Ακολουθεί το κείμενο της Γενικής Διευθύντριας του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, δρος Αγαθονίκης Τσιλιπάκου
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού άνοιξε για πρώτη φορά τις πύλες του στο κοινό με την πρώτη του περιοδική έκθεση «Βυζαντινοί Θησαυροί της Θεσσαλονίκης. Το ταξίδι της επιστροφής», στις 11 Σεπτεμβρίου του 1994. Η έκθεση αυτή με τον εμπνευσμένο τίτλο σηματοδοτούσε ακριβώς την επιστροφή, στις 14 Ιουνίου 1994 μέρους των βυζαντινών αρχαιοτήτων, εικόνων και κειμηλίων, οι οποίες επαναπατρίστηκαν, μετά από περίπου ογδόντα χρόνια παραμονής τους στην Αθήνα, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, όπου είχαν μεταφερθεί το 1916 για λόγους ασφαλείας, λόγω της εμπόλεμης, τότε, κατάστασης.
Tο ενδιαφέρον για την ίδρυση Βυζαντινού Μουσείου στη Θεσσαλονίκη αναζωπυρώθηκε στη μεταπολιτευτική περίοδο, το 1975. Με σχετική πράξη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (18/25.5.1975)] προκηρύχτηκε το 1977 πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το κτίριο του υπό ίδρυση μουσείου, στον οποίο βραβεύτηκε η πρόταση του αείμνηστου διακεκριμένου αρχιτέκτονα και ζωγράφου Κυριάκου Κρόκου. Με βάση τις οριστικές πια μελέτες το έργο της ανέγερσης του μουσείου εντάχθηκε, το 1988 στα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της Ε.Κ.. Το κτίριο θεμελιώθηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1989 από την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη ενώ ολοκληρώθηκε και παραδόθηκε τον Οκτώβριο του 1993. Με απόφαση της τότε υπουργού Πολιτισμού κ. Θεοδώρας Μπακογιάννη, στις 13.4.1993, ύστερα από γνωμοδότηση του Κ.Α.Σ., εγκρίθηκε η πρόταση της τότε αρμόδιας 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων για τη μουσειολογική μελέτη του νέου μουσείου με την ονομασία «Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού».
Ως κτίριο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα. Απέσπασε «εκτός διαγωνισμού», μετά το θάνατο του Κρόκου, ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στο διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής ως «υποδειγματικό στο είδος του και άξιο παράδειγμα μεγάλου δημοσίου κτιρίου, στην κατηγορία Έργα του Δημοσίου» ενώ το 2001 κηρύχθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Κύρια χαρακτηριστικά του μουσείου είναι το μεγάλο αίθριο με την περιμετρική στοά μετά την εξωτερική είσοδο που ανοίγεται στην τοιχοποιία, η οποία υψώνεται προς βορρά για να το απομονώσει από την ένταση της Λεωφόρου Στρατού. Πρόθεση του αρχιτέκτονα ήταν ένας χώρος που η κίνηση μέσα σ’ αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας, ανακινώντας τις αισθήσεις, και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση».[….] «Η μορφή του κτιρίου χωρίς προφανείς αναφορές σε μια άλλη εποχή, με κύρια υλικά το μπετόν και το τούβλο – είναι μια εικόνα που έχω απ’ τις πολυκατοικίες πριν σοβαντιστούν, όταν δείχνουν τη μικρή τους αλήθεια».
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, πρωτοπόρο τόσο στην αντιμετώπιση των εκθεμάτων όσο και στις δράσεις του και στην υψηλής ποιότητας παροχή υπηρεσιών, σε απόλυτη ισορροπία μεταξύ τους, βραβεύτηκε το 2005, ως το «Ευρωπαϊκό Μουσείο της χρονιάς» («Βραβείο Μουσείου» του Συμβουλίου της Ευρώπης), τιμή, η οποία αποδόθηκε σε ελληνικό δημόσιο μουσείο για πρώτη φορά μέχρι και σήμερα.
