τον χώρο τους  οι επικριτές της αναστήλωσης του ανακτόρου των Αιγών αποκαλύπτουν οι αποστροφές τους για την υπεραιωνόβια βελανιδιά, το τοπόσημο του χώρου από την αρχή του 20ου αιώνα, που κατά την γνώμη τους θα έπρεπε να κοπεί(!!!), ενώ θεωρούν ότι τα κατώφλια και οι στυλοβάτες δυσχεραίνουν την κίνηση των επισκεπτών… Ίσως κατά την άποψη τους θα έπρεπε να βγουν από την θέση τους τα αρχαία κατώφλια για να είναι απρόσκοπτη η κίνηση…».

Διαβάστε επίσης

Μελίνα: Τριάντα χρόνια χωρίς τη σύγχρονη θεά της Ελλάδας

«Μουσεία χωρίς Άντρες» – Όταν οι γυναίκες καλλιτέχνες βγαίνουν από το περιθώριο

Ώρα αποφάσεων για την Κνωσό – Παρεμβάσεις που επιβάλλονται για ένταξη στην UNESCO