Δύο είναι τα μεγάλα συμπεράσματα.
Πρώτον, το ΔΝΤ δεν ήταν ο κακός δράκος της ιστορίας. Το λάθος με την αξία του πολλαπλασιαστή είναι γεγονός. Αλλά, το πρόβλημα με τα μνημόνια δεν ήταν η οριακή αλλαγή στο συγκεκριμένο βάθος της ύφεσης. Ήταν η στρατηγική. Και, στην στρατηγική το μεγάλο λάθος έγινε από την Ε.Ε.
Χωρίς εμπειρία από παρόμοιες καταστάσεις, οι τεχνοκράτες της Ε.Ε. κινήθηκαν στο πλαίσιο που κατά κανόνα λειτουργούσε το ΔΝΤ—στην υποτίμηση του νομίσματος. Επειδή, όμως, η Ελλάδα είχε ευρώ, υποτίμηση δεν μπορούσε να γίνει. Επιλέχτηκε, λοιπόν, η εσωτερική υποτίμηση – δηλαδή η μείωση εισοδήματος.
Η απόφαση ήταν και πολιτική. Ήταν στην λογική της Γερμανικής οικονομικής ορθοδοξίας: ξόδεψες; Δεν έχεις τώρα να πληρώσεις; Πούλησε ό,τι έχεις, μείωσε την κατανάλωσή σου και εξοικονόμησε πόρους για να αποπληρώσεις τους πιστωτές σου. Ακόμη περισσότερο—και εδώ είναι το κρίσιμο σημείο—«κάνε το τώρα, άμεσα».
Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια πίεση στην χώρα μας για άμεση δημοσιονομική προσαρμογή – οπότε και η τεράστια πτώση του ΑΕΠ.
Από την πρώτη στιγμή το ΔΝΤ είχε διαφωνήσει. Συμφωνούσε με την πολιτική της λιτότητας αλλά όχι με την έκταση της και την χρονική αμεσότητα της.
Έχοντας συσσωρευμένη εμπειρία από χώρες της Λατινικής Αμερικής, γνώριζε πολύ καλά ότι η πρωταρχική έμφαση στην απότομη δημοσιονομική προσαρμογή θα έριχνε την χώρα σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας και πάλι λιτότητας.
Γνώριζε, επίσης, ότι χωρίς μεταρρυθμίσεις η έξοδος από την λιτότητα θα ήταν δύσκολη. Σε εσωτερικές συζητήσεις είχε προταθεί μικρότερη αρχική δημοσιονομική προσαρμογή και μεγαλύτερη έμφαση στις μεταρρυθμίσεις.
Δεν υπήρχε δα και καμιά μεγάλη βιασύνη στην αποπληρωμή. Έτσι κι αλλιώς σε δανεικά στηριζόταν το πρόγραμμα.
Είναι χαρακτηριστικό,, μάλιστα το γεγονός, ότι τον Ιούνιο του 2010, ο ΣΕΒ είχε εκδώσει ανακοίνωση υποστηρίζοντας ότι ήταν λαθεμένες οι προτεραιότητες του μνημονίου και επιχειρηματολογώντας υπέρ της θέσης του ΔΝΤ – χωρίς βέβαια να τις γνωρίζει. Απλά είχε κάνει την δική του οικονομική, πολιτική και κοινωνική ανάλυση.
Ο τότε υπουργός εθνικής οικονομίας Γιώργος Παπακωνσταντίνου ούτε που έδωσε σημασία.
Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.
Το δεύτερο μεγάλος λάθος ήταν των κυβερνώντων. Χωρίς αμφιβολία τα μνημόνια ήταν «σκληρά». Ήταν, όμως, και απαραίτητα. Αν ο πολιτικός κόσμος δεν φοβόταν το κομματικό κόστος θα όφειλε να τα είχε υιοθετήσει. Αντίθετα, οι πελατειακές σχέσεις υπαγόρευαν άλλο δρόμο.
Μπορεί πρώτη η αριστερά να σήκωσε την αντί-μνημονιακή παντιέρα, αλλά άθελα της πρόσφερε τεράστια υπηρεσία στην δεξιά. Η οποία μισούσε τα μνημόνια όσο και οι αντίπαλοι της.
Το αποτέλεσμα ήταν να διχαστεί η χώρας στους λίγους μνημονιακούς και στους πολλούς αντι-μνημονιακούς και να μην αποκτήσει ποτέ την ιδιοκτησία του προγράμματος.
Χρειάστηκε ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός ο Λουκάς Παπαδήμος για να βγει η χώρα από την πρώτη κρίση χρεοκοπίας.
