Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών
Ένα μουσείο για την ανάδειξη του σπουδαίου πολιτισμού των Μυκηναίων, που μετά τα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας κυριάρχησαν στον ελλαδικό χώρο παίρνοντας τα ηνία από τους Μινωίτες είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών, χτισμένο μέσα στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο, με την τειχισμένη ακρόπολη και τα οικιστικά και ταφικά σύνολα γύρω από αυτήν. Το σύγχρονο κτήριο, ενταγμένο στο περιβάλλον άρχισε να οικοδομείται το 1984 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γεώργιου Μυλωνά και ολοκληρώθηκε το 1997, περιλαμβάνοντας περί τις 2.500 εκθέματα μέσα από τα οποία αναδύεται η ιστορία και τα κορυφαία επιτεύγματα του Μυκηναϊκού πολιτισμού, που επέδρασαν καθοριστικά στη δημιουργία του ελληνικού πολιτισμού των ιστορικών χρόνων.
Τα εγκαίνια έγιναν το 2003 και η έκθεση, χάρις στην ουσιαστική καθοδήγηση της τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων δρος Έλσης Σπαθάρη προβάλλει εξαιρετικά τα αντικείμενα από τον δημόσιο και ιδιωτικό βίο των Μυκηναίων, ευρήματα από τον βασιλικό ταφικό κύκλο Β, τα πλούσια νεκροταφεία των θαλαμωτών τάφων καθώς και ορισμένα ιστορικά αντίγραφα από τα κτερίσματα του βασιλικού κύκλου Α.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι παρά την απουσία των περίφημων, χρυσών μυκηναϊκών ευρημάτων, τα οποία εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, η έκθεση δίνει στον επισκέπτη μία πλήρη εικόνα της σημασίας και της εξέλιξης αυτού του πολιτισμού από την ίδρυσή του έως και την εποχή της πτώσης του.
Ακολουθεί το κείμενο της προϊσταμένης της Εφορίας Αρχαιοτήτων Αργολίδας Άλκηστης Παπαδημητρίου
Τα σημαντικότερα εκθέματα του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυκηνών
Το δωμάτιο με την Τοιχογραφία
Ένα από τα σημαντικότερα κτήρια του θρησκευτικού κέντρου των Μυκηνών είναι το Δωμάτιο με την Τοιχογραφία (1250-1180 π.Χ.), που πήρε ακριβώς το όνομά του από την τοιχογραφία, η οποία κοσμούσε το κεντρικό του δωμάτιο. Η κεντρική εστία, η τοιχογραφία και ο βωμός, καθώς και τα υπόλοιπα πολύτιμα ευρήματα το καθιστούν μία από τις σημαντικότερες ανακαλύψεις στις Μυκήνες.
Το σπουδαίο εύρημα αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι μυκηναϊκής τοιχογραφίας, που βρέθηκε ακέραιο στην αρχική του θέση του. Τοιχογραφία και βωμός, άλλωστε, θεωρούνται ως μία ενότητα, που παρουσιάζει τρεις γυναικείες μορφές σε δύο διαφορετικά επίπεδα: Στο ανώτερο και στην αριστερή πλευρά του βρίσκεται το πλαίσιο μιας θύρας, κοσμημένη με ρόδακες ενώ στα δεξιά απεικονίζεται μία γυναικεία μορφή με μανδύα, που κρατά ξίφος αντικριστά μία άλλη που κρατά ραβδί. Ανάμεσά τους, εξάλλου, έχουν σχεδιαστεί αιωρούμενες, δύο ανδρικές, γυμνές μορφές σε μικρογραφία. Όλες οι μορφές έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο ενός δωματίου με δάπεδο από πλακάκια ή τούβλα και δύο σπειροειδείς κίονες που στηρίζουν την οροφή.
Στο κατώτερο επίπεδο παριστάνεται ένα δωμάτιο με δύο κίονες, μεταξύ των οποίων στέκεται μία γυναικεία μορφή που κρατά στα υψωμένα χέρια της δεμάτια αραβοσίτου. Έχει θεωρηθεί ως η «Σιτοπότνια», η θεά, δηλαδή, που προστατεύει τη σοδειά. Στα δεξιά προβάλλεται ένας βωμός που πιθανά ήταν αρχικά ολόκληρος επιχρισμένος και διακοσμημένος. Τα ενδύματα όλων των γυναικείων μορφών είναι μινωϊκού και μυκηναϊκού τύπου.
Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών παρουσιάζεται σε μία προθήκη αποκατεστημένος ο βωμός, η τοιχογραφία και τα κινητά συνευρήματά τους.
Aνθρωπόμορφα είδωλα και ομοιώματα φιδιών
Σε ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα κτήρια του θρησκευτικού κέντρου των Μυκηνών, τον λεγόμενο «Ναό» βρέθηκε ένα εξαιρετικό σύνολο με πολύ σημαντικά και πολυάριθμα ευρήματα, μεταξύ των οποίων πρωτεύουσα θέση κατέχουν τα ανθρωπόμορφα είδωλα (1250-1180 π.Χ.).
Τα τροχήλατα ανθρωπόμορφα είδωλα είναι βαμμένα ολόκληρα με εξαίρεση ορισμένα σημεία του προσώπου. Τα έντονα μάτια, οι κακόσχημες μύτες, τα μεγάλα αυτιά αλλά και οι χειρονομίες τους προσδίδουν μία ιδιαίτερα τρομακτική όψη. Με εξαίρεση ορισμένα, στα οποία έχουν αποδοθεί τα στήθη ή που έχουν ωραία βοστρυχωτή κόμμωση, τα περισσότερα δεν φέρουν διακριτικά του φύλου τους. Στην άνω περιοχή του κορμού τους ωστόσο φέρουν οπές, που ίσως χρησίμευαν για την προσαρμογή αληθινών κοσμημάτων, ενώ οι διαφορετικές χειρονομίες μπορεί να υποδηλώνουν, ότι κρατούσαν αντικείμενα που θα συμβόλιζαν την ιδιότητά τους. Εντυπωσιακά είναι και τα ομοιώματα των φιδιών, που αποδίδονται κουλουριασμένα και με σηκωμένα τα κεφάλια, σαν να είναι έτοιμα να γευθούν τις προσφορές των πιστών.
Σε γενικές γραμμές πρόκειται για ένα σύνολο μοναδικό, που δεν έχει ακριβή παράλληλα στη μυκηναϊκή τέχνη. Τα αποκρουστικά είδωλα μάλιστα έχουν ερμηνευθεί ως απεικονίσεις θεοτήτων θηλυκού και αρσενικού γένους, ως «αποτρόπαια» =ομοιώματα δηλαδή, για τον εξορκισμό κακών δυνάμεων-, ως απεικονίσεις λατρευόμενων προγόνων ή και πιστών που επιδίδονται σε λατρευτικές τελετουργίες.
Ό,τι και να απεικόνιζαν ωστόσο, πρέπει να δεχθούμε ότι χρησιμοποιήθηκαν σε κάποιες από τις τελετές που οργάνωνε το ιερατείο. Η μοναδικότητά τους, η συνειδητή επιλογή της τρομακτικής τους όψης, αλλά και το γεγονός, ότι εσωτερικά ήταν κενά καθιστούν ελκυστική την υπόθεση, ότι θα τα περιέφεραν σε κάποιες πομπές στηριγμένα σε κοντάρια. Αν μάλιστα οι τελετές αυτές διαδραματίζονταν τη νύχτα με το φως των δαυλών η περιφορά αυτή θα ήταν ιδιαίτερα υποβλητική.
Ψευδόστομοι αμφορείς
Προέρχονται από τις οικίες του Λαδεμπόρου και του Οινεμπόρου (1350-1250 π.Χ.). Το σήμα κατατεθέν της μυκηναϊκής κεραμεικής παραγωγής, ο ψευδόστομος αμφορέας χρησίμευε για την αποθήκευση και την μεταφορά κρασιού, λαδιού αλλά και αιθέριων ελαίων. Κατείχε εξέχουσα θέση σε αριθμητική παραγωγή, ποιότητα και ποικιλία μεγέθους και διακόσμησης. Αλλά τα αγγεία κάηκαν μαζί με το περιεχόμενό τους, όταν καταστράφηκαν από φωτιά τα κτήρια, στα οποία είχαν αποθηκευθεί.
Επιτύμβια Στήλη
Τα έξοχα δείγματα της πρώιμης μυκηναϊκής γλυπτικής συμπυκνώνουν την ιδεολογία των ρωμαλέων ηγεμόνων που απεικονίζονται σε σκηνές μάχης, κυνηγιού ή επιτάφιων αγώνων αρματοδρομίας, όπως αυτή η επιτύμβια στήλη από τον ταφικό κύκλο Β των Μυκηνών (1600-1500 π.Χ.).
