Δριμεία κριτική εξαπέλυσε η Ένωση Άμισθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος στην κυβέρνηση με αφορμή νομοσχέδιο, που προσπαθεί να αλλάξει το ρόλο των υποθηκοφυλακείων και να τα κάνει όλα κρατικά, προσκρούοντας σε αντισυνταγματικές διατάξεις και προσλαμβάνοντας από την πίσω πόρτα κι άλλους δημοσίους υπαλλήλους.

Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Ένωσης την οποία υπογράφουν ο πρόεδρος του Δ.Σ. Ιωάννης Ανδραλής και ο γενικός γραμματέας Μιχάλης Χριστοφάκης, στις 10 Φεβρουαρίου 2017 κατατέθηκε στη Βουλή σχέδιο νόμου «Συμπληρωματικά μέτρα εφαρμογής του

Κανονισμού (ΕΕ, ΕΥΡΑΤΟΜ) 1141/2014 περί ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων και ιδρυμάτων, μέτρα επιτάχυνσης του κυβερνητικού έργου αρμοδιότητας Υπουργείου Εσωτερικών και άλλες διατάξεις» και στο άρθρο 32 υπάρχει διάταξη περί μετατροπής σε έμμισθα για όσα άμισθα υποθηκοφυλακεία συντρέχει «περίπτωση θανάτου ή για οποιονδήποτε λόγο οριστικής αποχώρησης του υποθηκοφύλακα από την υπηρεσία».

tsipras1

Η Ένωσή αντιτίθεται σφοδρά στη διάταξη αυτή για τους εξής λόγους:

Πρώτον: Υποθηκοφυλακεία ως πάρεργο

Η προτεινόμενη διάταξη παραγνωρίζει πλήρως την αιτία του προβλήματος που αντιμετωπίζουν τα «ακέφαλα» άμισθα υποθηκοφυλακεία, η οποία έγκειται αποκλειστικώς και μόνον στην παράνομη μη προκήρυξη διαγωνισμών για τις κενούμενες θέσεις αμίσθων υποθηκοφυλάκων από το 2010 μέχρι σήμερα.

Στα υποθηκοφυλακεία αυτά (64 τον αριθμό) προΐσταται σήμερα ως αναπληρωτής ο αρχαιότερος συμβολαιογράφος της οικείας περιφέρειας. Οι περισσότεροι αναπληρωτές αντιμετωπίζουν τη συγκεκριμένη ανάθεση ως πάρεργο, αν όχι ως απευκταία αγγαρεία, πράγμα άλλωστε εύλογο, αφού η δουλειά τους είναι άλλη. Τα σημερινά προβλήματα υπάρχουν ακριβώς λόγω της νοοτροπίας πάρεργου.

Η νοοτροπία του «πάρεργου» στη διοίκηση των υποθηκοφυλακείων όχι μόνον δεν καταπολεμάται, αλλά ενισχύεται με το νομοσχέδιο ως εξής:

Προβλέπεται ως προϊστάμενος των νέων εμμίσθων υποθηκοφυλακείων (παρ. 2) υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με πτυχίο νομικής και ελλείψει τέτοιου, υπάλληλος κατηγορίας έως ΔΕ (!). Για να αντιμετωπίσει φαινομενικά μεν τα προβλήματα που δημιουργεί μια τέτοια πρόβλεψη, ουσιαστικά όμως την κριτική που αυτονοήτως δέχθηκαν αντίστοιχα σχέδια στο παρελθόν, η ίδια διάταξη προβλέψει ότι, ελλείψει υπαλλήλου ΠΕ πτυχιούχου νομικής, «η καταχώριση πράξης ή απόφαση που έχει σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα βιβλία μεταγραφών διενεργείται από Ειρηνοδίκη».

Με δεδομένο ότι σχεδόν κανένας υπάλληλος των αμίσθων υποθηκοφυλακείων δεν έχει πτυχίο νομικής, η καταχώριση πράξεων θα διενεργείται από Ειρηνοδίκες.

