ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Το ράλι της ΤΙΤΑΝ, το νέο Βατερλώ της Απαλαγάκη, το κινεζικό μαρτύριο για τον Μάνο, τα υπερόπλα Πιτσιλή, η αλήθεια για τη Μιράντα Πατέρα και ο γάτος Dollar, ο αεικίνητος Πιέρ και ο θαρραλέος πολιτικός με την κομμώτρια
Η νεανική λάμψη στα μάτια της δείχνει ότι η πραγματική ηλικία δεν είναι αυτή που γράφεται στην ταυτότητα, τα απλωμένα χαρτιά με τις σημειώσεις στο τραπέζι προδίδουν τη ζωντάνια του μυαλού και την ενεργητικότητά της.
Ο χώρος γύρω «μυρίζει» Ελλάδα. Παραδοσιακά κοσμήματα από ελληνικές φορεσιές -συλλογές ολόκληρες- μεγάλα, καδραρισμένα κεντήματα στους τοίχους. Αλλά και πολλά βιβλία παντού. Ένας χώρος μνήμης και συνάμα δουλειάς. Παρελθόν και παρόν μαζί, όπως συμβαίνει στους ανθρώπους που έχουν ζήσει πολλά, έχουν μάθει από τις εμπειρίες τους και ανοίγουν κάθε μέρα ένα καινούργιο παράθυρο στον κόσμο.
Φεβρουάριο του 2007 όλα αυτά. Με την Αμαλία Μεγαπάνου απέναντί μου, που μου είχε κάνει την τιμή να με δεχθεί στο σπίτι της και να μιλήσει μαζί μου. Αφορμή ήταν το τεράστιο έργο της
«Πρόσωπα. Και άλλα κύρια ονόματα» με 21.625 μυθολογικά και ιστορικά ονόματα της ελληνικής αρχαιότητας. Ένα magnum opus για το οποίο ήταν δικαιολογημένα υπερήφανη, παρ΄ότι είχε γράψει ήδη πολλά βιβλία, μερικά από τα οποία παιδικά και είχε κάνει αίσθηση με τον περίφημο και τολμηρό «Διάλογο με την Άννα» για τις αφηγήσεις μιας πόρνης. Μια καταγγελία για την υποκρισία των ελληνίδων αστών, που δήθεν αγνοούσαν την ύπαρξή τους, ειπωμένη από μία πραγματική αστή, μεγαλωμένη σε ένα από τα παλαιότερα τζάκια που έγραψαν την ιστορία της χώρας και έχοντας ζήσει στη συνέχεια μεγαλεία, όσο καμία άλλη.
Εδώ και μερικές ώρες και η ίδια η Αμαλία Μεγαπάνου έχει περάσει στην ιστορία, με τις αναφορές στο πρόσωπό της και τις φωτογραφίες του παρελθόντος να αναδεικνύουν την εξαιρετική καλλονή της, την φινέτσα και τη λάμψη της, τη ζωή της δίπλα στον μεγάλο Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ή ακόμη, αναζητώντας, αλλά μη ευρίσκοντας, ιδιαίτερα προσωπικά στοιχεία με διάθεση κουτσομπολιού, αναπαραγωγής φημών, διαδόσεων, υποθέσεων…
Οικογενειακές αρχές
Πολύ μακριά όλα αυτά, ωστόσο, από την προσωπικότητα αυτής της γυναίκας με την σπάνια καλλιέργεια, το ήθος, το ανεξάρτητο πνεύμα και την τόλμη της. Μιας γυναίκας που ακολούθησε ως το τέλος τις αρχές που της δίδαξε η οικογένειά της: το δέος και τον σεβασμό.
Αλλά και μία διαρκής αδικία, αν μπορεί να ειπωθεί έτσι, ο διαρκής ετεροπροσδιορισμός της προς τον μεγάλο έλληνα πολιτικό, που στερεί από την ίδια την ουσιαστική παρουσία και προσφορά της στα ελληνικά γράμματα και τον πολιτισμό γενικότερα. Ένα πεδίο στο οποίο ασκήθηκε επί χρόνια και από νεαρότατη ηλικία, κάνοντας τη μάθηση και τη δουλειά σκοπό ζωής.