Η σπείρα, το πανάρχαιο και διαχρονικό μοτίβο της αρχαίας ελληνικής τέχνης, σφραγίζει την παράσταση με το βαρύ της ύφος και ανακαλεί στη μνήμη τη νομαδική τέχνη των πρωιμότερων εποχών. Μετά την αρχική της χρήση αυτή η στήλη χρησιμοποιήθηκε ως βάση με αποτέλεσμα η οπή που ανοίχθηκε να καταστρέψει μέρος της παράστασης.
Ομοίωμα άρματος με ανθρώπινες μορφές
Με έντονη σχηματοποίηση και αφαιρετική απόδοση ο Μυκηναίος κοροπλάστης συνθέτει τα βασικά μέρη του ομοιώματος ενός άρματος, στο οποίο επιβαίνουν δύο ανθρώπινες μορφές καλυπτόμενες από σκιάδιο. (Νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων Μπατσουρόραχη, τάφος 2, τέλη του 13ου αιώνα π.Χ.).
Το ελαφρύ δίτροχο άρμα έλκει την προέλευσή του από την Ανατολή. Στη μυκηναϊκή Ελλάδα χρησιμοποιήθηκε ως μέσο, που μετέφερε τους πολεμιστές στο πεδίο της μάχης αλλά και ως όχημα των ευγενών, που έπαιρναν μέρος σε αγώνες, σε κυνηγετικές εξορμήσεις ή και σε θρησκευτικές πομπές. Παρά την αμελή και σχεδόν αδέξια εκφορά της μορφής του, που το κατατάσσει στα ύστερα χρονολογικά δείγματα του είδους, το ομοίωμα του άρματος των Μυκηνών εντυπωσιάζει με την ευρηματικότητα της σύμπτυξης των επιμέρους στοιχείων του και τη χαρά της αναζήτησης εξωσυμβατικών τρόπων απόδοσης των καθιερωμένων μορφών έκφρασης της Μυκηναϊκής τέχνης.
Γενικά το άρμα αποτελεί προσφιλές θέμα της μυκηναϊκής εικονογραφίας, απεικονίζεται συχνά σε όλες τις μορφές της μυκηναϊκής τέχνης (επιτύμβιες στήλες, τοιχογραφίες και λάρνακες, σφραγιστικά δακτυλίδια και σφραγίδες, αγγεία, πινακίδες της Γραμμικής Β Γραφής) από το 16ο έως το 12ο αιώνα π.Χ., ενώ πλαστικά ομοιώματά του εμφανίζονται κατά τον 14ο π.Χ. αιώνα και παύουν να υπάρχουν στη Μετανακτορική εποχή (12ος π.Χ. αιώνας). Το ομοίωμα των Μυκηνών αναπαριστά προφανώς ένα άρμα που λαμβάνει μέρος μαζί με τους ευγενείς αναβάτες του σε μία εορταστική πομπή.
Ελεφαντοστέινα ομοιώματα ανδρικής κεφαλής και λιονταριού
Στο Δωμάτιο με την Τοιχογραφία (1250-1180 π.Χ.) βρέθηκε αυτό το ολόγλυφο κεφάλι, εξαίρετο έργο της μυκηναϊκής ελεφαντουργίας, που απεικονίζει μία νεαρή ανδρική μορφή με διάδημα, περιδέραια και περίτεχνη κόμμωση. Τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του με κυρίαρχα τα μεγάλα εκφραστικά μάτια και το σφιγμένο στόμα αποπνέουν την σοβαρότητα που ταιριάζει σε ένα θεϊκό πρόσωπο ή τη θεοποιημένη μορφή ενός νεαρού ηγεμόνα.
Το ολόγλυφο επίσης, καθιστό λιοντάρι αποδίδει όλα τα χαρακτηριστικά του βασιλιά των ζώων, κυρίως όμως αυτή τη σιωπηλή δύναμη, που τον έκανε έμβλημα του βασιλικού οίκου. Μαζί με το πρώιμο πορτραίτο του νεαρού θεού και άλλα ιερά σκεύη ήταν τοποθετημένο πάνω στο βωμό του Δωματίου με την Τοιχογραφία ως τελετουργικό αντικείμενο.
