ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να βάλει ένα προοδευτικό πρόσημο στη συμφωνία που έκλεισε ο Αλέξης Τσίπρας με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, προκειμένου να πεισθεί το αριστερό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή υπολείπεται πολύ από το να χαρακτηρισθεί ως τέτοια, αφού ουσιαστικά δεν επέρχεται κανένας διαχωρισμός μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας. Έντονα αντιδρούν οι κληρικοί που διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Ανοιχτό το ενδεχόμενο χιλιάδων νέων προσλήψεων στο Δημόσιο, μετά τον αποχαρακτηρισμό των ιερέων.
Η συμφωνία, που ήταν αιφνιδιαστική και προέκυψε έπειτα από συνομιλίες δύο ετών, μπορεί να χαρακτηρισθεί αμοιβαία επωφελής υπό την έννοια ότι και οι δύο πλευρές κατάφεραν να εξασφαλίσουν αυτό που επιδίωκαν. Από την πλευρά της, η Εκκλησία εξασφάλισε να συνεχίσει να καταβάλλεται από το κράτος η μισθοδοσία στους κληρικούς, με την μορφή της επιδότησης από εδώ και στο εξής. Το ποσό που θα καταβάλλεται ετησίως στην Εκκλησία θα είναι αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων (περίπου 198 εκατ. ευρώ), το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του ελληνικού Δημοσίου.
Παράλληλα, η πλευρά της Εκκλησίας πέτυχε να αναγνωρισθεί ως δική της η περιουσία που ήταν αμφισβητούμενη.
Από την άλλη, η κυβέρνηση εξασφάλισε τη συγκατάθεση του αρχιεπισκόπου στην «θρησκευτική ουδετερότητα» που προτείνεται στην συνταγματική αναθεώρηση, ενώ κέρδισε και τη συμμετοχή στη διαχείριση της μέχρι χθες αμφισβητούμενης περιουσίας της Εκκλησίας μέσω της συμμετοχής του Δημοσίου στην εταιρεία-μάνατζερ που δημιουργείται για την αξιοποίησή της.
Η εταιρεία διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία δημιουργείται στη βάση της συμφωνία του 2013 από την κυβέρνηση Σαμαρά, θα έχει ένα πενταμελές ΔΣ, το οποίο θα απαρτίζεται από δύο μέλη επιλεγμένα από την Εκκλησία, δύο μέλη επιλεγμένα από το ελληνικό Δημόσιο και ένα κοινής αποδοχής. Μέσω αυτού του σχήματος θα επιχειρηθεί η αξιοποίηση της περιουσίας που μέχρι χθες θεωρείτο αμφισβητούμενη μεταξύ ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας. Έξοδα και κέρδη θα διαιρούνται δια δύο.
Ανοίγει ο δρόμος για προσλήψεις στο Δημόσιο;
Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει την ευκαιρία να ισχυριστεί ότι μειώνει τους δημοσίους υπαλλήλους κατά 10.000, αφού οι ιερείς πλέον δεν θα θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι. Αυτό αφήνει ανοιχτή την πόρτα για ισάριθμες προσλήψεις και μάλιστα μονίμου προσωπικού και μάλιστα σε μια περίοδο που θεωρείται προεκλογική.
Η παραπάνω συμφωνία θα πρέπει πρώτα να εγκριθεί από την Ιερά Σύνοδο, η οποία συνεδριάζει σήμερα. Αποτελεί μια χρυσή τομή ανάμεσα στις επιδιώξεις των δύο πλευρών και το στοίχημα είναι εάν ο αρχιεπίσκοπος θα κάμψει τις αντιδράσεις των κληρικών.
Το κοινό ανακοινωθέν
1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
9. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Έντονη αντίδραση κληρικών
Έντονη είναι η αντίδραση των κληρικών απέναντι στη συμφωνία. Ο Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος, συνδικαλιστικό όργανο των κληρικών όλης της χώρας, ζητά με ανακοίνωσή του από τους Μητροπολίτες να σταματήσουν την «επαίσχυντη συμφωνία Ιερωνύμου -Τσίπρα» και προειδοποιούν ότι δεν θα μείνουν σε αυτή μόνο την αντίδραση.
Οι κληρικοί αντιδρούν ειδικά στην παράγραφο της συμφωνίας, σύμφωνα με την οποία «το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών».
Ο Ιερός Σύνδεσμος Κληρικών Ελλάδος δηλώνει ότι «θα δώσει αγώνες για να παραμείνει ως συμβατική υποχρέωση του κράτους η μισθοδοσία του Ιερού Κλήρου, ως έχει, ως αντάλλαγμα για τα όσα έχει προσφέρει η Εκκλησία προς την πολιτεία» και τονίζει ότι «Ο καιρός του σιγάν έληξε για τους Κληρικούς. Είμαστε πλέον στον καιρό του λαλείν και του πράττειν».