Η κυβέρνηση Αντώνη Σαμαρά- Ευάγγελου Βενιζέλου άντεξε για 1 χρόνο. Μετά την ήττα στις ευρωεκλογές, έχασε κι αυτή την μπάλα.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο πολιτικός κόσμος δεν ήθελε –οπότε δεν φρόντισε να ενημερώσει, και με την ενημέρωση να κινητοποιήσει την κοινή γνώμη υπέρ των μεταρρυθμίσεων –με την λογική ότι θα έφερναν ένα απτά καλύτερο αύριο.
Το 2010, με ιδεοληψία, οι υποστηρικτές της πασοκικής αλλαγής του 1981 μετουσιώθηκαν στην πλέον αντιδραστική και συντηρητική μερίδα της κοινωνίας. Κάτω τα χέρια από τα λεφτά μας και τα προνόμια μας, ήταν η πολεμική ιαχή. Στην πρώτη γραμμή ήταν τα συνδικάτα του δημοσίου, που κυριαρχούσαν, πλέον, ελέω και του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και της Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Εθνάρχη. Η άλωση τους από το κόμμα που όλα αυτά τα έχει στο αίμα του, ήταν πλέον παιχνίδι.
Τι μαθήματα μπορούμε να αντλήσουμε για το σήμερα;
Η Επιτροπή Πισσαρίδη και το Σχέδιο που υποβάλλουμε στην Ε.Ε. για την χρήση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (National Recovery and Resilience Plan) τολμούν να ακουμπήσουν ιερά τέρατα του συντηρητισμού, της οπισθοδρομικότητας, των πελατειακών σχέσεων. Θέλουν να τα αλλάξουν.
Αυτή φαίνεται να είναι και η ξεκάθαρη βούληση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη.
Είναι σαφές, όμως, ότι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για ένα νέο διχασμό: Ταμείο Ανάκαμψης και αντί-Ταμείο Ανάκαμψης. Ας μην βιαστούν κάποιοι να θεωρήσουν ότι υπερβάλω. Τον Ιούλιο του 2010, ο αείμνηστος Αλέξανδρος Βέλιος είχε πρώτος επισημάνει τον επερχόμενο διχασμό – όταν μία σημαντική μερίδα της ελληνικής κοινωνίας θεωρούσε ότι επιτέλους, με τα μνημόνια θα επιβαλλόταν «από έξω» ο εκσυγχρονισμός της χώρας που δεν μπορούσαμε οικειοθελώς να υλοποιήσουμε.
Στην ίδια λογική άθελα μας κινούμαστε και τώρα.
Επειδή υποεκτιμήσαμε την αντίδραση στον εκσυγχρονισμό, χάσαμε μία πολύτιμη δεκαετία. Αυτήν πληρώνουμε ακόμη.
Θα είναι ουτοπία να θεωρήσουμε ότι τα κυβερνητικά σχέδια δεν θα επιφέρουν σκληρές αντιδράσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ξεσπαθώσει, και επειδή η δίψα για την εξουσία δεν έχει όρια για τους Πολάκηδες, πατά στα πτώματα του κορωνοϊού για να αποδείξει ότι «είναι εδώ».
Ευτυχώς που υπάρχει και η Γ.Γ. Αντεγκληματικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου, που τολμά να του απαντήσει.
Οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις θα προσφέρουν άπλετο έδαφος για τυφλή αντιπολιτευτική αντίδραση.
Εξάλλου, η κυβέρνηση ήδη αντιμετωπίζει βέλη εξ’ οικείων – με την επιγραφή Γ. Βλάχος.
Αν θέλει η κυβέρνηση να κερδίσει το στοίχημα του εκσυγχρονισμού –και μάλιστα γρήγορα γιατί χρόνος δεν υπάρχει– θα απαιτηθεί μία μεγάλη, συνεπής, συνεχής και ειλικρινής καμπάνια ενημέρωσης της κοινωνίας για τα οφέλη που θα προκύψουν. Καμπάνια που όμοια της η χώρα δεν έχει ποτέ γνωρίσει.
Και ας μην μπερδευτούν τα καλά αποτελέσματα των μετρήσεων της κοινής γνώμης ούτε καν ως ένδειξη ιδιοκτησίας του προγράμματος.
Διαβάστε ακόμα:
Επιτροπή Πισσαρίδη: Έτσι θα ενισχυθεί ο ελληνικός τουρισμός – Πού πρέπει να δοθεί έμφαση
Φωκίων Καραβίας: Γιατί το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί «ιστορική ευκαιρία» για την Ελλάδα
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Fitch: Επιβεβαίωσε το BBB- της Ελλάδας, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές – Βλέπει ανάπτυξη 2,4% το 2025
- Γιατί ο Καραμανλής έκλεισε την συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας – Στήριξε τον Σαμαρά
- Πραγματική φοβέρα ή προετοιμασία για ανακωχή;
- Χρηματιστήριο: Repricing των τραπεζών, αγορές σε μετοχές με μερισματική απόδοση φέρνει η πτώση των επιτοκίων κατά 0,50% από την ΕΚΤ