Μετρημένη και προσεκτική στα λόγια της, αλλά πάντα με ένα καταλυτικό χιούμορ, ένιωθες ότι η συζήτηση μαζί της ήταν μία αβίαστη άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στο «θέλω» και στο «πρέπει», υπερισχύοντας πάντα ωστόσο, το δεύτερο.
Η καταγωγή; Η ανατροφή; Τα χρόνια, από τη γέννησή της ακόμη, δίπλα σε δημόσια πρόσωπα και όχι μόνο για το ελληνικό αλλά το διεθνές στερέωμα είχαν καθορίσει αυτή τη συμπεριφορά; Ή μήπως η δική της προσωπικότητα, ενός ανθρώπου, απόλυτα συνειδητοποιημένου για τον προορισμό στη ζωή, που ασφαλώς και δεν την αισθανόταν σαν ένα ανέμελο πέρασμα; «Δεν ξέρω γιατί ήρθαμε στη ζωή. Πάντως, όχι για να διασκεδάσουμε», είχε πει άλλωστε, ορίζοντας τη δική της φιλοσοφία, ίσως και την διαρκή πάλη για διαρκή, προσωπική βελτίωση.
«Σίγουρα έχουμε ένα χρέος. Όπως το να περπατάμε όλοι μαζί. Κι έχουμε ανάγκη να στηρίζουμε τον διπλανό μας», έλεγε.
Ρήξεις με το παρελθόν
Η Αμαλία Μεγαπάνου ήξερε να προχωρεί μπροστά κόβοντας, όχι έναν αλλά πολλούς, ομφάλιους λώρους. Από τον πρώτο, τον μητρικό, έτσι ώστε να της μείνει η ανάμνηση μιας ωραίας κοπέλας, μιας θαυμάσιας γυναίκας που είχε υποφέρει και όχι «η μαμά, που μου τις έβρεχε», όπως έλεγε η ίδια για την μητέρα της περιγράφοντάς την τρυφερά ως «θεομηνία», ως τον συζυγικό φυσικά.
«Όταν περπατάει κανείς, πάει μπροστά. Δεν κοιτάζει πίσω. Δεν χρειάζεται συνέχεια να σκεπτόμαστε τα λάθη μας και να μοιρολογούμε», μου είχε πει. Και πάλι όμως, μιλώντας γενικά, χωρίς αναφορές και παραδείγματα.
Φίλοι, της είχαν μιλήσει νωρίτερα, εξασφαλίζοντάς μου καλές συστάσεις αλλά η ίδια είχε απορρίψει ήδη, από το τηλεφώνημα που είχε προηγηθεί, την πιθανότητα οποιασδήποτε συζήτησης για την δική της «αρχαία ιστορία», όπως την είχε χαρακτηρίσει.
Αναμενόμενο, αφού ουδέποτε, είτε στα χρόνια της κοινής ζωής της με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είτε αργότερα, μίλησε έστω και ελάχιστα για τα προσωπικά της… Κάποιες μικρές νύξεις ίσως, αλλά κι αυτές, σχεδόν σιβυλλικές, ίσα ίσα τροφή για ερμηνείες. «Εκείνο που έχει σημασία είναι, ότι όσα χρόνια δεν μιλώ δημόσια, δεν είναι από έλλειψη αντίληψης, αλλά από επιλογή», είχε πει άλλωστε, κόβοντας κάθε συζήτηση.
Έχοντας δεχθεί το θαυμασμό αλλά και την αδιακρισία του κόσμου, όταν θέλησε ν΄ αλλάξει τη ζωή της, εκείνη έμεινε πάντα σταθερή στα πιστεύω της, σε ό,τι επέβαλλε η ανατροφή της, χωρίς ν΄αφήσει την παραμικρή χαραμάδα για να κοιτάξει κανείς μέσα απ΄αυτήν. Η «κλειδαρότρυπα» δεν ήταν υπήρχε καν στο δικό της σύμπαν.