Είναι όμως εξίσου προφανές ότι οι Ειρηνοδίκες είτε θα αντιμετωπίσουν το έργο αυτό εξίσου ως πάρεργο (με αποτέλεσμα ουσιαστικά να ασκεί το έργο υπάλληλος έως ΔΕ), είτε η ιδιαίτερη περιπλοκότητα του ελέγχου των πράξεων (ιδίως στα υποθηκοφυλακεία που λειτουργούν και ως κτηματολογικά γραφεία) θα βραχυκυκλώσει ολοκληρωτικά τη λειτουργία των υποθηκοφυλακείων.

Εάν πάλι το Υπουργείο σκοπεύει να αναθέσει στους Ειρηνοδίκες επ’ αόριστον καθήκοντα «αποκλειστικής απασχόλησης» οιονεί υποθηκοφύλακα, δηλαδή καθήκοντα άλλα από το δικαιοδοτικό τους έργο, δημιουργείται το φυσιολογικό ερώτημα για ποιο λόγο να μην επιλεγούν απλώς νέοι άμισθοι υποθηκοφύλακες με τον διαγωνισμό που προβλέπει ο ν. 2993/2002, οι οποίοι θα αναλάβουν την ολοκληρωτική ευθύνη και θα έχουν ως αντικείμενο καθαυτή τη δουλειά του υποθηκοφύλακα, επιλύοντας έτσι το πρόβλημα στη ρίζα του, εκεί από όπου ξεκίνησε.

Τα υποθηκοφυλακεία χρειάζονται υποθηκοφύλακες που θα ασχοληθούν με αφοσίωση στα οργανωτικά και ουσιαστικά ζητήματα, και όχι συμβολαιογράφους ή Ειρηνοδίκες που καλούνται να κάνουν δουλειά διαφορετική από τη δουλειά τους.

Συνεπώς, τα προβλήματα που καλείται να λύσει η προτεινόμενη διάταξη όχι μόνον δεν επιλύονται, αλλά θα επιταθούν και άλλο.

Δεύτερον: Η Παγκόσμια Τράπεζα δεν έχει καταλήξει σε οριστική πρόταση

Η αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου στις σελ. 209 επ. αυτής αναφέρει ότι «ενόψει της δημιουργίας ενός νέου φορέα λειτουργίας κτηματολογικών γραφείων υπό το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, υπό τον οποίο θα συγχωνευτούν τα υφιστάμενα 398 υποθηκοφυλακεία, η διενέργεια διαγωνισμού για τον διορισμό νέων υποθηκοφυλάκων στις υπηρεσίες όπου έχει αποχωρήσει ο υποθηκοφύλακας κρίνεται πλέον άσκοπη».

Η αποστροφή αυτή της αιτιολογικής έκθεσης δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, εξ όσων τουλάχιστον γνωρίζουμε.

Η δημιουργία ενός τέτοιου φορέα προτεινόταν μεν σε έγγραφο της Παγκόσμιας Τράπεζας με ημερομηνία 25 Νοεμβρίου 2016, που διέρρευσε στον τύπο, πλην όμως, όπως η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα έχει διευκρινίσει, το έγγραφο αυτό δεν ήταν ούτε τελικό, ούτε δεσμευτικό. Με άλλα λόγια, οριστικές αποφάσεις για το ζήτημα αυτό από την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ακόμη δεν έχουν ληφθεί ούτε καν σε επίπεδο προτάσεων.

Δεν μπορεί, συνεπώς, να παρουσιάζεται ως οριστική η υπαγωγή των υποθηκοφυλακείων σε φορέα του Υπουργείου Περιβάλλοντος, πολύ δε περισσότερο αφού αυτή παρίσταται πολλαπλώς αντισυνταγματική (βλ. παρακάτω).

tsipras2

Τρίτον: Μόνο κίνητρο η δημοσιοϋπαλληλοποίηση

Ενόψει της σχεδιαζόμενης από συγκεκριμένους κύκλους (βλ. επ’ αυτού παρακάτω) άρσης της αρμοδιότητας για τα εμπράγματα δικαιώματα από τη δικαστική εξουσία και την υπαγωγή αυτών στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, δημιουργήθηκε μια δικαιολογημένη αγωνία στους υπαλλήλους των αμίσθων υποθηκοφυλακείων για το εργασιακό τους μέλλον.

