Πέντε χρόνια μετά την αποτρόπαια δολοφονία του Μανώλη Καντάρη στο κέντρο της Αθήνας , λίγα μέτρα από το κατώφλι του σπιτιού του, η μαρτυρία της συζύγου του ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, ξύπνησε μνήμες και ράγισε καρδιές. Με αξιοπρέπεια και αξιοσημείωτη ψυχραιμία, η Σιμόνα Βιρτζίλι περιέγραψε λεπτό προς λεπτό την αγωνία που έζησε εκείνο το μοιραίο ξημέρωμα, όταν ο άντρας της έφυγε από το σπίτι, για να φέρει στο αυτοκίνητο τους από το πάρκινγκ, καθώς σε λίγες ώρες θα γεννούσε. Η γυναίκα μίλησε και για τη στιγμή που τον είδε μέσα στα αίματα, πεσμένο στη μέση του δρόμου, θύμα τριών ανδρών που του επιτέθηκαν, για να του αρπάξουν την κάμερα που κρατούσε στα χέρια του , με την οποία σκόπευε να απαθανατίσει την κόρη τους που θα ερχόταν στη ζωή λίγες ώρες αργότερα.
«Δεν τον είχα φιλήσει όταν έφυγε από το σπίτι…»
«Αργούσε. Ανησύχησα άρχισα να τον παίρνω τηλέφωνο πολλές φορές. Επέμενα. Βγήκα στο μπαλκόνι…» είπε η γυναίκα, ξαναζώντας την αγωνία. «Είδα ένα περιπολικό. Ήταν γύρω στις 5:30 το πρωί όταν είδα να σταματάνε ένα τρόλεϊ και να κατεβάζουν τον κόσμο. Είπα της μαμά μου να κατέβουμε κάτω. Δε μπορούσα να περπατήσω γρήγορα. Φαινόταν ο φάρος ενός περιπολικού σε απόσταση, γλίστρησα στο δρόμο και έπεσα. Τότε, είδα μια κορδέλα και αστυνομικούς. Θυμάμαι ότι προσπάθησα να πλησιάσω» είπε με σπασμένη φωνή η γυναίκα και συνέχισε σοκαρισμένη: «Κατάφερα και πέρασα και είδα το πόδι του Μανώλη με το τζιν και το παπούτσι του μέσα στα αίματα. Προσπάθησα να περάσω…Υπήρχε μια λίμνη αίματος. Ήταν λερωμένα τα ρούχα του. Υπήρχε πολύ αίμα. Είχε ανοικτά τα μάτια του και στόμα του. Προσπάθησα να περάσω την κορδέλα διότι δεν τον είχα φιλήσει όταν έφυγε από το σπίτι αλλά δε μου το επέτρεψαν. Μπήκα στο ασθενοφόρο εκεί αποφάσισα ότι η κόρη του θα πάρει το όνομα του και ότι έπρεπε να ειδοποιήσω του συγγενείς. Πήρα εξιτήριο την Παρασκευή από το μαιευτήριο και το Σάββατο πήγα στη κηδεία του”.
«θέλω να υπερασπιστώ τη ψυχή του Μανώλη και των παιδιών του»
Η μητέρα της συζύγου του Μανώλη Καντάρη, καταθέτοντας στο δικαστήριο, μίλησε για τις δυσκολίες που πέρασαν μετά τη δολοφονία και πως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το σπίτι που ζούσαν στην οδό Γ Σεπτεμβρίου . “Στέρησαν τον πατέρα από την κόρη του η οποία γεννήθηκε δυο ώρες μετά…”, είπε η γυναίκα, αναφερόμενη στους δυο Αφγανούς κατηγορούμενους, και ξέσπασε σε λυγμούς. Μάλιστα, όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου της πρότεινε να διακόψουν για να ηρεμήσει εκείνη απάντησε: «Δε θέλω να διακόψω, θέλω να υπερασπιστώ τη ψυχή του Μανώλη και των παιδιών του».
Να κηρυχθούν ένοχοι ζήτησε ο εισαγγελέας.
Οι δύο κατηγορούμενοι , οι οποίοι πρωτόδικα έχουν καταδικαστεί σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και επιπλέον 23 χρόνια ο καθένας, αρνήθηκαν ότι δολοφόνησαν τον 44χρονο άνδρα και υπέδειξαν ως δράστη τον φυγόδικο Πακιστανό, συγκατηγορούμενο τους.
«’Ήρθαμε στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή. Δεν σκέφτηκα ποτέ να σκοτώσω. Δείτε το πρόσωπο μου μπορώ εγώ να σκοτώσω;», είπε ένας από τους κατηγορούμενους, απευθυνόμενος στους δικαστές.
Ο εισαγγελέας της έδρας Παναγιώτης Μπρακουμάτσος, πάντως, εισηγήθηκε στο δικαστήριο την ενοχή των κατηγορουμένων για τα αδικήματα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της ληστείας κάνοντας, στην αγόρευση του, ιδιαίτερη αναφορά στις αντιφάσεις που έχουν υποπέσει. «Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να κριθούν για αυτό που έκαναν και όχι με βάση την εθνικότητα ή το χρώμα τους» είπε χαρακτηριστικά ο εισαγγελικός λειτουργός, υπογραμμίζοντας ότι ο ένας εκ των κατηγορουμένων μαχαίρωσε το θύμα και ο άλλος ήταν άμεσος συνεργός.
Η απόφαση του δικαστηρίου αναμένεται στις 18 Ιανουαρίου.