«Οι προτεινόμενες διατάξεις θεραπεύουν παθολογίες και δυσλειτουργίες που διαπιστώθηκαν» σημειώνει σε άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, για το σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση την περασμένη Τρίτη με τίτλο «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».

Σύμφωνα με τον υπουργό Επικρατείας, το νομοσχέδιο «επιβεβαιώνει ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της κυβέρνησης: ότι αναγνωρίζει κάθε φορά το πρόβλημα και δρα ακαριαία δίνοντας λύσεις με απολύτως θεσμικό τρόπο. Έτσι γίνεται στις Δημοκρατίες, πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για ευαίσθητα ζητήματα που αφορούν ταυτόχρονα την εθνική ασφάλεια και συνταγματικά προστατευόμενα δικαιώματα των πολιτών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση».

1

Όπως σημειώνει στη συνέχεια, «οι προτεινόμενες διατάξεις θεραπεύουν παθολογίες και δυσλειτουργίες που διαπιστώθηκαν και καθιερώνουν διαδικασίες που περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια των οργάνων που εμπλέκονταν στην διαδικασία άρσης απορρήτου.

Δημιουργούν το πιο σύγχρονο και συνεκτικό πλαίσιο, ιδίως για τα κακόβουλα λογισμικά, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο ρύθμισης και από άλλες χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα αλλά δεν έλαβαν αντίστοιχες πρωτοβουλίες.

Γιατί η χρήση παράνομων λογισμικών από άγνωστα κέντρα δεν συνιστά ‘ελληνική ιδιαιτερότητα’ όπως θέλει να το παρουσιάσει η αξιωματική αντιπολίτευση», γράφει επίσης.

Αμέσως μετά, ο υπουργός παραθέτει τις επτά «σημαντικότερες τομές» που εισάγει το νομοσχέδιο. Συγκεκριμένα:

«Καταρχάς η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα στην ΕΕ που θεσπίζει οριζόντια καθολική απαγόρευση της πώλησης, της χρήσης, κατοχής, διανομής και εισαγωγής κακόβουλου λογισμικού. Επιπλέον η χρήση αυτών των λογισμικών ξαναγίνεται κακούργημα – με ποινή φυλάκισης έως 10 χρόνια – από πλημμέλημα που την είχε μετατρέψει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ λίγο πριν από τις εκλογές του 2019.

Ως προς τη λειτουργία της ΕΥΠ, συγκροτείται – πρώτη φορά – Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία θα έρευνα ζητήματα διαφθοράς και παράβασης καθήκοντος μέσα στην υπηρεσία.

Διοικητής της ΕΥΠ μπορεί να ορίζεται μόνο διπλωμάτης ή απόστρατος ανώτατος αξιωματικός, και υποδιοικητές της μόνο δημόσιοι λειτουργοί. Αποκλείονται δηλαδή οι ιδιώτες από τις θέσεις αυτές.

Προσδιορίζεται η έννοια της εθνικής ασφάλειας, πότε δηλαδή μπορεί να ζητηθεί η άρση απορρήτου, και έτσι οριοθετείται η δράση των φορέων του Δημοσίου που την επικαλούνται για νόμιμες επισυνδέσεις.

Καθιερώνεται ειδική διαδικασία για την άρση απορρήτου των πολιτικών προσώπων, με αυστηρά φίλτρα που καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την άρση. Το αίτημα μπορεί να υποβάλει η ΕΥΠ, μόνο για άμεση και εξαιρετικά πιθανή διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας, με την άδεια του Προέδρου της Βουλής και την συμφωνία δύο εισαγγελέων.

Επαναφέρεται το δικαίωμα στην ενημέρωση. Οποιοσδήποτε μπορεί να λαμβάνει γνώση ότι έχει γίνει άρση του απορρήτου του τηλεφώνου του για λόγους εθνικής ασφάλειας, μετά από την παρέλευση τριών ετών από την λήξη της άρσης.

Τυποποιείται η διαδικασία για την καταστροφή αρχείων που αφορούν άρση απορρήτου. Για μεν το περιεχόμενο που προέκυψε από την άρση απορρήτου προβλέπεται καταστροφή μετά παρέλευση εξαμήνου, για δε τον φάκελο της υπηρεσίας με τα στοιχεία που τεκμηρίωσαν το αίτημα της άρσης απορρήτου, προβλέπεται καταστροφή μετά από 10 χρόνια. Σήμερα ο νόμος δεν προβλέπει χρονικό ή άλλο προσδιορισμό για την καταστροφή των αρχείων».

Στο ‘διά ταύτα’, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός «έχουν αποδείξει ότι χειρίζονται με πατριωτική ευθύνη, δημοκρατική και κοινωνική ευαισθησία όλα τα θέματα. Μαθαίνει από τα λάθη της και τα θεραπεύει ώστε να μην επαναληφθούν. Απέναντι στο βούρκο που κάποιοι επιχειρούν να σύρουν τη χώρα χωρίς τεκμήρια, εμείς απαντάμε με το θετικό και μετρήσιμο έργο μας, με εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη και στους θεσμούς. Αυτό είπαμε, αυτό κάνουμε», καταλήγει ο Α. Σκέρτσος.