Οι έντεκα αίθουσες της μόνιμης έκθεσής του άνοιξαν στο κοινό σταδιακά από το 1997 έως τις αρχές του 2004. Σε μια έκταση 3.430 τ. μ. παρουσιάζονται μέσω αυθεντικών εκθεμάτων, που προέρχονται κυρίως από τη Θεσσαλονίκη (από μνημεία, ανασκαφικές έρευνες, περισυλλογές, παραδόσεις, δωρεές, αγορές) αλλά και από τη Μακεδονία γενικότερα, εποπτικού υλικού και πολυμέσων, πτυχές του Βυζαντινού και Μεταβυζαντινού πολιτισμού, μέσα από επιμέρους θεματικές και σύμφωνα με την καθιερωμένη περιοδολόγηση της βυζαντινής ιστορίας και τέχνης. Εκτίθενται 3.190 αρχαιολογικά αντικείμενα, κειμήλια και έργα τέχνης από τα 50.000 και πλέον που περιλαμβάνονται στις συλλογές του, τα οποία χρονολογούνται από τον 2ο έως και τον 19ο αιώνα μ.Χ.
Τα σημαντικότερα εκθέματα
Όλα τα εκθέματα του μουσείου είναι ιδιαίτερα και σημαντικά καθώς αποτελούν έργα ανθρώπων και προϊόντα ενός σημαντικού πολιτισμού, που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και την ελληνορωμαϊκή παράδοση με κύριο συστατικό στοιχείο του τη νέα θρησκεία, τον χριστιανισμό, ο οποίος αποτέλεσε ταυτόχρονα και τη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Θα παρουσιάσω μια επιλογή έργων, που είναι και σημαντικά, ιδιαίτερα και αγαπημένα μου και παρουσιάζονται στη μόνιμη έκθεση του μουσείου.
Μαρμάρινος άμβωνας
Εξαιρετικά σπάνιος ριπιδιόσχημος (σε σχήμα βεντάλιας) άμβωνας από τη Βασιλική Γ΄ (του Μουσείου) των Φιλίππων, του 6ου αιώνα από μάρμαρο Θάσου. Με μία είσοδο και διπλή κλίμακα ανόδου ανακαλεί στη μνήμη μας τον αντίστοιχο άμβωνα από τον Άγιο Γεώργιο (Ροτόντα) της Θεσσαλονίκης, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Οι μαρμάρινοι άμβωνες αποτελούν στοιχείο του εξοπλισμού ενός ναού των πρώτων χριστιανικών χρόνων και χρησίμευαν για το κήρυγμα και την ανάγνωση των εκκλησιαστικών βιβλίων. Άλλοι τύποι άμβωνα είναι εκείνος με μία κλίμακα ανόδου και άλλος με δύο κλίμακες κατά τον μακρύ άξονά του.
Λειψανοθήκη παλαιοχριστιανικής αργυροχοΐας
Ασημένια λειψανοθήκη προερχόμενη από το εγκαίνιο (χώρος κάτω από Ιερό μιας εκκλησίας για τον καθαγιασμό της, που περιείχε λείψανα μαρτύρων) παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που ανασκάφηκε στη Νέα Ηράκλεια Χαλκιδικής και χρονολογείται περί τα τέλη του 4ου αιώνα. Πρόκειται για σπάνιο έργο της παλαιοχριστιανικής αργυροχοΐας και έχει αποδοθεί στο εργαστήριο της Θεσσαλονίκης, που σχετιζόταν άμεσα με τα αντίστοιχα σύγχρονα εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης.
Τις τέσσερις όψεις του κιβωτιδίου κοσμούν ανάγλυφες συμβολικές παραστάσεις με θέματα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη εσχατολογικού και σωτηριολογικού χαρακτήρα: Παράδοση του Θείου Νόμου από το Χριστό στους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, οι Τρεις Παίδες στην κάμινο, ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, παράδοση των Δέκα Εντολών στο Μωυσή.
Στην επιφάνεια του καλύμματος το μονόγραμμα του Χριστού πλαισιώνεται από τα γράμματα της Αποκαλύψεως Α και Ω, που δηλώνουν την αρχή και το τέλος, καθώς και την αιώνια παρουσία του Θεού μέσα στη δημιουργία. Τις πλάγιες πλευρές του περιτρέχει βλαστός από φύλλα αμπέλου και σταφύλια.