Διέξοδο στην αγωνία αυτή η συνδικαλιστική ηγεσία των υπαλλήλων φαίνεται ότι βρήκε στο αρχέγονο νεοελληνικό όνειρο (ορθότερα: εφιάλτη που οδήγησε στη χρεωκοπία της χώρας) της δημοσιοϋπαλληλοποίησης.

Η επιδίωξή τους αυτή έχει επηρεάσει το Υπουργείο Δικαιοσύνης σε βαθμό τέτοιο, ώστε να κινείται τα τελευταία χρόνια με αποκλειστικό κριτήριο την δημοσιοϋπαλληλοποίηση των υπαλλήλων. Έτσι, τον περασμένο Ιούνιο 2016 παρουσιάστηκε σχέδιο νόμου που προέβλεπε την ένταξη όλων των αμίσθων υποθηκοφυλακείων στο δημόσιο.

Μετά τις αντιρρήσεις που εξέφρασε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο παραπάνω σχέδιο, φαίνεται ότι εντέλει επανέρχεται «από την πίσω πόρτα» δια της προτεινόμενης διάταξης, με την αρχική ένταξη στο δημόσιο των 64 (73 κατά την αιτιολογική έκθεση) μεθοδευμένα «ακέφαλων» υποθηκοφυλακείων, που θα γίνονται όλο και περισσότερα, όσο συνταξιοδοτούνται και άλλοι άμισθοι υποθηκοφύλακες.

Χρησιμοποιούνται, έτσι, τα μεθοδευμένα και τεχνητά προβλήματα ενός κλειστού υποθηκοφυλακείου (Πύργου Ηλείας) ως πρόσχημα για τη χωρίς αξιολόγηση και διαδικασίες ένταξη στο δημόσιο εκατοντάδων υπαλλήλων που σήμερα έχουν δουλειά.

Αντί το Υπουργείο Δικαιοσύνης να ενδιαφερθεί να προστατεύσει τη συνταγματική του αρμοδιότητα επί της καταχώρισης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων ως επίκουρη διοικητική αρχή της δικαστικής εξουσίας, «χαρίζει» την εκ του Συντάγματος αρμοδιότητά του στο Υπουργείο Περιβάλλοντος με αντάλλαγμα την ικανοποίηση ενός «ρουσφετιού» στους συνδικαλιστές των υπαλλήλων.

Τέταρτον: Από που κι ως πού το Υπουργείο Περιβάλλοντος;

Πέρα από τις συνταγματικές επιφυλάξεις (βλ. παρακάτω), αδυνατούμε να αντιληφθούμε τη συλλογιστική που θέλει την αρμοδιότητα επί της καταχωρίσεως των εμπραγμάτων δικαιωμάτων (δηλαδή ένα καθαρά νομικό αντικείμενο) να είναι δουλειά όχι της Δικαιοσύνης, αλλά του Υπουργείου Περιβάλλοντος, με πρόσχημα την κατάρτιση κτηματολογίου.

Η κατάρτιση κτηματολογίου είναι αρμοδιότητα του Υπουργείου Περιβάλλοντος στο βαθμό που αυτό αφορά τη δημιουργία κτηματολογικών χαρτών. Στην Ελλάδα, με τους νόμους 2308/1995 και 2664/1998 δόθηκε έμφαση στην επανακαταχώριση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ήδη καταχωρημένων, δημιουργώντας πολλά και σοβαρά προβλήματα στην ιδιοκτησία, τα οποία ήταν άγνωστα προηγουμένως.

Οι παράγοντες του Υπουργείου Περιβάλλοντος μπορεί να συκοφαντούν σκοπίμως το σύστημα της μεταγραφής του Αστικού Κώδικα ως δήθεν «απαρχαιωμένο» και «οθωμανικό» (!), πλην όμως ουδέν επιχείρημα ουσίας έχουν να αντιτάξουν περί των σοβαρών ιδιοκτησιακών προβλημάτων που δημιούργησε και ακόμη δημιουργεί η άθλια ιδέα της επανακαταχώρισης των ήδη καταχωρημένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων, πέραν του ότι δήθεν σήμερα τα προβλήματα αυτά είναι σήμερα τάχα «λιγότερα» από ό,τι στις απαρχές της λεγόμενης «κτηματογράφησης». Με το δήθεν «απαρχαιωμένο», όμως, σύστημα της μεταγραφής του Αστικού Κώδικα, τέτοια προβλήματα δεν υπήρχαν καν!

