ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Ένα πίνακα του Βαν Γκογκ, που εκτίθεται σήμερα στο μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα, διεκδικούν οι κληρονόμοι εβραίας συλλέκτριας, της οποίας η περιουσία, μαζί και το συγκεκριμένο έργο, είχε λεηλατηθεί από τους Ναζί πριν από τον πόλεμο.
Η αγωγή έχει ήδη κατατεθεί σε δικαστήριο του Σαν Φραντσίσκο και στρέφεται τόσο εναντίον του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή όσο και του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, καθώς η τελευταία «επίσημη» αγοραπωλησία του έργου έγινε μέσω αυτού. Μάλιστα υποστηρίζεται ότι το ΜΕΤ είχε πουλήσει κρυφά τον πίνακα το 1972, για να μην τον επιστρέψει στην κάτοχό του, η οποία τον αναζητούσε.
Με την αγωγή έτσι, οι ενάγοντες ζητούν την επιστροφή του έργου, τα έσοδα από την πώλησή του από το ΜΕΤ, καθώς και αποζημίωση με βάση την αγοραία αξία του.
Πρόκειται για μία υπόθεση πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα, αν και όχι για τα διεθνή, αφού μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περιουσίες και κυρίως έργα τέχνης Εβραίων, που είχαν καταληστευθεί από τους Ναζί άρχισαν να επιστρέφονται.
Ωστόσο λόγω της ανάμιξης του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης, που είναι από τα μεγαλύτερα του κόσμου, αλλά του ελληνικού ιδρύματος του εφοπλιστή Βασίλη Γουλανδρή, έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις στον διεθνή Τύπο.
Ο πίνακας του Βίνσεντ βαν Γκογκ «Το μάζεμα της ελιάς» του 1889 ανήκε στην Χίτβιχ Στερν, κάτοικο Μονάχου, η οποία αναγκάστηκε να τον αποχωριστεί το 1936, όταν εγκατέλειψε τη Γερμανία μαζί με τον σύζυγο και τα παιδιά της για να γλιτώσει από τις διώξεις των Ναζί, που φυσικά της απαγόρευσαν να πάρει τη συλλογή της.
Έκτοτε «χάθηκε» για την οικογένεια, η οποία είχε στο μεταξύ εγκατασταθεί στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, παρά τις προσπάθειες εντοπισμού του. Κάτι όμως, που έγινε τελικά, όπως αναφέρεται στην αγωγή, μετά τα εγκαίνια του Μουσείου Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή.
Σχόλιο πάντως για το θέμα δεν έχει υπάρξει ως αυτή τη στιγμή, ούτε από το ίδρυμα ούτε από το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης.
Η διαδρομή του έργου
Στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Γουλανδρή η αναφορά στο έργο του Βαν Γκογκ περιλαμβάνει μία διαδρομή στην οποία δεν αναφέρεται καθόλου η Χίτβιχ Στερν αλλά ο προηγούμενος ιδιοκτήτης Alfred Wolff από το Μόναχο και επίσης οι Thannhauser, Astor, Knoedler, το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης και η γκαλερί Marlborough.
Όπως επίσης ότι το έργο από το 1972 βρίσκεται σε ιδιωτική συλλογή. Είναι άγνωστο επομένως, αν το ζευγάρι των ελλήνων συλλεκτών γνώριζε την πραγματική προέλευση του πίνακα ή αν για όλα είναι υπεύθυνο το ΜΕΤ και η διοίκησή του εκείνης της εποχής.
Γεγονός είναι εξάλλου, ότι το Ίδρυμα Γουλανδρή όχι μόνον δεν κρύβει το έργο αλλά το εκθέτει κανονικά στον πρώτο όροφο του μουσείου, εκεί όπου φωτογραφήθηκε από εκπρόσωπο των μηνυτών στις 10 Δεκεμβρίου, όπως αναφέρεται στη φωτογραφία που περιλαμβάνεται στην αγωγή.
Επιπλέον, από τον Μάρτιο ως τον Ιούνιο το είχε δανείσει σε μία μεγάλη έκθεση, αφιερωμένη στον Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ με τίτλο «Ο Βαν Γκογκ και οι ελαιώνες».
