Για ένατη φορά από το 1981, όταν και έγινε η πλήρης ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι Έλληνες ψηφοφόροι θα πάνε την προσεχή Κυριακή στις κάλπες της ευρωβουλής.

Στις 8 προηγούμενες αναμετρήσεις, η μέγιστη διαφορά που έχει πετύχει το πρώτο από το δεύτερο κόμμα, είναι οι 8,78 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό όμως συνέβη κάτω από «ειδικές συνθήκες» τον Οκτώβριο του 1981. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου να ηγείται του ΠΑΣΟΚ και τον άνεμο της υποσχόμενης «αλλαγής» να σαρώνει τη χώρα. Τότε μάλιστα, εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές έγιναν την ίδια μέρα, οπότε και αποτελέσματα ήταν καταλυτικά για τον νικητή.

Η δεύτερη μεγαλύτερη διαφορά ήταν εκείνη των 8,38% μονάδων που πέτυχε στις ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2004 η Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του Κώστα Καραμανλή. Και σε αυτήν την περίπτωση όμως οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερες, καθώς μόλις προ τριμήνου είχαν προηγηθεί οι εθνικές εκλογές, που έφεραν στην εξουσία τη Ν.Δ. Με συνέπεια ο αέρας της νίκης να είναι ισχυρός μέχρι τις ευρωκάλπες.

Μέσα στη εξαιρετικά πολωμένη, πολιτική ατμόσφαιρα του 1989, εθνικές εκλογές και ευρωεκλογές έγιναν την ίδια μέρα. Στις 18 Ιουνίου ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφερε πρώτη τη Νέα Δημοκρατία, χωρίς όμως να έχει την πλειοψηφία στη Βουλή. Στις ευρωεκλογές, η νίκη του, μεταφράστηκε σε μια διαφορά 4,45 μονάδων από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου που ήρθε δεύτερο.

Από εκεί και πέρα έχουν γίνει άλλες πέντε φορές ευρωεκλογές, σε χρονικές περιόδους που προηγούνται εκείνων των εθνικών εκλογών. Κάτι δηλαδή που συμβαίνει και τώρα.

Και στις 5 αυτές περιπτώσεις, η μεγαλύτερη διαφορά που είχε ο νικητής (το ΠΑΣΟΚ το 1994) ήταν οι 4,98 ποσοστιαίες μονάδες. Τις άλλες φορές το ΠΑΣΟΚ ήρθε πρώτο κόμμα στις ευρωεκλογές του 1984 και του 2009 με διαφορά 3,53 και 4,35 μονάδων αντίστοιχα, η Ν.Δ υπερίσχυσε με 3,09 μονάδες διαφορά το 1999 και ο Σύριζα ήταν 3,84 μονάδες μπροστά το 2014. Με τα δεδομένα αυτά ο μέσος όρος της διαφοράς διαμορφώνεται στα επίπεδα των 3,9 μονάδων. Ενώ μια «καθαρή» νίκη με πάνω από 5 μονάδες θα συνιστά επίδοση ρεκόρ για το κόμμα που τώρα θα κερδίσει την πρωτιά.

Σε σύγκριση με το παρελθόν, όπου οι ευρωεκλογές ήταν συνώνυμο της «χαλαρής ψήφου», η πολιτική τους βαρύτητα είναι τώρα αυξημένη. Άλλωστε έχουν περάσει 3 χρόνια και οκτώ μήνες από τότε που οι Έλληνες προσήλθαν τελευταία φορά στις κάλπες (για τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015).

Παροχές για διαχειρίσιμη ήττα

Το προεκλογικό «κρεσέντο» παροχών της κυβέρνησης Τσίπρα έχει την… παλαιοκομματική «λογική» του εξευμενισμού ενός τμήματος των ψηφοφόρων, που, ούτως ή άλλως, είναι στην οικονομική «πρέσα». Ο προφανής στόχος είναι να κλείσει το δημοσκοπικό «άνοιγμα» της ψαλίδας και να μετατραπεί σε μια διαχειρίσιμη ήττα.

Από την άλλη πλευρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υψώσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους, έχοντας ως δικό του στόχο την αυξημένη προσέλευση στις κάλπες, έτσι ώστε να προκύψει ένα ηχηρό αντικυβερνητικό μήνυμα. Ικανό να αποτελέσει τον βατήρα για το άλμα της Ν.Δ  στην εξουσία, στις επικείμενες εθνικές εκλογές.

Τουλάχιστον όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, το ζήτημα δεν είναι αν θα κερδίσει τις ευρωεκλογές η ΝΔ, αλλά με ποια διαφορά από τον Σύριζα, καθώς επίσης και με τι ποσοστό. Γύρω από τις δημοσκοπήσεις προκαλούνται αναπόφευκτα πολλές συζητήσεις για το αν και κατά πόσο μπορούν να αποτυπώσουν την πραγματική βούληση των ψηφοφόρων τη δεδομένη στιγμή. Είναι αναμφίβολο ότι τα «υπόγεια ρεύματα» στην κοινωνία και ραγδαίες μεταβολές που έχουν συντελεστεί με φόντο τις «κομματικές ταυτότητες» καθιστούν δύσκολα ανιχνεύσιμες τις πραγματικές προθέσεις των ψηφοφόρων.

Χαρακτηριστικό δείγμα είναι η μεγάλη δεξαμενή των αναποφάσιστων και της εν γένει αποκαλούμενης αδιευκρίνιστης ψήφου, που κυμαίνεται στα επίπεδα του 13% με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Ποσοστό το οποίο με βάση τα 5,94 εκατ. των ψηφοφόρων που πήγαν στις κάλπες στις προηγούμενες εκλογές ανάγεται σε περίπου 770.000 αναποφάσιστους. Ή και παραπάνω αν το εκλογικό σώμα διευρυνθεί.

