ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Σπάνιο και άγνωστο. Με μια «υπογραφή», που έχει τη βαρύτητα ενός Χένρι Μουρ.
Για δεκαετίες βρισκόταν τοποθετημένο πάνω στο τζάκι ενός αγροτόσπιτο στη βρετανική ύπαιθρο το μικρό, μολύβδινο γλυπτό του διάσημου καλλιτέχνη αλλά προφανώς κανείς δεν ήξερε, ούτε το δημιουργό του ούτε την αξία του. Πλέον όμως, όλοι είναι βέβαιοι και για τα δύο, καθώς οι ειδικοί του Ιδρύματος Χένρι Μουρ, που το εξέτασαν, επικύρωσαν την αυθεντικότητά του, μόνον που δεν ήξεραν καν την ύπαρξή του.
Το έργο χρονολογείται γύρω στο 1939 -1940 και ονομάσθηκε «Μητέρα και παιδί» καθώς πρόκειται πράγματι για μία αφηρημένη αναπαράσταση μητέρας που κρατά στην αγκαλιά της το παιδί της. Το Ίδρυμα μάλιστα συνδέει το γλυπτό με ένα σκίτσο του Μουρ, γνωστό ως «Δεκαεννέα ιδέες για Γλυπτική», το οποίο χρονολογείται στα 1939 και έχει βρεθεί στα αρχεία του.
Το χαρακτηρισμό του σπάνιου όμως, έχει αυτό το γλυπτό και για το γεγονός, ότι ο καλλιτέχνης δούλεψε με μόλυβδο μόνο για λίγο, στη δεκαετία του 1930. Ήταν τότε, που πειραματίστηκε με αυτό το υλικό σε συνδυασμό με σχοινί και σύρμα, ενώ δημιουργούσε τα γνωστά «έγχορδα γλυπτά» του. Θεωρείται λοιπόν πιθανό ότι η «Μητέρα και το παιδί» – αγαπημένο θέμα του Μουρ – μπορεί να ήταν ένα προκαταρκτικό σχέδιο για ένα «έγχορδο» κομμάτι. Είναι σημαντικό όμως, ότι το Ίδρυμα Χένρι Μουρ δεν γνώριζε το γλυπτό, παρά το γεγονός ότι ο δημιουργός κρατούσε σχολαστικά αρχεία.
Πρωτοπόρος του μεταπολεμικού μοντερνισμού και ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες του 20ού αιώνα ο γεννημένος το 1898 Χένρι Μουρ έγινε κατεξοχήν γνωστός για
τα αφηρημένα χάλκινα γλυπτά του. Από τη δεκαετία του 1950 εξάλλου, και ως το θάνατό του, το 1986 ήταν δημοφιλής, όχι μόνον για το έργο του στη γλυπτική αλλά και για τα σχέδιά του, τις εκτυπώσεις και τα υφάσματα.
Η διαδρομή
Το γλυπτό, που έχει ύψος 17,78 εκατοστά παρέμενε απαρατήρητο στο τζάκι του Τζον Χέιστινγκς, ενός αγρότη στο Γουίτλσαρ, 145 χιλιόμετρα δυτικά του Λονδίνου. Μετά τον θάνατό του το 2019, τα μέλη της οικογένειας ζήτησαν από έναν ανεξάρτητο εκτιμητή να αξιολογήσει τα λίγα υπάρχοντα του Χέιστινγκς κι αυτός κατέγραψε το αγαλματίδιο ως «μολυβένια μακέτα … στο στυλ του Χένρι Μουρ». Κάτι ωστόσο, που οδήγησε την οικογένεια σε αναζήτηση περισσότερων πληροφοριών, έτσι επικοινώνησαν με το Ίδρυμα, που αναγνώρισε το έργο ως αυθεντικό.
Η ιστορία άρχισε να ξετυλίγεται από τη στιγμή, που έγινε γνωστό, ότι ο πατέρας του Τζον Χέιστινγκς, ο Χιούμπερτ ντε Κρόνιν Χέιστινγκς ήταν συντάκτης στο «Architectural Review» για σχεδόν 50 χρόνια και είχε πράγματι προωθήσει τον μοντερνισμό στην τέχνη (βραβευμένος με το Βασιλικό Χρυσό Μετάλλιο για την Αρχιτεκτονική από το Βασιλικό Ινστιτούτο Βρετανικών Αρχιτεκτόνων). Ο Μουρ λοιπόν, το έργο του οποίου είχε παρουσιαστεί στο περιοδικό κατά τη δεκαετία του 1930, μπορεί να είχε χαρίσει το γλυπτό σ΄αυτόν ως ένδειξη εκτίμησης. Ή ακόμη μπορεί αρχικά να είχε δοθεί σε έναν βοηθό συντάκτη τον Τζέιμς Μοντ Ρίτσαρντς, που, με τη σειρά του, το έδωσε στον Χιούμπερτ.
Όπως και να έχει το έργο βρισκόταν από το 1974 σταθερά πάνω στο τζάκι του γιού του, που δεν είχε καν κλειδαριές στις πόρτες του… Πόσο μάλλον, καθώς αγνοούσε τη σημασία του, δεν έχει μεριμνήσει για κάποια ασφάλισή του. Ο άνθρωπος είχε άλλα ενδιαφέροντα και οι καλές τέχνες δεν βρίσκονταν ανάμεσά τους. Το γλυπτό δεν τον απασχολούσε ούτε τον ενοχλούσε. Απλώς ήταν ένα συναισθηματικό οικογενειακό αντικείμενο…
Τον Μάρτιο πάντως το έργο θα βγει σε δημοπρασία από τον οίκο Dreweatts αναμένοντας να φθάσει τις 70.000 δολάρια ή μπορεί και περισσότερο, καθώς είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται στην αγορά, έτσι κανείς δεν ξέρει τις αντιδράσεις.