Περγαμηνή από τετραευαγγέλιο
Πορφυρό, βαμμένο φύλλο περγαμηνής με απόσπασμα από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη (Ιω. 6,31-39) προερχόμενο από τετραευαγγέλιο (εκκλησιαστικό βιβλίο με τα τέσσερα Ευαγγέλια) από τον λεγόμενο κώδικα της Πετρούπολης (Codex Purpureus Petropolitanus N). Αποτελεί σπάνιο δείγμα εκκλησιαστικού βιβλίου του 6ου αιώνα με ασημένια κεφαλαιογράμματη γραφή, όπου τονίζονται με χρυσό οι συντομογραφίες των ιερών ονομάτων [ΙC (Ιησούς), ΘY KC (Θεού Κύριος), ΠΗΡ (Πατήρ), ΠC (Πατρός)]. Πιθανότατα είναι έργο αυτοκρατορικού εργαστηρίου αντιγραφής χειρογράφων της Κωνσταντινούπολης ή της Συρίας, σπαράχθηκε μάλλον την εποχή των Σταυροφοριών (τον 12ο αιώνα) και διαμοιράστηκε σε διάφορα μέρη της Ανατολής και της Δύσης. Αποτελούσε αυτοκρατορικό κώδικα προς χρήση από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ή δώρο του ιδίου.
Το μεγαλύτερο μέρος του κώδικα (182 φύλλα) βρίσκεται στην Saltykov Shchedrin State Libray (Κρατική Βιβλιοθήκη) της Αγίας Πετρούπολης στη Ρωσία. Πώς κατέληξε εκεί; Aρχικά εντοπίστηκε το 1773-1775 στον ναό του Αγίου Νικολάου στην κωμόπολη Σαμουρσακλί της Καππαδοκίας προερχόμενο πιθανότατα από το γειτονικό βυζαντινό μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου στον οικισμό Kερκεμίζ. Στη συνέχεια, ο Τσάρος Νικόλαος Β΄, κατά παρότρυνση του Θεόδωρου Ουσπένσκι, διευθυντή τότε του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Κωνσταντινούπολη κατάφερε να εξαγοράσει τον κώδικα καταβάλλοντας χίλιες χρυσές λίρες και δωρίζοντας λειτουργικό εξοπλισμό στο ναό του οικισμού (1895/96).
Στο Σαρμουσακλί κράτησαν σε ανάμνηση μόνον ένα φύλλο, το οποίο κατέληξε μαζί με άλλα προσφυγικά κειμήλια στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα. Τα υπόλοιπα φύλλα του κώδικα φυλάσσονται στην Ι. Μ. Θεολόγου της Πάτμου (33), στην Αποστολική Βιβλιοθήκη του Βατικανού (6), στη Βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου (4), στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας στη Βιέννη (2) και μεμονωμένα στην Pierpont Morgan Library (Βιβλιοθήκη Μόργκαν) στη Ν. Υόρκη, καθώς και σε ιδιωτική συλλογή της Ιταλίας.
Το φύλλο του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού αγοράστηκε από το υπουργείο Πολιτισμού το 1966 από πρόσφυγες, που το κατείχαν ως οικογενειακό κειμήλιο. Το 2002 έγινε ομοιογραφική αναπαραγωγή του συνόλου του κώδικα σε ειδική πολυτελή έκδοση, με επιμέλεια του Αγαμέμνονα Τσελίκα και πρόλογο του Ευάγγελου Πέργη από τις εκδόσεις Μίλητος.
Τρικλίνιο οικίας της Θεσσαλονίκης
Τρικλίνιο, αψιδωτή αίθουσα υποδοχής μιας αστικής οικίας του 5ου αιώνα από τη Θεσσαλονίκη (οδός Λαπιθών 9). Γύρω από αυτήν αναπτύσσονταν τα υπόλοιπα δωμάτια του σπιτιού. Η ορθογώνια αίθουσα ήταν στρωμένη με ψηφιδωτό δάπεδο με γεωμετρικά και φυτικά θέματα ενώ οι τοίχοι κοσμούνταν με ζωγραφικούς πίνακες σε μίμηση ορθομαρμάρωσης (σε αναβίωση πομπηιανού ρυθμού). Διασώθηκαν εκείνα του βόρειου τοίχου.
