Αντώνης Κεφαλάς-Αρθρογράφος
Η μεγάλη αποτυχία της απεργίας την Πέμπτη 10 Ιουνίου ανέδειξε δύο σημαντικούς παράγοντες: την απόσταση που χωρίζει την αξιωματική αντιπολίτευση από την κοινωνία και το νέο διχασμό με τον οποίον επαπειλείται η χώρα.
Η απεργία δεν έθιξε τον ιδιωτικό τομέα καθώς η λειτουργία του συνεχίστηκε απρόσκοπτα. Στην παραγωγή δεν υπήρξε καμία επίπτωση. Στην λιανική – εμπόριο και μαγαζιά – αυτή περιορίστηκε στον βαθμό που ο κόσμος είχε πρόβλημα να μετακινηθεί.
Ποιοι ήταν οι απεργοί; Πρωταρχικά όσοι εργάζονται στις μεταφορές. Αυτές οι εταιρείες και αυτά τα συνδικάτα είναι τα τελευταία προπύργια του σκοταδισμού που για δεκαετίες τώρα ταλαιπωρούν την χώρα. Ο δημόσιος χαρακτήρας τους έχει αποκτήσει μορφή ταμπού και οι ίδιοι απολαμβάνουν μίας ιδιότυπης ασυλίας που δεν συνάδει ούτε με τον όγκο ούτε με την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν.
Την Πέμπτη σύσσωμη η κοινωνία έζησε την εμπειρία των ολίγων που ταλαιπωρούν τους πολλούς προκειμένου να διαφυλάξουν εκείνα τα κεκτημένα που τους κάνουν να ξεχωρίζουν από την…πλέμπα.
Για τα Ελλάδα, ο τομέας των μεταφορών είναι ότι ήταν για την Αγγλία ο τομέας του κάρβουνου. Πολλά δεν θαυμάζω στην Θάτσερ, αλλά η αποφασιστικότητα της δεν είναι ένα από αυτά.
Η κυβέρνηση, βοηθούμενη από τις κατευθύνσεις και τις προδιαγραφές του Ταμείου Ανάκαμψης έχει βάλει μπρος ένα εκτεταμένο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων. Τα χάλι των δημόσιων μεταφορών δεν φαίνεται να την προβληματίζει όσο θα όφειλε – με βάση το κόστος που καταβάλει το κοινωνικό σύνολο και την επιρροή που έχει στην καθημερινότητα του πολίτη.
Η σύγχρονη οικονομία βασίζεται στα δίκτυα. Αν αυτά δεν είναι σύγχρονα, τότε δημιουργείται ένα απαγορευτικό για την πρόοδο έλλειμμα. Οι μεταφορές είναι ένα από τα σημαντικά δίκτυα. Ο εκσυγχρονισμός τους οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα. Και δεν είναι μόνο θέμα οργάνωσης και επένδυσης. Είναι, κατά κύριο λόγο, θέμα αντίληψης.
Ας μην κωφεύει η κυβέρνηση. Διότι, η αντιπολίτευση – σύσσωμη και όχι μόνο η αξιωματική – παρασύρθηκε στην συνθηματολογία και στο ψέμα, την κακοφωνία της μικροπολιτικής και του διαγωνισμού για την προβολή παρωχημένων θέσεων, δείχνοντας ότι λίγο κατανοεί το πόσο έχει ωριμάσει η ελληνική κοινωνία.
Και η κοινωνία απεχθάνεται τα κενά.
Η απεργία δεν ανέδειξε μόνο το χάσμα που χωρίζει ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού κόσμου από την κοινωνία. Ανέδειξε και την προσπάθεια να αναπτυχθεί ένας διχασμός που ήταν στα σπάργανα, μεγάλωσε και έγινε τέρας στην δεκαετία των μνημονίων. Ο διχασμός ανάμεσα στην Ελλάδα που βλέπει μπροστά και την Ελλάδα που δεν μπορεί να ξεκαρφώσει το βλέμμα από το χθες.
Μέχρι το 1974 η Ελλάδα ήταν χωρισμένη στους χουντικούς και στους δημοκράτες. Το 1981 χωρίστηκε στους μπλε και στους πράσινους. Και το 2010 στους μνημονιακούς και αντί-μνημονιακούς. Τώρα, βαδίζουμε ολοταχώς στον διχασμό ανάμεσα σ’ εκείνους που μάχονται να ανεβούν στο τραίνο του εκσυγχρονισμού κι εκείνους που διακατέχονται από τον φόβο του αύριο – οπότε καταφεύγουν στο χθες για να αποφύγουν τα πιεστικά προβλήματα του σήμερα.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που θέλουν να οικοδομήσουν το αύριο αναγνωρίζοντας ότι έχουμε οδύνη και ανηφόρα μπροστά μας και τους άλλους – τους δημόσιους υπαλλήλους των δημόσιων επιχειρήσεων και τους αεριτζήδες των κομμάτων – που μόνιμα βολεύονται και αναβάλουν.
Ας μην παρασυρθεί η κυβέρνηση από το γεγονός ότι παίζει μόνη της στο γήπεδο. Κι ας αναγνωρίσει ότι οι δυνάμεις της συντήρησης είναι ισχυρότατες – ιδιαίτερα στην σημερινή εποχή όπου η δημοκρατία πολιορκείται.
Ο εφησυχασμός είναι εξίσου αμαρτία με την έπαρση. Αν η κυβέρνηση θέλει πραγματικά να αλλάξει τον τόπο δεν πρέπει να υποκύψει ούτε στην μία ούτε στην άλλη.