Πλακίδια από φαγεντιανή από την Αύγυπτο
Τα ενεπίγραφα πλακίδια φαγεντιανής που βρέθηκαν στις Μυκήνες (Δωμάτιο με την Τοιχογραφία, 1300-1180 π.Χ. και Βόρεια Κλιτύς, 1400-1300 π.Χ.) ανήκουν στην πλειοψηφία τους στην εποχή του Αμένοφι (Amenhotep) του III, ενός Φαραώ, που είχε στενές φιλικές σχέσεις με τους Αχαιούς. Είναι πιθανόν να συνόδευαν ως ένα είδος επισκεπτήριας κάρτας, αγαθά από την Αίγυπτο, που έφθασαν στη βασιλική αυλή των Μυκηνών ως εμπορεύματα ή ως βασιλικά δώρα.
Οι δέλτοι με το όνομα του Φαραώ Αμένοφι του III φαίνεται πως είχαν μεγάλη σημασία για τους Μυκηναίους, που τις φύλαξαν για χρόνια στην περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου. Εκτός από το όνομα του Φαραώ στις δέλτους γίνεται συνήθως αναφορά και στον «καλό θεό Meb-Maat-Re, γιο του Re».
Οι προσωπικές επιλογές
Ειδώλιο γυναικείας μορφής
Αυτό το ειδώλιο από στεατίτη χρονολογείται πιθανώς στη Νεολιθική εποχή και είναι το αρχαιότερο αντικείμενο της έκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυκηνών. Μια τρύπα που ανοίχθηκε στο άνω τμήμα του κορμού του δηλώνει, ότι χρησιμοποιήθηκε για πολλά χρόνια ως περίαπτο. Αιώνες μετά την κατασκευή του, στα τέλη του 14ου π.Χ. αιώνα κατέληξε να φυλάσσεται πιθανόν ως κειμήλιο στην περιοχή του «Μεγάρου» του θρησκευτικού κέντρου των Μυκηνών.
Ελεφαντοστέινα αντικείμενα
Δύο μικροσκοπικά ελεφαντοστέινα αντικείμενα της μυκηναϊκής ελεφαντουργίας, συνιστούν προφανώς για ένα «θησαυρό», που χρησιμοποιήθηκε στις λατρευτικές τελετουργίες του θρησκευτικού κέντρου. Είναι ένα ειδώλιο καθιστής ανδρικής μορφής και ένα ομοίωμα χεριού και χρονολογούνται στο 1250-1180 π..Χ.
Το ειδώλιο και το ομοίωμα χεριού βρέθηκαν μαζί με άλλα αντικείμενα από εξωτικά υλικά (ήλεκτρο, φαγεντιανή, υαλόμαζα, ορεία κρύσταλλο και στεατίτη) σε ένα μικρό αγγείο φυλαγμένο στο σφραγισμένο Δωμάτιο 19 του «Ναού».
Αποκαταστάσεις όπλων από τον Ταφικό Κύκλο Α των Μυκηνών
Τα μοναδικά σε πλούτο και καλλιτεχνική αξία κτερίσματα του ταφικού περιβόλου Α΄ εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ακριβή αντίγραφα ορισμένων εξ αυτών όμως, παρουσιάζονται στη δεύτερη αίθουσα του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυκηνών σε μία περίοπτη πρισματική προθήκη. Τα αντίγραφα αυτά οφείλονται στον εκπληκτικό δεξιοτέχνη Λουί Εμίλ Εμανιουέλ Ζιλιερόν (αναφερόμενο και ως Εμίλ Ζιλιερόν πατέρα (1851-1924) προς διάκριση από τον συνονόματο γιο και συνεργάτη του, Εμίλ Ζιλιερόν, υιό).
Ο ελβετός ζωγράφος εργάσθηκε από το 1876 στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων ως σχεδιαστής για τον Ερρίκο Σλήμαν, δάσκαλος ζωγραφικής των παιδιών του βασιλέως Γεωργίου Α΄ και από το 1900 ως ζωγράφος και συντηρητής με τον Άρθουρ Έβανς στην Κνωσό, έχοντας ως στενό συνεργάτη και συνεχιστή του έργου του το γιό του. Χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες αλλά και τη δυνατότητα πρόσβασης στα πρωτότυπα αριστουργήματα, που ήρθαν στο φως στις ανασκαφές των Μυκηνών και της Κνωσού ο πατέρας Ζιλιερόν δημιούργησε ακριβή αντίγραφα αλλά και αποκαταστάσεις των κτερισμάτων του ταφικού περιβόλου Α, απέδωσε σε υδατογραφίες τις περίφημες τοιχογραφίες της Κνωσού και σε γύψινα γραπτά αντίγραφα τη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας, λίθινα αγγεία και αντικείμενα από φαγεντιανή. Η ακρίβεια των αντιγράφων και των αποκαταστάσεων οφείλεται εν πολλοίς και στη στενή συνεργασία με τους αρχαιολόγους Γκέρχαρντ Ρόντενβαλντ για τις τοιχογραφίες και Γκέοργκ Κάρο για τα έργα των Μυκηνών.