Μια ισχυρή προσωπικότητα
Φανταζόταν κανείς, ότι θα μπορούσε μία γυναίκα να εγκαταλείψει έτσι εύκολα τον Κωνσταντίνο Καραμανλή; Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ΄60 και του ΄70 αυτό ήταν ανήκουστο, όπως και κάθε διαζύγιο άλλωστε. Η γυναίκα όφειλε να ακολουθεί τον άνδρα της, όποια προβλήματα κι αν υπήρχαν στο σπιτικό τους, πόσο μάλλον, αν ήταν σύζυγος πολιτικού, οπότε είχε την υποχρέωση να μένει στη σκιά του, «σιωπηλή», λόγω και έργω.
Η λαϊκή επιθυμία άλλωστε ήθελε τον μετέπειτα εθνάρχη να συνοδεύεται πάντα από την καλλονή σύζυγό του ως ένα ζευγάρι πρότυπο, που η ελληνική κοινωνία αδυνατούσε να προσεγγίσει αλλά μόνον αυτό μπορούσε να συγκριθεί με αντίστοιχα της Δύσης. Εκείνη η αντιπαραβολή με το ζεύγος Κέννεντι και η υπεροχή της Ελληνίδας πρώτης κυρίας στην προβεβλημένη διεθνώς Τζάκι, κατά την περίφημη επίσκεψη στις Ηνωμένες Πολιτείες, εξακολουθεί να γεμίζει το ελληνικό φαντασιακό με εθνική υπερηφάνεια.
Η Αμαλία Μεγαπάνου όμως, με την δική της ισχυρή προσωπικότητα ήρθε να ανατρέψει τα δεδομένα κάνοντας την υπέρβαση σε προκαταλήψεις και οπισθοδρομικές αντιλήψεις. Η υποταγή ασφαλώς και δεν ήταν του χαρακτήρα της, άλλωστε, όπως είχε αναφέρει κάποτε «Μητροκρατία είχαμε πάντα. Από τις θεές του Ολύμπου, ακόμα. Ο Ευριπίδης δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τις γυναίκες, ωστόσο τους έδωσε τους καλύτερους ρόλους»!
Αν και εφ΄όσον λοιπόν αληθεύουν εκείνες οι ιστορίες για τασάκια που εκσφενδονίζονταν στον αέρα, από χέρι πολιτικού βεβαίως και ανάγωγες λέξεις, από χείλη πολιτικού επίσης προς τη σύντροφό του, ή ακόμη και οι πληροφορίες περί «τρίτου προσώπου» φαντάζεται κανείς, ότι μία γυναίκα σαν την Αμαλία, Καραμανλή τότε, θα τις ανεχόταν για πολύ;
Κι ο ίδιος ο Καραμανλής είχε παραδεχτεί μάλιστα, μιλώντας πολύ μετά το διαζύγιό τους στον Τάκη Λαμπρία, πως η Αμαλία «Είχε δυνατό χαρακτήρα, κάπως αυταρχικό». Στοιχεία, που σε συνδυασμό με τα παρόμοια δικά του, είχαν οδηγήσει ενδεχομένως στο ναυάγιο του γάμου τους. Από τους δύο εξάλλου, ήταν εκείνη που γύρισε σελίδα για να ξαναπαντρευτεί, και μάλιστα πολύ γρήγορα το 1973, τον νεανικό της έρωτα, τον μαιευτήρα Επαμεινώνδα Μεγαπάνο, του οποίου το όνομα κράτησε και χρησιμοποίησε στη συνέχεια, για να ξαναχωρίσει και να αφοσιωθεί οριστικά στο συγγραφικό της έργο.
«Πάντα μου άρεσε να γράφω. Αν ξέρω κάτι θέλω να το μεταδώσω και στους άλλους. Αν μπορώ να βοηθήσω κάπου, θέλω να το κάνω», δήλωνε πολύ απλά. Εκείνες οι ώρες, που περνούσε στην πλούσια βιβλιοθήκη του θείου της, όχι απλώς δεν είχαν πάει χαμένες αλλά είχαν δώσει ωραίους καρπούς.