Αν λοιπόν οι ιθύνοντες του Υπουργείου Περιβάλλοντος (πρώην ΥΠΕΧΩΔΕ) δεν έχουν καταλάβει πόσο λάθος είναι το σύστημα που έθεσαν σε εφαρμογή το 1995, το οποίο σύστημα είναι η βασική αιτία για την έως σήμερα αποτυχία της κατάρτισης Κτηματολογίου, πώς απαιτούν να λειτουργήσουν αυτοί στο μέλλον την καταχώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων;

Αν οι ιθύνοντες του Υπουργείου Περιβάλλοντος δεν επιδεικνύουν την παραμικρή ευαισθησία για τα περιουσιακά προβλήματα που εκ του μη όντος δημιούργησαν και δημιουργούν στους πολίτες, παρά αντιμετωπίζουν αυτά ως στατιστικό μέγεθος, πώς αναμένει η κυβέρνηση ως σύνολο να σεβαστεί στο μέλλον το Υπουργείο αυτό την περιουσία του πολίτη, όταν θα έχει την πλήρη ευθύνη της καταχώρισης των εμπραγμάτων δικαιωμάτων;

Αν οι ιθύνοντες του Υπουργείου Περιβάλλοντος, επιδιώκοντας την απεμπλοκή της άθλιας ιδέας της «κτηματογράφησης» ως επανακαταχώρισης εμπραγμάτων δικαιωμάτων από το ζήτημα των δασικών χαρτών, προβαίνουν στην ανάρτηση των δασικών χαρτών μέσα από διαδικασίες αρπαγής της περιουσίας του πολίτη, πώς δέχεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης ελαφρά τη καρδία να προσυπογράψει την απώλεια της δικής του αρμοδιότητας χάριν της δημοσιοϋπαλληλοποίησης μερικών εκατοντάδων εργαζομένων;

Πέμπτον: Υβριδικό σύστημα, καταδικασμένο σε αποτυχία

Σήμερα λειτουργούν δύο συστήματα υποθηκοφυλακείων: Τα άμισθα, στα οποία προΐσταται ως επικεφαλής ιδιώτης νομικός με το προσωπικό να συνδέεται με αυτόν με σχέση εργαζομένου-εργοδότη, και τα έμμισθα, τα οποία είναι ενταγμένα στην υπαλληλική ιεραρχία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Κάθε ένα από τα δύο αυτά συστήματα έχει δική του φιλοσοφία λειτουργίας. Στα άμισθα υποθηκοφυλακεία ο ιδιώτης προϊστάμενος έχει την αποκλειστική ευθύνη και ως εκ τούτου έχει πολύ εντονότερη επίβλεψη των καθηκόντων του υποθηκοφυλακείου. Στα έμμισθα, η ορθή εκτέλεση των καθηκόντων διασφαλίζεται από την ύπαρξη αυστηρής ιεραρχίας και δημοσιοϋπαλληλικής ευθύνης των δικαστικών υπαλλήλων που τα στελεχώνουν. Και το ένα και το άλλο σύστημα, επιτυγχάνουν καταρχήν την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη, το καθένα με τον δικό του τρόπο, με το άμισθο καθεστώς να υπερέχει σαφώς σε επίπεδο εξυπηρέτησης του πολίτη και ταχύτητας διεκπεραίωσης των συναλλαγών.

Με τη δημιουργία των «υβριδικών» υποθηκοφυλακείων του προτεινόμενου άρθρου 32 του νομοσχεδίου δεν υιοθετείται κανένα από τα δύο ισχύοντα συστήματα, καθώς εκλείπει μεν ο άμισθος υποθηκοφύλακας που ευθύνεται για όλα, χωρίς να υποκαθίσταται από την αυστηρότητα και την ευθύνη της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, αφού την ευθύνη θα την έχει Ειρηνοδίκης αποκομμένος από την ιεραρχία, αλλά και χωρίς καμία ευθύνη κατ’ άρθρο 1344 ΑΚ. Αποκομμένοι όμως από την ιεραρχία θα είναι και οι υπάλληλοι, οι οποίοι δεν θα έχουν φυσικό προϊστάμενο και δεν θα υπόκεινται, ως εκ τούτου, σε ουσιαστικό έλεγχο.