Αφιερωματική επιγραφή για την ευτυχία των ιδιοκτητών του σπιτιού, τον Ευσέβιο, τη Μαρκία, τον Ελλαδίτη και την Κλεμεντίνη εντάσσεται σε διάχωρο στο ψηφιδωτό δάπεδο. Η ημικυκλική κόγχη όπου τοποθετούνταν τα ανάκλιντρα, ήταν στρωμένη με χοντρό ψηφιδωτό από ακανόνιστα κομματάκια μαρμάρου.
Ευαγγελιστάριο με μικρογραφίες
Χειρόγραφο ευαγγελιστάριο ύστερου 11ου – πρώιμου 12ου αιώνα, γραμμένο σε 325 φύλλα λεπτής περγαμηνής. Το κείμενο γράφεται σε όρθια, στρογγυλή, μικρογράμματη γραφή και διακοσμείται με τις μικρογραφίες των ευαγγελιστών Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά. Το φύλλο με την παράσταση του Ιωάννη έχει αφαιρεθεί. Προέρχεται πιθανότατα από σπουδαίο εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης.
Χρυσά περικάρπια
Σπάνιο ζεύγος χρυσών περικαρπίων με διακόσμηση περίκλειστου σμάλτου, 9ου-10ου αιώνα. Πρόκειται για εξαιρετικό δείγμα τεχνικής του χρυσοπερίκλειστου σμάλτου με θέματα από το φυτικό και ζωικό βασίλειο, πουλιά που ραμφίζουν σταφύλια, ανθέμια και ρόδακες σε ποικίλους χρωματικούς συνδυασμούς. Τα περικάρπια καλύπτονται από είκοσι ελαφρώς τραπεζοειδή πλακίδια, που ορίζονται από κοκκιδωτή ταινία.
Είδος πολυτελείας, εξάρτημα αμφίεσης, που είχαν τη δυνατότητα να έχουν στην κατοχή τους επιφανή μέλη της βυζαντινής αριστοκρατίας, τα περικάρπια χρησιμοποιούνταν για τη στερέωση των μακριών μανικιών των επίσημων ενδυμάτων. Το συγκεκριμένο είναι πιθανότατα έργο εργαστηρίου της Κωνσταντινούπολης και αποτέλεσε τμήμα θησαυρού, που βρέθηκε κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφικής έρευνας σε κατοικία κοντά στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Εικόνα της Παναγίας Δεξιοκρατούσας
Εικόνα Παναγίας Δεξιοκρατούσας, που εντοπίστηκε στον κοιμητηριακό ναό της Αγίας Παρασκευής (δυτικό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης), όπου είχε μεταφερθεί το 1900. Ήταν αρχικά ενσωματωμένη στο κέντρο εικόνας του 18ου αιώνα με σκηνές βίου αγίας Παρασκευής, καθώς είχε θεωρηθεί, ότι απεικόνιζε τη συγκεκριμένη αγία.
Ο εικονογραφικός τύπος του θέματος, που ανάγεται σε αχειροποίητη εικόνα γνωρίζει ιδιαίτερη διάδοση στη βυζαντινή τέχνη τον 12ο αιώνα. Η τεχνοτροπική πραγμάτευση, όπως και η τοξωτή απόληξη της εικόνας την συνδέουν με κυπριακά και ιταλικά έργα τέλους 12ου – αρχών 13ου αιώνα, στα οποία όμως, είναι κυρίαρχη η βυζαντινή παράδοση. Πιθανώς να πρόκειται για εισηγμένο έργο από την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου (Κύπρο;), χωρίς να αποκλείεται να εκτελέστηκε και σε εργαστήριο της Θεσσαλονίκης με δυτικές επιρροές.