Όσον αφορά την αξία του έργου υπήρχε μία αναφορά το 2018, ότι ανέρχεται στα 250.000 δολάρια, μία εκτίμηση όμως, εντελώς εκτός πραγματικότητας, προκειμένου για έναν ζωγράφου του επιπέδου του Βαν Γκογκ.
Σε κάθε περίπτωση και αφού η υπόθεση έχει φθάσει στα δικαστήρια πολλά ερωτηματικά αναμένεται να απαντηθούν.
«Η συμπεριφορά των κατηγορούμενων, όπως υποστηρίζεται στο παρόν ήταν απρόβλεπτη, δόλια και κακόβουλα και έγινε συνειδητά σε παραβίαση των δικαιωμάτων της Hedwig Stern και των κληρονόμων της, δικαιολογώντας έτσι την επιβολή υποδειγματικών ή τιμωρητικών αποζημιώσεων», αναφέρεται πάντως στην αγωγή, το πλήρες κείμενο της οποίας έχει στη διάθεσή του το mononews.
Οι κληρονόμοι
Εννέα είναι οι κληρονόμοι της Στερν, η οποία απεβίωσε το 1983.
Άλλοι είναι εγκατεστημένοι στο Λος Άντζελες και το Όκλαντ της Καλιφόρνιας, ένας στο Σιάτλ και δύο στο Ισραήλ.
Σύμφωνα με την αγωγή η ιστορία της υπόθεσης είναι σχεδόν μυθιστορηματική:
Όταν η Χίτβιχ Στερν δραπέτευσε από τη Γερμανία στα τέλη Δεκεμβρίου 1936, η Γκεστάπο της απαγόρευσε να εξάγει τον πίνακα και άλλα έργα τέχνης.
Ο πρώην δικηγόρος της όμως Kurt Mosbacher διατάχθηκε να διοριστεί ως «έμπιστος» (ή «Treuhaender») για τη Χίτβιχ και τον σύζυγό της Φριτς Στερν.
Τον Απρίλιο του 1938, ο Kurt Mosbacher βρήκε ως αγοραστή για τον Βαν Γκογκ αλλά και για έναν πίνακα του Ρενουάρ που επίσης ανήκε στην Στερν τον γερμανό συλλέκτη Theodor Werner.
Και πράγματι η πώληση έγινε αλλά τα χρήματα κατατέθηκαν σε έναν λογαριασμό μπλοκαρισμένο(!) από τον οποίο και κατασχέθηκαν οριστικά μαζί με όλη την περιουσία των Στερν τον Ιανουάριο του 1939 από τους Ναζί.
Η Στερν δεν έλαβε ποτέ καμία αποζημίωση για τα λεηλατημένα έργα, ούτε φυσικά τα ίδια τα έργα.
Το 1955 ωστόσο, ο Theodor Werner της επέστρεψε ένα έργο του Κουρμπέ, επίσης κλεμμένο.
Βάσει των πληροφοριών που έχουν συλλεχθεί όμως, ο πίνακας του Βαν Γκογκ είχε μεταφερθεί στο Παρίσι από τον Ιανουάριο του 1948.
Από εκεί ο Justin Thannhauser φέρεται να τον μετέφερε στη Νέα Υόρκη, όπου θα τον πουλούσε στον πλούσιο κληρονόμο Vincent Astor.
Να σημειωθεί όμως, ότι ο Thannhauser γνώριζε προσωπικά τη Στερν και ήξερε ότι είχε δραπετεύσει από τη Γερμανία στο τέλος του 1936 ενώ γνώριζε επίσης προσωπικά τον Theodor Werner, πριν από την πώληση του πίνακα.
Δεν έκανε ωστόσο καμία κίνηση προς την πλευρά της Στερν.
Μνημείων άνδρες
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και από το 1948 ως το 1955, η Χίτβιχ Στερν υπέβαλε επίσημες αξιώσεις στη Γερμανία για την ανάκτηση του πίνακα ή για να λάβει αποζημίωση, αλλά χωρίς επιτυχία.
Μεταξύ άλλων όμως γνωρίστηκε και η ίδια το 1951 με τον Lane Faison ιστορικό της τέχνης, που ανήκε στο Τμήμα Μνημείων, Καλών Τεχνών και Αρχείων του Στρατού των ΗΠΑ, ο οποίος εργαζόταν στο Μόναχο για την ανάκτηση της λεηλατημένης από τους Ναζί τέχνης.