Με τη γαλβανοπλαστική τεχνική ο αριστοτέχνης της αντιγραφής δημιούργησε αληθινά έργα τέχνης, τα οποία διέθεσε στη διεθνή αγορά κάνοντας γνωστή τη Μινωϊκή και Μυκηναϊκή Τέχνη σε όλο τον κόσμο. Πολλοί διάσημοι εκπρόσωποι των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Τζέιμς Τζόις, ο Σίγκμουντ Φρόιντ και ο Πάμπλο Πικάσο αλλά και γνωστά επιστημονικά ιδρύματα και μουσεία της Ευρώπης και της Αμερικής κατείχαν τέτοια αντίγραφα, τα οποία κατασκεύαζε η περίφημη εταιρεία WMF από μήτρες, που είχε λάβει ο Ζιλιερόν απευθείας από τα αρχαία έργα.
Ταφικός πίθος
Ο μεγάλων διαστάσεων πίθος με την περίτεχνη επίθετη και εγχάρακτη διακόσμηση, που προέρχεται από την περιοχή του Κτηρίου του Κυκλωπείου Αναλήμματος περιείχε το σκελετό ενός ενήλικα και τρία αγγεία, που χρονολογούνται σε διαφορετικές χρονολογικές περιόδους από τον 14ο π.Χ. έως πιθανώς και τον 10ο π.Χ. αιώνα.
Η κατασκευή ενός πολυδάπανου ταφικού αγγείου αλλά και η παρουσία κειμηλίων ανάμεσα στα κτερίσματα διαφοροποιούν τον τάφο αυτό από τους υπόλοιπους σύγχρονούς του. Οι κάτοχοί του φαίνεται πως μέσα στη δύσκολη εποχή που ζούσαν, μετά το ανακτορικό κλέος, επιθυμούσαν να εξάρουν τη διαφορετικότητά τους σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και να διεκδικήσουν μια δεσπόζουσα θέση στη νέα τάξη πραγμάτων, επικαλούμενοι και τη σχέση τους με τους ένδοξους προγόνους.
Υδρία με εικονογραφική παράσταση
Στο μικρό αγγείο, το οποίο βρέθηκε στο Νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων Καλκάνι (1350-1300 π.Χ.) αναπτύσσεται μία πρωτότυπη εικονογραφική παράσταση, που διατάσσεται σε δύο επίπεδα. Στο ανώτερο βρίσκεται μία ανθρώπινη μορφή σε χορευτική στάση που καταλαμβάνει το κέντρο της παράστασης κρατά από ένα τεράστιο τροχό σε κάθε χέρι, ενώ δύο άλλοι μικρότεροι ίπτανται. Γυναικείες μορφές και ζώα, μία κατσίκα, ένας σκορπιός, μία χήνα και ένα άλλο πτηνό, προστρέχουν προς την κεντρική μορφή.
Αυτή η πρώιμη στη μυκηναϊκή τέχνη εικονογραφική παράσταση ανθρώπων και ζώων παρ’ όλες τις ατέλειές της έχει αφηγηματικό χαρακτήρα. Ίσως αναπαριστά έναν τελετουργικό χορό προς τιμήν του Ήλιου που κρύβεται στους εικονιζόμενους τροχούς. Το σχεδιαστικό της ανάπτυγμα έχει γίνει από τον άγγλο αρχαιολόγο Άλαν Γουέις, ο οποίος μεταξύ άλλων συνέχισε το έργο του Ερρίκου Σλήμαν στις Μυκήνες.
Σφραγιδόλιθος από κορναλίνη
Στον σφραγιδόλιθο αυτό παριστάνονται δύο λέοντες, που ακουμπούν τα πρόσθια σκέλη τους στο μέσον ενός κίονα. Το θέμα της εραλδικής απεικόνισης λεόντων σε συνδυασμό με κίονα ή βωμό, δύο σύμβολα της κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας των μυκηναίων ανάκτων παραπέμπει στον βασιλικό οίκο. Είναι προφανές, ότι οι σφραγίδες αυτές, που προέρχονται από το Νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων Ασπρόχωμα (1400-1300 π.Χ.) θα ανήκαν σε υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους, πιθανόν μέλη της βασιλικής οικογένειας. Η επιλογή αυτού του εικονογραφικού θέματος για το ανάγλυφο της Πύλης των Λεόντων και η ταύτισή του με το βασιλικό οικόσημο μαρτυρεί την πρόθεση των Μυκηναίων να συσχετίσουν τη δύναμη του βασιλέα των ζώων με την ισχύ του βασιλικού οίκου.