Ιερατικό άμφιο
Μεταξωτός σάκος (ιερατικό άμφιο), κεντημένος με χρυσές, ασημένιες και χρωματιστές κλωστές του επισκόπου Μελενίκου Ιωαννίκιου (1745-1753), έργο του Σέρβου Χριστόφορου Ζεφάροβιτς, ενός πολυτάλαντου καλλιτέχνη, που δραστηριοποιήθηκε ως ζωγράφος, χαράκτης και σχεδιαστής εκκλησιαστικών κεντημάτων. Μπροστά κοσμείται με τοξωτά πλαίσια όπου εντάσσονται ο ένθρονος Χριστός Παντοκράτορας και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, περιβαλλόμενα από ελισσόμενους βλαστούς αμπέλου, που απολήγουν σε ωοειδή μετάλλια με τους αποστόλους. Οι βλαστοί εκφύονται από τον Σταυρό ως δέντρο της Ζωής στο κάτω τμήμα του αμφίου, ο οποίος και αποτελεί τη βάση του τοξωτού διαχώρου με τον ένθρονο Χριστό Παντοκράτορα.
Στην πίσω πλευρά απεικονίζεται η «Ρίζα του Ιεσσαί», σύμφωνα με την προφητεία του Ησαΐα, στην ουσία το γενεαλογικό δέντρο του Χριστού ενώ στο άνω τμήμα ένα ωοειδές μετάλλιο από πολύχρωμο σμάλτο με την Αγία Τριάδα στο μέσο χρυσοκεντημένου δικέφαλου αετού.
Εικόνα με τον Χριστό Παντοκράτορα
Εικόνα με το Χριστό ως «Σοφία του Θεού», πιθανότατα από το τέμπλο του ναού της Αγίας Σοφίας της Θεσσαλονίκης, που χρονολογείται περί τα τέλη του 14ου αιώνα. Ο Χριστός απεικονίζεται στον τύπο του Παντοκράτορα σε παραλλαγή ως προς τον τρόπο ευλογίας (ενωμένοι αντίχειρας και παράμεσος) και το ανοικτό ευαγγέλιο. Η αναγραφόμενη περικοπή από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου (6: 14-15) τονίζει την ευσπλαχνία αλλά παράλληλα τη δίκαιη κρίση του Χριστού μέσω της συγχώρεσης – άφεσης των αμαρτιών. Η ύπαρξη της περικοπής αυτής, που απαντά σπάνια σε κώδικα του Χριστού Παντοκράτορα σε συνδυασμό με την προσωνυμία, σύμφωνα με την οποία ο Χριστός είναι η ενυπόστατη και πραγματική Σοφία του Θεού τονίζει τον εσχατολογικό και σωτηριολογικό χαρακτήρα της απεικόνιση του Χριστού.
Η εικόνα αποτελεί αριστούργημα ζωγραφικής τέχνης, που αποκρυσταλλώνει μέσα από την πραγμάτευση του χρώματος και του φωτός τις πνευματικές και θεολογικές αναζητήσεις εκείνης της περιόδου με το κίνημα του ησυχασμού. Έργο, που αποτέλεσε πρότυπο χωρίς να μπορεί να βρει άξιους μιμητές.
Επιτάφιος βυζαντινής χρυσοκεντητικής
Χρυσοκέντητος μεταξωτός επιτάφιος (γύρω στο 1300). Αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα αριστουργήματα της βυζαντινής χρυσοκεντητικής τέχνης και μπορεί να συγκριθεί επάξια με έργα της μνημειακής ζωγραφικής της παλαιολόγειας περιόδου (τοιχογραφίες και ψηφιδωτά). Στο κεντρικό ορθογώνιο διάχωρο απεικονίζεται ο νεκρός Χριστός – Αμνός περιστοιχισμένος από τις τάξεις των αγγέλων με τα σύμβολα των ευαγγελιστών στις γωνίες ενώ στα δύο πλάγια τετράγωνα παριστάνονται η Μετάληψη και η Μετάδοση.