Κοινώς, στα νέα, υβριδικά υποθηκοφυλακεία, θα επέλθει χάος, διότι οι μεν υπάλληλοι δεν θα λογοδοτούν στον εκτός ιεραρχίας ευρισκόμενο Ειρηνοδίκη, οι δε Ειρηνοδίκες, ασκώντας το κρίσιμο έργο του υποθηκοφύλακα ως πάρεργο, δεν θα έχουν την αναγκαία ιεραρχικού χαρακτήρα διεύθυνση επί των υπαλλήλων.

Έκτον: Αντισυνταγματικότητα ως προς τους Ειρηνοδίκες

Σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ. 3 εδάφιο 1 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της το 2001, «Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται.». Με τη διάταξη αυτή, όπως αναθεωρήθηκε το 2001 αποκλείστηκε εντελώς η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων στους δικαστικούς λειτουργούς.

Για να καταδειχθεί το εύρος της απαγόρευσης, παρατίθεται η διάταξη του άρθρου 89 παρ. 3 του Συντάγματος ως είχε και πριν την αναθεώρηση του 2001: «Επιτρέπεται επίσης η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς, είτε παράλληλα με την άσκηση των κύριων καθηκόντων τους είτε αποκλειστικά, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ως νόμος ορίζει.». Είναι φανερό ότι μετά το 2001 επέρχεται πλήρης αντιστροφή του συνταγματικού κανόνα, ως ίσχυε πριν το 2001 και η απαγόρευση είναι ολοκληρωτική, πλην των μαθημάτων στη Σχολή Δικαστών και την εκπροσώπηση σε διεθνείς οργανισμούς, που προβλέπονται ως εξαιρέσεις αμέσως παρακάτω.

Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, τα καθήκοντα που ασκούνται στα υποθηκοφυλακεία είναι διοικητικά καθήκοντα, όπως έχει κριθεί άλλωστε από την αριθ. 2573/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, και φυσικά όχι δικαιοδοτικά καθήκοντα.

Είναι, συνεπώς, φανερό ότι η ανάθεση των συγκεκριμένων καθηκόντων πουο ανάγονται στη σφαίρα διοικητικής αρμοδιότητας του υποθηκοφύλακα, αμίσθου ή εμμίσθου, κατά το λειτουργικό και το οργανικό κριτήριο περί διοικητικής υπηρεσίας αντίστοιχα, αντίκειται στη ρητή απαγόρευση του άρθρου 89 παρ. 3 του Συντάγματος.

Έβδομον: Αντισυνταγματικότητα ως προς τους υπαλλήλους

Σύμφωνα με άρθρο 92 παρ. 4 εδάφιο 1 του Συντάγματος, «Οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων είναι δικαστικοί υπάλληλοι». Η διάταξη αυτή, όπως έχει ερμηνευθεί από την αριθ. 2753/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, «παρά τη γενική και άνευ διακρίσεως διατύπωσή της ως προς το υπηρεσιακό status των υπαλλήλων των υποθηκοφυλακείων […], δεν αφορά το προσωπικό των άμισθων υποθηκοφυλακείων και δη τον διευθύνοντα άμισθο υποθηκοφύλακα, αλλά μόνο τους υπαλλήλους των έμμισθων υποθηκοφυλακείων» (σκέψη 5 της αποφάσεως).

Παρόμοια είναι και η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 2 ν. 2812/2000, με την οποία οι υπάλληλοι των εμμίσθων (μόνον) υποθηκοφυλακείων εντάσσονται ρητώς και κατηγορηματικώς στην έννοια του «δικαστικού υπαλλήλου», όπως επίσης και οι υπάλληλοι των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω-Λέρου.