Ο Faison μάλιστα ήταν ένας από τους φημισμένους «Μνημείων άνδρες» του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το ΜΕΤ αγόρασε τον πίνακα το 1956 από τον Vincent Astor. Οι κληρονόμοι της οικογένειας Στερν όμως πιστεύουν ότι ο τότε επιμελητής του μουσείου Theodore Rousseau γνώριζε ή αγνόησε συνειδητά, ότι είχε ο πίνακας είχε λεηλατηθεί από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους.
Κι αυτό, γιατί ο Rousseau ήταν συνάδελφος εν καιρώ πολέμου με τον Lane Faison, καθώς ήταν κι αυτός, όπως επίσης και άλλα μέλη του μουσείου, από τους κορυφαίους εμπειρογνώμονες στον κόσμο για τη λεηλασία των Ναζί, ανήκοντας στο «Monuments Officers» του στρατού των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με την αγωγή έτσι «Ο Chief Curator Rousseau και οι συνάδελφοί του στο Met είχαν την καλύτερη δυνατή γνώση και τις δεξιότητες για τη διεξαγωγή έρευνας προέλευσης σχετικά με το έργο».
Στο κείμενο αναφέρεται επίσης, ότι και μόνη η παρουσία του πίνακα στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα έπρεπε να σηματοδοτεί ένα «κόκκινο πανί» για να εξετασθεί η προέλευσή του.
Η κρυφή πώληση
Κατόπιν αυτών οι μηνυτές εκφράζουν την πεποίθηση ότι ο Lane Faison και ο Theodore Rousseau είχαν συζητήσει το θέμα και ότι η διεκδίκηση της Χίτβιχ Στερν έγινε το πραγματικό κίνητρο του Theodore Rousseau να πουλήσει κρυφά τον πίνακα, τον Μάιο του 1972.
Σημειώνεται ότι το ΜΕΤ διατηρεί αυτή τη στιγμή αρχεία, που αφορούν το δική του θητεία εκεί, αλλά το μουσείο έχει αποτρέψει την πρόσβαση του κοινού σε ορισμένα από αυτά ως το 2073, με άλλα λόγια, μέχρι 100 χρόνια από τον θάνατό του (πέθανε το 1973).
Οι κληρονόμοι της Στερν πάντως έμαθαν για τον 100ετή αποκλεισμό, μόλις πρόσφατα.
Μια αναφορά εξάλλου, που κατατέθηκε μαζί με την αγωγή, γραμμένη από τον Τζόναθαν Πετρόπουλο, καθηγητή ευρωπαϊκής ιστορίας στο Claremont McKenna College και ειδικό σε θέματα λεηλασίας έργων τέχνης από Ναζί υποστηρίζει, ότι το μουσείο πούλησε το έργο «αθόρυβα» τη δεκαετία του ΄70 επειδή συνειδητοποίησε τις παράνομες συνθήκες της αρχικής του πώλησης.
Να σημειωθεί, επίσης, ότι εκείνη την εποχή οι New York Times είχαν αποκαλύψει την πώληση, θεωρώντας την ως «ασυνήθιστη κίνηση» και αναφέροντας, ότι αγοραστής ήταν ένας «ιταλός βιομήχανος» ο Τζιάνι Ανιέλι (!), συνεργάτης της Marlborough Gallery.
Το ΜΕΤ είχε απαντήσει τότε, μέσω του διευθυντή του Thomas Hoving, ότι επρόκειτο για μία κίνηση στρατηγικής ώστε να υπάρξουν χρήματα για άλλες αγορές «παλαιών δασκάλων». Κάτι, που δεν θα μπορούσε όμως να ισχύει για έναν Βαν Γκογκ, πόσο μάλλον που το μουσείο έμεινε τότε χωρίς έναν από τους 15 πίνακες ελαιοδέντρων, που είχε ζωγραφίσει ο Βαν Γκογκ ενώ βρισκόταν στο ψυχιατρείο Σεν-Ρεμί κοντά στην Αρλ.