Το έργο αποτελεί πιθανότατα έργο εργαστηρίου της Θεσσαλονίκης σε μία περίοδο πνευματικής και καλλιτεχνικής άνθησης της πόλης με ακτινοβολία στο Άγιον Όρος και στο σλαβικό κόσμο. Ο επιτάφιος ή μεγάλος αέρας, λειτουργικό άμφιο, χρησιμοποιείται κατά την ακολουθία της Μ. Παρασκευής.
Η τοιχογραφία τη Σωσάννας
Τοιχογραφία πρώτου μισού 5ου αιώνα από το δυτικό τοίχο καμαροσκεπούς τάφου (από το ανατολικό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης) με την ιστορία της Σωσάννας από την Παλαιά Διαθήκη (Δανιήλ 1-64), η οποία κατηγορήθηκε αδίκως από δύο Ιουδαίους κριτές για μοιχεία, όταν αρνήθηκε να υποκύψει στις ανήθικες προτάσεις τους και με την προσευχή της απέδειξε την αθωότητά της.
Στο τοξωτό άνω τμήμα, που ορίζεται δεξιά και αριστερά από δύο δενδρύλλια [κυπαρίσσια (;)] απεικονίζεται στο κέντρο η Σωσάννα σε μεγαλύτερη κλίμακα, δεόμενη μεταξύ των δύο κριτών. Στο κάτω τμήμα παριστάνεται διάτρητο φολιδωτό θωράκιο με πεσσίσκους στις δυο πλευρές, που απολήγουν σε κώνο πεύκου ως φράκτης κήπου αλλά και ως συμβολική απόδοση του φράγματος του πρεσβυτερίου (προ του Ιερού του ναού).
Η ιστορία της Σωσάννας αποτελεί αλληγορία της θριαμβεύτριας Εκκλησίας απέναντι στους αιρετικούς διώκτες της.
Ομφάλιο από την Τραπεζούντα
Μαρμάρινο ομφάλιο με παράσταση αετού που κατασπαράσσει λαγό μέσα σε αμπέλι σε επιπεδόγλυφη τεχνική με ένθετη κηρομαστίχη κόκκινου χρώματος. Προέρχεται από το δάπεδο του ναού της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας (1238-1263).Το ομφάλιο αυτό έχει μια πολύ συγκινητική διαδρομή. Μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1924 από πρόσφυγες της Κρώμνης του Πόντου, οι οποίοι το 1925 το παρέδωσαν στην «Επιτροπή περισυλλογής των εκκλησιαστικών κειμηλίων των περισωθέντων εκ Μικράς Ασίας». Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας του για τη συλλογική ιστορική μνήμη των Ποντίων παρέμεινε στη Θεσσαλονίκη, στην Αρχαιολογική Συλλογή της Ροτόντας, όπως πιστοποιεί σχετικό έγγραφο (1931) του Ταμείου Ανταλλαξίμων Κοινοτικών και Κοινωφελών Περιουσιών.
Πώς όμως έφτασε στην Κρώμνη από την Τραπεζούντα; Όπως μαρτυρεί σχετική επιστολή (25/06/1925) του Κρωμναίου πρόσφυγα Ιωάννη Χατζή Βαφειάδη προς τον πρόεδρο της Επιτροπής, τον επίσκοπο Απολλωνιάδας Ιωακείμ, το ομφάλιο φυγαδεύτηκε περί το έτος 1860 για να διασωθεί, από τον πατέρα του, αρχιμάστορα Χατζή Ελευθέριο Βαφειάδη, με τη βοήθεια επίσης Κρωμναίου εργάτη, κατά τη διάρκεια ανακαινίσεως του ναού της Αγίας Σοφίας. Μεταφέρθηκε μετά από πολλές περιπέτειες στον ναό της Γεννήσεως της Θεοτόκου στην Κρώμνη με απώτερο σκοπό να επανατοποθετηθεί κάποτε στον ναό της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντας, όταν θα το επέτρεπαν οι συνθήκες.
