Το νομοσχέδιο για την Παιδεία «είναι ακραία πράξη ιδεοληπτικής εμμονής, ανέφερε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, στην παρέμβασή του στην διαδικτυακή εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα “Δημοκρατία και Εκπαίδευση: Η κυβερνητική απειλή και η απάντηση της κοινωνίας”, και πρόσθεσε ότι “συνιστά επίθεση στην δημοκρατία και στην δημόσια παιδεία».

Ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι το πλέον κρίσιμο στοιχείο του νομοσχεδίου είναι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων που επιφέρει. Πρόσθεσε ότι η αντιπαράθεση γύρω από την πανεπιστημιακή αστυνομία που από την πλευρά της κυβέρνησης εκδηλώνεται “με μία παράφραση του επικοινωνιακού δόγματος Τραμπ -όπως η δήλωση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη για τους πρυτάνεις-, αποτελούν αντιπερισπασμό”.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξε ότι παράλληλα, η κυβέρνηση επιδιώκει τη μείωση των φοιτητών ώστε να δημιουργήσει πελατεία για τα κολλέγια, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε “θέλει να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των κολλεγίων και όχι να ικανοποιήσει κοινωνικές ανάγκες”. Αρχίζοντας την παρέμβασή του ο κ. Τσίπρας ανέφερε: “Δεν ξέρω τι είναι αυτό που θα πρέπει να πρωτοκαταργήσουμε όταν διαμορφωθούν οι συνθήκες και ο ελληνικός λαός μας δώσει την εντολή για μία προοδευτική διακυβέρνηση στον τόπο…Το σίγουρο είναι ότι περνάμε πολύ δύσκολες στιγμές. Το δυστύχημα είναι ότι έχουμε μία κυβέρνηση που εκμεταλλεύεται την πανδημία για να προωθήσει ακραία συντηρητικές μεταρρυθμίσεις. Εκμεταλλεύεται μία συνθήκη που δεν ευνοεί τον κοινωνικό διάλογο και δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει να προχωρήσει με συρρίκνωση της δημοκρατικής διαδικασίας”. Αναφερόμενος στις παγκόσμιες συνθήκες της πανδημίας είπε: “Ζούμε σε καιρούς δύσκολους αλλά και διδακτικούς: Τα δημόσια συστήματα υγείας κράτησαν όρθιες της κοινωνίες. Η γνώση και η έρευνα που παράγεται στα μεγάλα δημόσια πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα μας έδωσε την δυνατότητα να προχωρήσουμε στην παραγωγή του εμβολίου που αποτελεί την ελπίδα για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Το δυστύχημα είναι ότι η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για τα διδάγματα, ούτε και για την κοινή λογική”.

Διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων

Μπαίνοντας στο κυρίως θέμα ανέφερε: «Ο προϋπολογισμός του 2021 προβλέπει εξακόσια εκατομμύρια λιγότερα για την δημόσια υγεία, και επίσης 13% κάτω είναι η χρηματοδότηση για τα πανεπιστήμια. Ακόμη και στον κρίσιμο χώρο της εκπαίδευσης και της υγείας η κυβέρνηση ενδιαφέρεται να εξυπηρετήσει συμφέροντα και συμβόλαια ιδιωτών και όχι τις δημόσιες ανάγκες. Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει την κυβέρνηση είναι τα συμφέροντα των κολλεγίων και των ιδιοκτητών τους και να μεγαλώσει την πελατεία τους…Παράλληλα αποστρέφεται μια βασική προϋπόθεση της αριστείας, παρότι συνεχώς την επικαλείται, που είναι η κοινωνική κινητικότητα. Το πιο κρίσιμο στοιχείο του νομοσχεδίου είναι ότι οι εισακτέοι το 2021 θα είναι 25.000 λιγότεροι, ένα ποσοστό 34% περισσότερο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια θα μείνει εκτός των δημόσιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Ποιοί θα είναι αυτοί; Θα είναι εκείνοι που η κυβέρνηση τους λέει ότι αν θέλετε να σπουδάσετε θα πρέπει να βρείτε μερικές χιλιάδες ευρώ για να πάτε σε ένα ιδιωτικό ίδρυμα που θα σας δώσει ένα αμφιβόλου ποιότητας πιστοποιητικό. Στα κολλέγια δεν υπάρχει κανένα αξιοκρατικό κριτήριο παρά μόνο η πληρωμή των διδάκτρων.

Οι νέοι που δεν ανήκουν στην κάστα των ισχυρών της ελληνικής κοινωνίας, θα γίνουν η νέα πελατεία μίας βιομηχανίας που έρχεται στη Ελλάδα για να κάνει δουλειές. Αυτό επιτυγχάνεται με την ελάχιστη βάση εισαγωγής, ενώ παράλληλα η κυβέρνηση πετάει το μπαλάκι στα ΑΕΙ για τον αριθμό των εισακτέων. Τι θα προκαλέσει; Κατ αρχήν αύξηση της μαθητικής διαρροής στο λύκειο. Δεύτερον αύξηση των δαπανών για τα φροντιστήρια. Τρίτον, την πλήρη ακύρωση του μορφωτικού ρόλου του λυκείου σε όλες τις τάξεις. Τέταρτον, θα προκαλέσει μείωση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων αφού αυτή έχει συνδεθεί με τον αριθμό των φοιτητών. Επίσης θα προκαλέσει κλείσιμο ή συγχώνευση τμημάτων και ακολούθως αύξηση του λεγόμενου brain drain. Αυτή είναι η πιο κρίσιμη πτυχή αυτού του νομοσχεδίου. Αυτές οι αλλαγές θα επιβαρύνουν τον οικογενειακό προϋπολογισμό του νοικοκυριού και να αυξήσουν τις ανισότητες ανάμεσα στη μέση ελληνική οικογένεια και την ελίτ.