Εξάλλου για να καλύψει αυτό το κενό, το ΜΕΤ αποδέχθηκε το 2002 ένα κληροδότημα από τον Walter Annenberg με μία από τις μεταγενέστερες εκδοχές του έργου, που ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε στο εργαστήριό του και όχι με θέα το τοπίο.
Οι οικονομικές συναλλαγές
Οι κληρονόμοι της Στερν και μηνυτές δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν πώς και πότε, μετά το 1972, πέρασε στη συλλογή Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή ο πίνακας.
Έχουν έρθει σε επικοινωνία μάλιστα με εκπροσώπους του μουσείου στην προσπάθειά τους να τον ανακτήσουν, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστές οι όποιες και αν συζητήσεις.
Τα διεθνή Μέσα όμως αναφέρουν και τις πολύπλοκες, όπως τις χαρακτηρίζουν, οικονομικές συναλλαγές της οικογένειας Γουλανδρή, λεπτομέρειες των οποίων ήρθαν στο φως με την διαρροή των Panama Papers, περιλαμβάνοντας υπεράκτιους λογαριασμούς και τη μεταφορά των πινάκων σε εταιρείες-βιτρίνες.
Όλα αυτά βέβαια μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με το συγκεκριμένο θέμα.
Σε κάθε περίπτωση αναμένεται η εξέλιξη.
Τα Panama Papers
Το Νοέμβριο του 2004 η δικηγορική εταιρία «Mossack Fonseca» σύστησε ανώνυμες εταιρίες και μέσω αυτών, άρχισε να πουλά έργα της συλλογής Γουλανδρή υπό την αιγίδα της «Wilton Trading».
Ανάμεσα σε αυτά ο πίνακας του Πιερ Μπονάρ «Dans le cabinet de toilette or Jeune fille s’essuyant» που πωλήθηκε από την «Tricornio Holdings», ο πίνακας «Les Comédiens» του Σαγκάλ που πωλήθηκε από την «Heredia Holdings» έναντι 2,3 εκατ. δολαρίων μέσω του οίκου δημοπρασιών Sotheby’s και ένας άλλος πίνακας του Σαγκάλ με τίτλο «Le violiniste bleu», που πωλήθηκε από την Talara Holdings.
Όλα τα έργα τα οποία μπήκαν στις δημοπρασίες αναφέρονταν ότι ανήκαν σε «ιδιωτική ευρωπαϊκή συλλογή» εκτός από αυτό του Πιερ Μπονάρ, που έγραφε ότι ανήκε στον Βασίλη Γουλανδρή.
Οι τέσσερις εταιρίες που πούλησαν έργα της συλλογής Γουλανδρή συστάθηκαν λίγο πριν τις αγοραπωλησίες και διαλύθηκαν λίγο μετά, χωρίς να αφήσουν ίχνη του πραγματικού ιδιοκτήτη τους.
Τα αρχεία που διέρρευσαν αποδεικνύουν ότι και οι τέσσερις εταιρίες μοιράζονταν έναν κοινό ιδιοκτήτη: τη Μαρί Βορίδη.
Η Μαρί Βορίδη, γνωστή ως Ντόντα Βορίδη, ήταν αδερφή του Βασίλη Γουλανδρή και απεβίωσε τον Δεκέμβριο του 2015.
H Wilton Trading
Όταν το 2000 η Ελίζα Γουλανδρή απεβίωσε, οι κληρονόμοι της ανακάλυψαν ότι η συλλογή έργων τέχνης είχε πουληθεί σε μια εταιρεία του Παναμά με την επωνυμία Wilton Trading.
Συγκεκριμένα, το 1985, σύμφωνα με τον ανιψιό του Βασίλη Γουλανδρή, Πέτρο Ι. Γουλανδρή, ο Έλληνας εφοπλιστής πούλησε ολόκληρη τη συλλογή με τους 83 πίνακες στην εξαιρετικά χαμηλή τιμή των 31.700.000 δολαρίων στην εταιρεία Wilton Trading.
Όμως, στην πραγματικότητα, οι πίνακες δεν έφυγαν ποτέ από την κατοχή του ζεύγους Γουλανδρή. Απόδειξη αυτού αποτελεί ότι πολλές φορές η συλλογή τους βρέθηκε να εκτίθεται σε διάφορα μουσεία και εκθέσεις, πάντα με την υποσημείωση ότι ανήκει στο ζεύγος, όπως αναφέρει ο Μπερνστάιν.