Εικόνα του Θεόδωρου Πουλάκη
Εικόνα (πίνακας) με την Συκοφαντία της γυναίκας του Πετεφρή και την κρίση αυτού, έργο του γνωστού ζωγράφου της Κρητικής σχολής, Θεόδωρου Πουλάκη (1620-1692). Ενός ζωγράφου, που γνώριζε πολύ καλά να δουλεύει ακολουθώντας τις επιταγές της βυζαντινής παράδοσης, εκείνης των προγενέστερων ζωγράφων της Κρητικής σχολής αλλά και δεχόμενος επιρροές από τα δυτικά ή βενετοκρατούμενα καλλιτεχνικά κέντρα, στα οποία έδρασε ή διέμεινε, και ιδιαίτερα από τις φλαμανδικές χαλκογραφίες.
Η εικόνα προέρχεται από ένα ευρύτερο σύνολο δέκα ή δώδεκα -κατά την επικρατέστερη άποψη- εικόνων/πινάκων, που παριστάνουν την ιστορία του Ιωσήφ, του γενάρχη των Εβραίων από την Παλαιά Διαθήκη, όπως περιγράφονται στη Γένεση. Τέσσερις από αυτές εκτίθενται στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού. Οι εικόνες αγοράστηκαν από το υπουργείο Πολιτισμού (2002) από τους κληρονόμους του πρέσβη Λύσσανδρου Καυταντζόγλου, ο οποίος τις είχε αγοράσει σε αρχαιοπωλείο του Μονάχου πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι εικόνες αυτού του τύπου απαντούν από τον 17ο αιώνα στα βενετοκρατούμενα Επτάνησα και τοποθετούνται στους μακριούς τοίχους των ναών, συνήθως ανά δύο ή τρεις μέσα σε ενιαία κορνίζα.
Επιστύλιο από τέμπλο
Τμήμα επιστυλίου τέμπλου με αποστόλους (αποστολικό) από την παλαιότερη φάση του τέμπλου του ναού του Αγίου Αθανασίου Θεσσαλονίκης, των μέσων του 16ου αιώνα. Αποτελεί σύνολο, μαζί με άλλο ένα τμήμα αποστολικού και δύο Λυπηρά (Παναγία και Ιωάννης από τη σύνθεση του Εσταυρωμένου στην επίστεψη του μεταβυζαντινού τέμπλου).
Το έργο αποδίδεται στον ζωγράφο Φράγγο Κατελάνο από τη Θήβα, που υπήρξε ο κύριος εκπρόσωπος της δεύτερης μεγάλης σχολής του 16ου αιώνα, της λεγόμενης Σχολής της Βορειοδυτικής Ελλάδας ή Ηπειρωτικής Σχολής, οι εκπρόσωποι της οποίας δρούσαν στην οθωμανοκρατούμενη επικράτεια.
Ψηφιδωτό με ζωδιακό κύκλο
Ψηφιδωτό δάπεδο, που προέρχεται από την αίθουσα υποδοχής και συμποσίων (τρικλίνιο) μιας αστικής έπαυλης του πρώτου μισού του 5ου αιώνα της Θεσσαλονίκης, η οποία αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφή. Το θέμα προέρχεται από την ειδωλολατρική παράδοση. Στο κεντρικό κυκλικό μετάλλιο η προσωποποίηση του ήλιου, από την οποία διασώζονται ελάχιστες ακτίνες, περιβάλλεται από τον ζωδιακό κύκλο (διατηρούνται μόνο τα ζώδια Ιχθείς, Κριός και Ταύρος), γύρω από τον οποίο διατάσσονται τα οκτάγωνα, όπου εγγράφονται γεωμετρικά μοτίβα και προσωποποιήσεις των μηνών και των ανέμων (διατηρούνται μόνο οι μήνες Απρίλιος έως και Ιούλιος και ο Νότιος άνεμος).
Το έκθεμα συνοδεύεται από μία σύγχρονη εικαστική δημιουργία της ζωγράφου Δήμητρας Καμαράκη, μία τοιχογραφία που παραπέμπει στο αστικό τοπίο της Θεσσαλονίκης, υπενθυμίζοντας τις συνθήκες ανεύρεσής του αλλά και τη συνέχεια της νέας πόλης πάνω στην παλιά.