Το πατρικό σπίτι
Πίσω στο 2007, στο τραπεζάκι δίπλα της, δύο φωτογραφίες την συντρόφευαν. Στην μία δύο παιδιά: «Ο πατέρας μου, ο καλύτερος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου, με τον θείο Παναγιώτη». Και στη δεύτερη ο πατριός της Ανδρέας Παπανικολάου. Γιατί «Από όλους έχω πάρει κάτι. Ακόμη και από τον πατριό μου πήρα την πολιτική σκέψη. Διότι μου άρεσαν καλύτερα τα δικά του από τα κανελλοπουλαίικα», όπως είχε πει! Από τον πατέρα της όμως, καμάρωνε, ότι έχει πάρει την επιμονή και την επιμέλεια. Προσόντα, που την βοήθησαν ειδικά στο συγγραφικό της έργο. Όλη η οικογένεια άλλωστε είναι «παρούσα» σ΄αυτό το σπίτι με όποιο τρόπο.
Το διαμέρισμα ανήκε στον πατέρα της, που το είχε αγοράσει με χρήματα αποζημίωσης από την υπηρεσία του κι εκείνη του είχε υποδείξει να το αποκτήσει. ΄Εμενε εκεί με τη γιαγιά της, την Αμαλία Κανελλοπούλου, «πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο, που υπέφερε πολλά από τα πολιτικά γεγονότα κι όμως δεν της φάνηκε, δεν μας είπε ποτέ τίποτε δυσάρεστο». Και το δικό της δωμάτιο μετέτρεψε μετά, όταν πια εγκαταστάθηκε στο σπίτι, σε γραφείο της.
Γεννημένη στην Πάτρα, κόρη του Αναστάσιου Κανελλόπουλου, ανιψιά του πολιτικού και ακαδημαϊκού Παναγιώτη Κανελλόπουλου και εγγονή της αδελφής του πρωθυπουργού Δημητρίου Γούναρη, ουδέποτε έδειξε ενδιαφέρον ωστόσο για την πολιτική. «Τα ενδιαφέροντά της ήταν περισσότερο πολιτιστικά, παρά πολιτικά» είχε επισημάνει και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής».
Αντίθετα λοιπόν, μπαινοβγαίνοντας από μικρή στο φαρμακείο του πατέρα της, θα ήθελε, όπως έλεγε, να έχει γίνει φαρμακοποιός. Με την διάθεση της προσφοράς από μικρή και με το παράδειγμα του παππού, που είχε φτιάξει στην Κατοχή ένα φάρμακο που μπορούσε να γιατρεύει τα κρυοπαγήματα. «Αλλά εμείς, ξέρετε, ήμασταν μία οικογένεια, που για την πολιτική, τα πουλήσαμε όλα. Και ο πατέρας μου κατέληξε από φαρμακοποιός, υπάλληλος της Αγροτικής», όπως μου είχε πει.
Άνθρωπος του σκοπού
Δεν σπούδασε όμως, με την ακαδημαϊκή έννοια του όρου, κι αυτό μάλλον της κόστιζε, παρ΄ότι πήρε μαθήματα ιδιωτικά από την αρχαιολόγο Αθηνά Καλογεροπούλου ενώ στη Γαλλία, εκτός από την άσκηση τη γλώσσας, μελέτησε ειδικά τους αρχαίους συγγραφείς.
Για την αποτυχημένη προσπάθειά της όμως, να μάθει ισπανικά είχε να διηγηθεί η ίδια μια μικρή, χαριτωμένη αλλά και αποκαλυπτική για την ιδεολογικές θέσεις της ιστορία: «Όταν παντρευόταν η Σοφία τον Χουάν μού ζήτησαν να γνωρίσουν τη δασκάλα μου για να κάνει και σ΄ εκείνη μάθημα. Τότε με ρώτησαν αν θέλω να κάνουμε μαζί. Οπότε κι εγώ απάντησα, ότι είχα αποφασίσει να σταματήσω! Και πάνε τα ισπανικά!».
Χρόνια νωρίτερα εξάλλου, στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, φρεσκοπαντρεμένη ακόμη, αλλά χωρίς καμία διάθεση να παραμένει άπρακτη, θέλησε να γνωρίσει και να βοηθήσει την Αγγελική Χατζημιχάλη, που θαύμαζε ιδιαίτερα. «Τι ξέρεις να κάνεις», την είχε ρωτήσει εκείνη. «Τίποτε», απάντησε η νεαρή Αμαλία. Αλλά ούτε η μία, ούτε η άλλη πτοήθηκαν. Η μεγάλη λαογράφος της έδειξε, πώς να αντιγράφει τα παραδοσιακά σχέδια των κεντημάτων, που ήδη εξαφανίζονταν κι εκείνη όχι μόνον τα αντέγραψε αλλά και κέντησε ενενήντα από αυτά. (Εκδόθηκαν αργότερα σε δύο τόμους με τον τίτλο «Κεντήματα» για το Μουσείο Μπενάκη).