Προβάδισμα 7,5 μονάδων για τη ΝΔ

Σε κάθε περίπτωση, αν στις τελευταίες δημοσκοπήσεις γίνει αναγωγή των δηλωμένων προθέσεων ψήφου επί των εγκύρων (χωρίς δηλαδή τα «δεν ψηφίζω» ή τα λευκά-άκυρα) και στη συνέχεια αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων, τότε προκύπτει ένα προβάδισμα 7,5 ποσοστιαίων μονάδων της Ν.Δ από το Σύριζα. Με τα «εκλογικά» τους ποσοστά να διαμορφώνονται στο 34,9% και στο 27,5% αντίστοιχα. Έχοντας όμως ένα εύρος απόκλισης της τάξεως των ±2,5 μονάδων. Γεγονός που σημαίνει ότι η υπολογιζόμενη διαφορά των δύο κομμάτων μπορεί να κυμανθεί από τις 5 έως τις 10 μονάδες…

Αντίστοιχες φυσικά, είναι και αποκλίσεις που μπορεί να υπάρξουν και στα ποσοστά των κομμάτων.

Αρκετές δημοσκοπήσεις δημοσιοποιούν μόνο την πρόθεση ψήφου, με συνέπεια τα ποσοστά που λαμβάνουν τα κόμματα να δείχνουν μικρά. Από την άλλη πλευρά βεβαίως και η αναλογική κατανομή των αναποφάσιστων, προϋποθέτει ότι τα κόμματα θα αποσπάσουν ίδιο ποσοστό και από αυτούς. Κάτι που δεν καθόλου σίγουρο.

Εκ των πραγμάτων και όπως όλα δείχνουν, με όσο μικρότερη των 5 μονάδων διαφορά χάσει Σύριζα τόσο πιο διαχειρίσιμη θα γίνει η ήττα του. Στην αντίπερα όχθη, η πάνω από 5 μονάδες διαφορά της ΝΔ συνιστά κριτήριο επιτυχίας.

Τα φαβορί των εκλογών στα στοιχήματα

Πέραν τούτων, το δικό του ενδιαφέρον για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, έχει το παιχνίδι που γίνεται στις στοιχηματικές εταιρείες (χωρίς τη συμμετοχή του ΟΠΑΠ). Τα ποσά που ποντάρονται είναι πολύ μικρά σε σχέση με τα ποδοσφαιρικά «κουπόνια».

Στα στοιχήματα λοιπόν, η πρωτιά της ΝΔ είναι το σούπερ φαβορί σημείο με την τρέχουσα απόδοση να είναι στο 1,07 για κάθε ένα ευρώ πονταρίσματος. Μετατρέποντας αυτές τις αποδόσεις σε ποσοστά, η πιθανότητα νίκης της Ν.Δ είναι στο 84%. Όσο για την πρωτιά του Σύριζα δίνει απόδοση 6, ενώ πριν από λίγες μέρες έδινε 8. Σε αντίθεση με ό,τι ενδεχομένως πιστεύει ο πολύς κόσμος, στα στοιχήματα οι αποδόσεις πέφτουν κατά κανόνα όταν σε ένα σημείο συγκεντρώνεται μεγαλύτερος όγκος πονταρίσματος.

Σε ό,τι αφορά τις εκλογικές επιδόσεις των κομμάτων, φαβορί εκδοχή είναι να χάσει ο Σύριζα με διαφορά μέχρι 5,5 μονάδες. Αυτό έχει απόδοση 1,65, ενώ νίκη της ΝΔ με πάνω από 5,5 μονάδες διαφορά πληρώνει 2,15. Το ποσοστό της παιζόμενης πιθανότητας για την ήττα του Σύριζα με αυτήν τη διαφορά, είναι στο 55,8%. Για την ακρίβεια αυτό βλέπουν οι παίκτες που ποντάρουν.

Αναφορικά με τα ποσοστά, αν η ΝΔ πάει πάνω από 31,5% , τότε έχει απόδοση 1,95, ενώ το κάτω από 31,5% πληρώνει 1,80.

Για τον Σύριζα το πάνω ή το κάτω από το 25,5% έχει την ίδια απόδοση (1,85).

Με πριμ ο νικητής των ευρωεκλογών

Ανεξαρτήτως όλων αυτών και όπως τουλάχιστον δείχνει η προϊστορία, το κόμμα που έρχεται πρώτο στις ευρωεκλογές , κερδίζει κατά κανόνα και τις επερχόμενες εκλογές. Αυξάνοντας μάλιστα τα ποσοστά του. Μοναδική εξαίρεση στις 5 φορές, είναι αυτή των εκλογών του 2000, που έγιναν 10 μήνες μετά από τις ευρωεκλογές του 1999. Τότε το ΠΑΣΟΚ ήταν δεύτερο με 32,91, αλλά στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν πήρε την πρωτιά με 43,79%.

Στις τέσσερις άλλες περιπτώσεις, τα κόμματα που κέρδισαν τις ευρωεκλογές, νίκησαν και στις μετέπειτα εθνικές εκλογές. Με ποσοστά ενισχυμένα κατά 4,25 μονάδες το 1985, 3,85 μονάδες το 1996,7,58 μονάδες το 2009 και 9,78 μονάδες ο Σύριζα το 2015. Κατά μέσο όρο η εκλογική δύναμη των κομμάτων ανεβαίνει κατά 7,3 μονάδες.