Έχει ο καιρός γυρίσματα. Μετά τη συμφωνία των Πρεσπών, η φράση αυτή θα πρέπει γυρίζει συνέχεια στο μυαλό στελεχών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ, που είναι αναγκασμένοι να έρχονται αντιμέτωποι με γιουχαΐσματα και προπηλακισμούς, απόνερα της συμφωνίας Τσίπρα για την ονομασία της ΠΓΔΜ.
Και θα πρέπει να τους θυμίζει κάποιες άλλες εποχές, στα πρώτα χρόνια των μνημονίων, όταν στήνονταν συμβολικές κρεμάλες για τους «γερμανοτσολιάδες», τους «εγκάθετους της τρόικας», τους «προδότες» που στήθηκαν «στα τέσσερα» και ξεπούλησαν τα «ασημικά» της χώρας, παρέδωσαν στα χέρια των Γερμανών τον εθνικό πλούτο της χώρας, κ.λπ.
Οι διχαστικοί χαρακτηρισμοί συμπορεύτηκαν με την ακραία οργή, τον τυφλό φανατισμό, τις εκρήξεις, τα καθημερινά γιουχαΐσματα, ακόμα και το ξύλο. Να θυμηθούμε τον προπηλακισμό του Γιώργου Πεταλωτή σε συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Αργυρούπολη; Την επίθεση εναντίον του Γ.Παναγόπουλου της ΓΣΕΕ; Την επίθεση εναντίον του Πάγκαλου σε ταβέρνα στα Καλύβια; Ή τον ξυλοδαρμό του Κωστή Χατζηδάκη;
Εκείνα τα χρόνια, στελέχη της σημερινής κυβέρνησης καταδίκαζαν δημοσίως, ως όφειλαν, τις καθημερινές αυτές αγριότητες. Μόνο που στην καταδίκη τους έβαζαν και έναν αστερίσκο, δικαιολογούσαν τις βίαιες επιθέσεις ως έκφραση αγανάκτησης και θυμού των πολιτών απέναντι στις πολιτικές των μνημονίων.
Έτσι, όμως, ο προπηλακισμός πολιτικών αντιπάλων έγινε τελικά μέρος των δικαιωμάτων του κάθε αυτόκλητου αγωνιστή. Έχει μπει σχεδόν στην καθημερινότητα της πολιτικής ζωής. Αυθόρμητα ή οργανωμένα, όποιος διαφωνεί με τον αντίπαλο αποκτά δικαίωμα στη βίαιη συμπεριφορά, γιατί είναι θυμωμένος και αγανακτισμένος.
Φτάνοντας, λοιπόν, στον Ιούνιο του 2018 και στην συμφωνία των Πρεσπών, τα παραπάνω ένιωσαν στο πετσί τους η υπουργός Τουρισμού, Έλενα Κουντουρά, ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής, η βουλευτής Θεοδώρα Τζάκρη και ο βουλευτής Λάρισας Νίκος Παπαδόπουλος.
Οι δράστες, όπως λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να είναι χρυσαυγίτες, μπορεί να είναι ακροδεξιοί, μπορεί να είναι αγανακτισμένοι πατριώτες, μπορεί όμως να είναι και ο κύριος της διπλανής πόρτας.
Το θέμα είναι ποιος «όπλισε» το χέρι τους.