Κωνικό ρυτό
Προέρχεται από το νεκροταφείο θαλαμωτών τάφων του 14ου π.Χ. αιώνα στη θέση «Κουτσουμπέλα» και αποτελεί ένα από τα ωραιότερα δείγματα αυτού του σκεύους. Η γραμμική διακόσμηση αποδίδει με αφαιρετικό τρόπο ένα φυτικό μοτίβο, ίσως ένα κλαδί. Το λαμπερό καστανέρυθρο βερνίκι είναι άριστης ποιότητας και συναγωνίζεται την τελειότητα του σχήματος του αγγείου.
Το ρυτό, χαρακτηριστικό αγγείο της μυκηναϊκής κεραμικής, οφείλει την ονομασία του στο γεγονός, ότι έχει μία οπή στο κάτω μέρος του για την έκχυση υγρών. Οι Μυκηναίοι το χρησιμοποιούσαν για σπονδές κατά τις θρησκευτικές τελετουργίες αλλά και για οικιακή χρήση ως χωνί. Αυτό το είδος του ρυτού με το λεπτό κωνικό σχήμα ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στα μέλη της άρχουσας τάξης κατά τους ανακτορικούς χρόνους.
Βιογραφικό
Η κυρία Άλκηστις Παπαδημητρίου είναι αρχαιολόγος, απόφοιτη του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές Κλασικής Αρχαιολογίας, Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Albert – Ludwig του Freiburg της Γερμανίας, όπου εκπόνησε και την διδακτορική της διατριβή. Υπήρξε υπότροφος της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD) και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, του οποίου διετέλεσε επιστημονική συνεργάτης στις ανασκαφές της Τίρυνθας.
Υπηρετεί στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Αργολίδας του υπουργείου Πολιτισμού από το 1991και έχει διενεργήσει μεγάλο αριθμό σωστικών ανασκαφών στον Άργος, την Τίρυνθα και την Ερμιόνη. Το έργο της αφορά και τον χώρο της Μουσειολογίας έχοντας υλοποιήσει το πρόγραμμα απογραφής και ταξινόμησης των αποθηκών του Αρχαιολογικού Μουσείου Άργους και συμμετέχοντας στην ομάδα εργασίας του νέου Αρχαιολογικού Μουσείου Μυκηνών. Ήταν υπεύθυνη για την υποβολή φακέλου ένταξης των Μυκηνών και της Τίρυνθας στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO και επιβλέπουσα του έργου στερέωσης και αποκατάστασης του αρχαίου θεάτρου Άργους
Είναι συγγραφέας των βιβλίων: «Μυκήνες» (Εκδόσεις Ιδρύματος Λάτση, Ο κύκλος των Μουσείων), «Τουριστικός οδηγός του Δήμου της Νέας «Τίρυνθας», «Τίρυνς. Ιστορικός και Αρχαιολογικός οδηγός», «Die früheisenzeitliche bemalte Keramik aus Tiryns» και «Οι Αρχαιολόγοι στην Ελλάδα: Συλλογή πληροφοριών για την Αγορά Εργασίας και Περιγραφή του Επαγγέλματος» σε συνεργασία με τους Π. Πάντο και Α. Κόσσυβα. Παράλληλα έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό επιστημονικών άρθρων.
Είναι αντεπιστέλλον μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και τακτικό μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής Μυκηνών, του Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων Πελοποννήσου και του Συμβουλίου Μουσείων του υπουργείου Πολιτισμού.
Ανακαλύψτε το «Αφιέρωμα – Μουσεία»
- Γαλλία και Βρετανία υπόσχονται να μην αφήσουν τον Πούτιν να πετύχει τους σκοπούς του
- Το Βυζάντιο στο Λούβρο – Ειδικό τμήμα για την βυζαντινή και την ανατολική χριστιανική τέχνη
- Wall Street: Άλμα 1% για τον Dow Jones – Βουτιά 4% για την Alphabet
- Ζελένσκι: Ο Πούτιν «φτύνει στο πρόσωπο» όσους θέλουν πραγματικά την ειρήνη