Σε κάθε περίπτωση η Αμαλία Μεγαπάνου ήταν άνθρωπος, που δεν άφησε τον χρόνο και τη ζωή του να πάνε χαμένα, δεν θέλησε να εγκλωβιστεί σε επιβαλλόμενους ρόλους, να αρκεστεί σε ευκολίες και απλώς να περάσει καλά. Όσο κι αν ψάξει κανείς, κούφιες κοσμικότητες και ελαφρές διασκεδάσεις, δεν θα τα βρει στη ζωή της. Ούτε είχε ανατραφεί, ούτε είχε ζήσει έτσι. Άνθρωπος του σκοπού ήταν πάντα.
Και μόνο το γεγονός, ότι επί δώδεκα χρόνια δούλευε καθημερινά επί ένα συνεχές οκτάωρο, προκειμένου να ολοκληρώσει το λεξικό της αρχαίας ελληνικής γραμματείας δείχνει πόσο διαφορετικός και πιο ουσιαστικός άνθρωπος ήταν, από την εικόνα που είχαν σχηματίσει οι άλλοι γι΄ αυτήν. «Η λέξη-κλειδί για το έργο μου θέλω να είναι ο σεβασμός. Σέβομαι αυτόν που με διαβάζει. Γι΄αυτό θέλω να του δίνω ό,τι καλύτερο», έλεγε.
Μπορεί να έγραφε όμως για όλους τους άλλους, αλλά όχι για τον εαυτό της. «Δεν πρόκειται να το κάνω. Δεν θα γράψω ποτέ για μένα», ήταν η κατηγορηματική της απάντηση σε ερώτησή μου και έτσι έγινε. Παρά τις επιθυμίες πολλών, που θα ήθελαν να διαβάσουν, να μάθουν πράγματα από αυτά που γράφουν στις αυτοβιογραφίες τους οι άνθρωποι. Δεν έζησε μια ολόκληρη ζωή, διαφυλάσσοντας τον εαυτό της και τους γύρω της από την δημόσια έκθεση, για να αλλάξει γνώμη στα στερνά…
«Είμαι άνθρωπος της έρευνας, αλλά τι να ερευνήσω; Τον εαυτό μου; Πλήττω θανάσιμα», μου είχε πει μ΄ένα ιδιαίτερο χιούμορ. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια, ότι αρνιόταν τη διαδρομή της. Το αντίθετο, φαινόταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη από αυτήν, έχοντας περάσει «από δάση, από χαράδρες, από επικίνδυνα μέρη ή από ανέσεις», που την οδήγησαν τελικά στην ολοκληρωμένη προσωπικότητα που έγινε. «Γι’ αυτό λέω την ηλικία μου, γιατί την έχω περπατήσει, δεν την έχω περάσει έτσι», έλεγε με χάρη.
Κι αν την αντιπροσώπευε περισσότερο κάτι, σαν χαρακτήρα και στάση ζωής ήταν μια απλή, αλλά υπερήφανη φράση της: «Η Αμαλία Μεγαπάνου είναι το παιδί της μάνας μου και του πατέρα μου, που έφθασε ίσαμε εδώ».
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Κώστας Τσουκαλάς: Οι ισχυρισμοί του κ. Μαρινάκη, προσπάθεια για χειραγώγηση της κοινής γνώμης
- Παύλος Μαρινάκης: Λίγο παραπάνω από 24 ώρες άντεξε η πρόταση του κ. Ανδρουλάκη για μείωση του ΦΠΑ
- Tράπεζες: Αντικρουόμενες οι εκτιμήσεις των αναλυτών της Morgan Stanley και της Eurobank Εquities για τις μετοχές του κλάδου
- Καλαφάτης: Ο λαϊκισμός δεν είναι εύκολος αντίπαλος