Συκοφάντηση του πανεπιστημίου

Ακολούθως αναφέρθηκε στην ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας: “Η δεύτερη αντιδραστική πτυχή του νομοσχεδίου έχει να κάνει με την συκοφάντηση του δημόσιου πανεπιστημίου, ως δήθεν χώρου εγκληματικής δράσης ή ορμητηρίων εγκληματιών. Η επικοινωνιακή εκμετάλλευση από την κυβέρνηση ενός υπαρκτού προβλήματος όπως η παραβατικότητα και η εγκληματικότητα γίνεται για να χαϊδέψει τα αυτιά ενός συντηρητικού κοινού, να επιδείξει πυγμή και για να αποπροσανατολίσει από το βασικό στοιχείο που είναι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Η ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας είναι ακραία πράξη ιδεοληπτικής εμμονής. Κανένας σώφρων δεν θα το φανταζόταν”.

Δεν υποτίμησε το πρόβλημα της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας στα πανεπιστήμια, ωστόσο υποστήριξε δεν αντιμετωπίζεται με τους ειδικούς φρουρούς αλλά με τις προτάσεις που έχουν καταθέσει οι ίδιοι οι πρυτάνεις: “Η αντιμετώπιση της παραβατικότητας μπορεί να γίνει με την αξιοποίηση των προτάσεων της ίδια της πανεπιστημιακής κοινότητας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν τα υπαρκτά περιστατικά με ένοπλους ανεκπαίδευτους ειδικούς φρουρούς. Η κυβέρνηση είναι προφανές ότι επιχειρεί έναν μείζονα αντιπερισπασμό, ότι το κάνει επίτηδες για να το φθάσει στα άκρα. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του κ. Χρυσοχοΐδη που είπε ότι “οι πρυτάνεις είναι εθισμένοι στην απειλή κακοποίησης”, είναι επίτηδες προσβλητική.

«Έχουμε μία παράφραση του επικοινωνιακού δόγματος Τραμπ. Αναφέρεται σε ένα ακροατήριο που τρέφεται με παρόμοια επιχειρήματα, ωστόσο η απάντηση από την πλευρά της Αριστεράς και του κοινωνικού κινήματος δεν είναι να πέσουμε στο επίπεδο της τραμπικής αντιπαράθεσης. Ο κ. Χρυσοχοίδης προέρχεται από τον δημοκρατικό χώρο, αλλά οι πιο σκληροί ταλιμπάν είναι εκείνοι που μεταπηδούν από τον ένα χώρο στον άλλο και είναι πιο αποτελεσματικοί και σε αυτό που θέλουν να κάνουν. Πέρα από τον αποπροσανατολισμό και την εργαλειοποίηση, με το νομοσχέδιο η κυβέρνηση επιχειρεί την υλοποίηση του δόγματος των υπουργών της που προέρχονται από την άκρα δεξιά, όπως του κ. Βορίδη “να τελειώνουμε με την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς που επιβλήθηκε στην Μεταπολίτευση».

Η απάντηση της αριστεράς: παλλαϊκό κίνημα για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της δημόσιας παιδείας

Αναφέρθηκε στην απάντηση που πρέπει να δώσει η αριστερά και το κοινωνικό κίνημα: “Η απάντηση από την αριστερά και το κοινωνικό κίνημα δεν πρέπει να είναι του ιδίου επιπέδου, αλλά απέναντι στη πρόκληση, επιχειρήματα και όχι συνθήματα. Για εμάς η ασφάλεια των φοιτητών και των εργαζομένων είναι προτεραιότητα, είναι θέμα δημοκρατίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει τις οικονομικές δυνατότητες ώστε να προβλέπονται ακόμη και οργανικές θέσεις για φύλαξη των ιδρυμάτων σε 24ωρη βάση. Εκείνοι που πριν από μερικά χρόνια απέλυαν εκατοντάδες φύλακες, μεταξύ των οποίων και πανεπιστημιακούς, τώρα μας λένε ότι θα λυθούν τα προβλήματα με την πρόσληψη αστυνομικών. Επίσης δεν είναι κατανοητό γιατί τα όποια εγκλήματα δεν πατάσσονται πλέον αφού το νομοθετικό πλαίσιο έχει αλλάξει και δεν ισχύει το άσυλο;”.

Κλείνοντας ο κ. Τσίπρας είπε: «Το 2020 έμειναν κενές 300 θέσεις μελών ΔΕΠ στα πανεπιστήμια. Η κυβέρνηση όχι μόνο δεν προκηρύσσει τις θέσεις για την κάλυψη τους αλλά μειώνει τις δαπάνες για την ανώτατη παιδεία και αντί να προσλαμβάνει καθηγητές προσλαμβάνει 1.030 ειδικούς φρουρούς…Η κυβέρνηση ετοιμάζεται να αφήσει το καταστροφικό της αποτύπωμα και στην Παιδεία. Παρά τις συνθήκες της πανδημίας οφείλουμε να κινητοποιηθούμε για να βάλουμε φραγμό. Πρώτοι πληττόμενοι δεν είναι αυτοί που αρέσκονται να τα κάνουν μπάχαλα, αυτοί θα τα κάνουν εντός ή εκτός πανεπιστημίων, είναι μία ολόκληρη γενιά που στερούνται το δικαίωμα στη μόρφωση. Και ο άμεσα πληττόμενος είναι τα δημόσια πανεπιστήμια. Έχουμε μία επίθεση στη δημόσια Παιδεία και στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Χρειαζόμαστε ένα κίνημα όχι φοιτητικό αλλά ένα κίνημα παλλαϊκό για την υπεράσπιση της παιδείας και της δημοκρατίας».