Βιογραφικό
H Aγαθονίκη Τσιλιπάκου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο – Λύκειο της Γερμανικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1984). Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1988) με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και στη συνέχεια της Γερμανικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. (1992). Το 1993 απέκτησε τίτλο μεταπτυχιακών σπουδών του Τομέα Αρχαιολογίας του Τμήματος Ιστορίας – Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Α.Π.Θ. ως υπότροφος του Ι.Κ.Υ. Το 2002 αναγορεύτηκε διδάκτωρ του ίδιου Τμήματος. Η διδακτορική της διατριβή με θέμα «Η μνημειακή ζωγραφική στη Βέροια τον 17ο αιώνα» εκδόθηκε το 2012 από το Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Μακεδονικών και Θρακικών Σπουδών.
Μετά από επιτυχία της σε πανελλήνιο διαγωνισμό (1989) εισήχθη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού. Από το 1991 έως το 2010 υπηρέτησε στην πρώην 11η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με έδρα τη Βέροια και αρμοδιότητα στους Νομούς Ημαθίας, Πέλλας, Κοζάνης, Γρεβενών, Φλώρινας και Καστοριάς. Από το 2008 διετέλεσε Προϊσταμένη του Τμήματος Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής Έρευνας στην προαναφερόμενη Υπηρεσία. Στη συνέχεια (2010) επελέγη ως προϊσταμένη επιπέδου Διεύθυνσης, μετά από κρίση, και ανέλαβε αρχικά τη Διεύθυνση της πρώην 18ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Άρτας – Πρέβεζας. Από τον Φεβρουάριο του 2012 μέχρι τον Απρίλιο του 2023 διετέλεσε Διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση της Γενικής Διευθύντριας.
Τα επιστημονικά της ενδιαφέροντα σχετίζονται με θέματα Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, κυρίως των περιοχών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, σύγχρονης Μουσειολογίας και Διοίκησης Πολιτισμικών Μονάδων. Συνέγραψε τρεις μονογραφίες, εκπαιδευτικούς φακέλους για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, πλήθος δημοσιεύσεων (πλέον των 70) σε επιστημονικά περιοδικά ενώ συμμετείχε με πλήθος ανακοινώσεων σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια. Συμμετείχε επίσης ως συγγραφέας σε συλλογικές εκδόσεις, καθώς και με τη συγγραφή σχετικών λημμάτων εκθεμάτων σε επιστημονικούς καταλόγους περιοδικών εκθέσεων.
Έχει επιμεληθεί ή συνεπιμεληθεί πλέον των δεκαπέντε περιοδικών εκθέσεων και επιστημονικούς καταλόγους περιοδικών εκθέσεων, καθώς και πρακτικά επιστημονικών συνεδρίων. Έχει διοργανώσει ή συνδιοργανώσει σειρά επιστημονικών συνεδρίων και έχει συμμετάσχει σε σειρά ευρωπαϊκών και διακρατικών συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων.
Η Aγαθονίκη Τσιλιπάκου έχει λάβει τιμητικές διακρίσεις και βραβεύσεις από την Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας, τον Δήμο Αμυνταίου και την Διεθνή Ειδική Επιτροπή για τα Οπτικοακουστικά Μέσα (AVICOM) του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM). Είναι μέλος του Συμβουλίου Μουσείων και του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας, της Ελληνικής Επιτροπής Βυζαντινών Σπουδών, της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας, της Εταιρείας Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας (Ε.Μ.Ι.Π.Η.) και του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων.
- Μητσοτάκης: Τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα δεν προέρχονται από αύξηση φόρων αλλά από την πάταξη της φοροδιαφυγής και την ανάπτυξη
- Χατζηδάκης: Λιγότεροι φόροι και περισσότερη φορολογική δικαιοσύνη
- Ειρήνη Μουρτζούκου: Ποινική δίωξη για συκοφαντική δυσφήμιση – Θα κρατηθεί στη ΓΑΔΑ
- Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο: Ο εισαγγελέας Καρίμ Χαν καλεί τα συμβαλλόμενα κράτη να «εκτελέσουν» τα εντάλματα σύλληψης