Το θέμα έφτασε γρήγορα στα δικαστήρια της Λοζάννη στην Ελβετία προκειμένου να καθοριστεί ποιος έχει την νόμιμη κυριότητα της συλλογής, μετά την προσφυγή της Ασπασίας Ζαΐμη, ανιψιάς της Ελίζας Γουλανδρή, το 2013, η οποία αποφάσισε να διεκδικήσει το μερίδιο που της ανήκε από την συλλογή των έργων τέχνης.
Η ελβετική εισαγγελία βρήκε πολλά κενά στην πώληση της συλλογής στην Wilton Trading, που υποτίθεται ότι δημιουργήθηκε το 1981, αλλά δεν είχε διευθυντικά στελέχη έως το 1995.
Το πιο τρανταχτό ήταν ότι το χαρτί πάνω στο οποίο αναφέρεται η συμφωνία πώλησης «δεν υπήρχε το 1985, και κανείς δεν ήταν σε θέση να αποδείξει ότι τα χρήματα άλλαξαν χέρια», σύμφωνα με την έκθεση της Διεθνούς Κοινοπραξίας Ερευνητών Δημοσιογράφων.
Αυτό πάντως δεν εμπόδισε τις ανώνυμες εταιρείες που συστάθηκαν από την Mossack Fonseca να αρχίσουν πωλούν ορισμένα από τα έργα ζωγραφικής του κ. Γουλανδρή υπό την αιγίδα της Wilton Trading, τον Νοέμβριο του 2004.
Τα έργα τα οποία μπήκαν στις δημοπρασίες αναφέρονταν ότι ανήκαν σε «ιδιωτική ευρωπαϊκή συλλογή» και μόνο στον πίνακα του Πιερ Μπονάρ Dans le cabinet de toilette or Jeune fille s’essuyant, αναφέρεται το όνομα του Βασίλη Γουλανδρή ως ιδιοκτήτη.
Για την ιστορία, ο πίνακας αυτός έμεινε απούλητος στην δημοπρασία του Sotheby’s τον Φεβρουάριο του 2005 με εκτιμώμενη αξία 2,8 – 4,2 εκατ. δολαρίων.
Ο άλλος πίνακας που δημοπρατήθηκε την ίδια βραδιά, Les Comédiens του Σαγκάλ, πουλήθηκε έναντι 2,3 εκατ. δολαρίων.
Σε ιδιωτική πώληση άλλαξε χέρια και ένας πίνακας του Βαν Γκογκ του 1888, που απεικονίζει ένα μπολ με πορτοκάλια. Πουλήθηκε σε ένα Καλιφορνέζο συλλέκτη, ονόματι Greg Renker από την εταιρεία “Jacob Portfolio Incorporated”, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά στο όνομα ΓουλΗ Ντόντα Βορίδη το 1977 από τον Άντι Γουόρχολ
«Και οι τέσσερις εταιρείες (που πούλησαν τους πίνακες) συστάθηκαν λίγο πριν τις συναλλαγές και διαλύθηκαν λίγο αργότερα χωρίς να αφήσουν κανένα ίχνος πίσω τους. Τα έγγραφα του Panama Papers αποκαλύπτουν τώρα ότι και οι τέσσερις είχαν έναν μυστήριο ιδιοκτήτη, τη Μαρί Βορίδη», αναφέρει ο Μπερνστάιν.
Διαβάστε επίσης
Τα δίδυμα παιδιά του Πέτρου Γουλανδρή: Ο Βασίλης, o Νίκος, ο Ολυμπιακός και τα Μουσεία Κυκλαδικής και Σύγχρονης Τέχνης
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Κικίλιας: Αναβαθμίζουμε το 112 για πρώτη φορά μετά το 2014
- Αθηναϊκός και Novibet ενώνουν τις δυνάμεις τους για την αγωνιστική περίοδο 2024-25
- Στουρνάρας: Πολύ σημαντικό ένας πολίτης να είναι οικονομικά εγγράμματος – Παρουσιάστηκε το «Αλφαβητάρι της οικονομίας για εφήβους»
- Η Novo Nordisk επενδύει σε Νέα Υπερσύγχρονη Μονάδα Παραγωγής