Όπως όμως έχει κριθεί με την αριθ. 3178/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, «αποτελούν ειδική κατηγορία υπαλλήλων που περιβάλλονται από εγγυήσεις ως προς την εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση, μεταξύ των οποίων η μονιμότητα (ΣτΕ 1540/2013 Ολομέλεια, 195/2013 Ολομέλεια, 1482/2002, 108 – 116/1997 Ολομέλεια). Κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων δεν αποκλείεται κατόπιν ειδικής νομοθετικής προβλέψεως η πρόσληψη στις εν λόγω γραμματείες και υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με τις προϋποθέσεις α) ότι δεν αναιρείται ο συνταγματικός κανόνας της οργανώσεως και στελεχώσεως των εν λόγω γραμματειών με μόνιμους δικαστικούς υπαλλήλους, β) ότι στους υπαλλήλους αυτούς ανατίθενται καθήκοντα τεχνικής ή ειδικής επιστημονικής φύσεως που δικαιολογούνται από την φύση της σχέσεως εργασίας τους και γ) ότι παραφυλάσσονται υπέρ των μονίμων δικαστικών υπαλλήλων τα συνδεόμενα αρρήκτως με την άσκηση του δικαιοδοτικού έργου καθήκοντα».

Κατ’ αναλογία με την παραπάνω απόφαση, είναι προφανές ότι και στα έμμισθα υποθηκοφυλακεία οι υπάλληλοι που απασχολούνται με ζητήματα συναρτώμενα άμεσα με την καταχώριση και ερμηνεία εμπραγμάτων δικαιωμάτων (μεταγραφές, έκδοση πιστοποιητικών κλπ.) πρέπει να συνοδεύονται από τις ίδιες εγγυήσεις όπως και οι λοιποί δικαστικοί υπάλληλοι – άλλως θα ήταν περιττή η ρητή συνταγματική εξομοίωση των υπαλλήλων των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων με τους λοιπούς δικαστικούς υπαλλήλους – και τυχόν υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου πρέπει να απασχολούνται μόνον σε καθήκοντα μη αμέσως σχετιζόμενα με την άσκηση του κύριου έργου των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων.

Ως εκ τούτου, είναι προφανές από τα ανωτέρω ότι δεν είναι δυνατή η απασχόληση των σημερινών υπαλλήλων των αμίσθων υποθηκοφυλακείων σε καθήκοντα που παραφυλάσσονται αποκλειστικώς υπέρ των μονίμων δικαστικών υπαλλήλων.

Συνεπώς, τυχόν εμμισθοποιούμενα υποθηκοφυλακεία δεν δύνανται να στελεχωθούν από το προσωπικό που είχαν ως άμισθα υποθηκοφυλακεία, όπου η κάθε ενέργεια του προσωπικού θεωρούνταν βοηθητική ενέργεια του αμίσθου υποθηκοφύλακα, που έφερε και την αποκλειστική ευθύνη έναντι των συναλλασσομένων και έναντι του δημοσίου. Θα πρέπει, αντιθέτως, να προβλεφθεί στελέχωση από δικαστικούς υπαλλήλους, διεπόμενους από μονιμότητα. Δεν υφίσταται κανένα συνταγματικό περιθώριο στελέχωσης των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων με υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, φαίνεται αμφίβολη ακόμη και αυτή η δυνατότητα ένταξης των υπαλλήλων των αμίσθων υποθηκοφυλακείων στο δημόσιο τομέα δια της εμμισθοποιήσεως υπό καθεστώς εργαζομένων ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, πολλώ δε μάλλον εφόσον, κατά τα ανωτέρω, δεν παρίσταται συνταγματικώς εφικτή η απασχόληση του ίδιου προσωπικού στα δημιουργούμενα έμμισθα υποθηκοφυλακεία, ούτε προσελήφθη το προσωπικό αυτό στα άμισθα υποθηκοφυλακεία με εγγυήσεις αξιοκρατίας και επαρκούς αξιολογήσεως.

Tέλος, ζήτημα προκύπτει και με την παράδοση του εξοπλισμού που αποκτάται σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 5 ν. 2145/1993, ο οποίος ανήκει κατά κυριότητα στους αμίσθους υποθηκοφύλακες και κατά το Σύνταγμα δεν μπορεί να δημευθεί με απλή διάταξη νόμου.

Όγδοον: Αντισυνταγματικότητα ως προς το Υπουργείο Περιβάλλοντος

Όπως ήδη αναφέραμε και παραπάνω, η καταχώριση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων ρυθμίζεται στο Σύνταγμα από τα άρθρα 92 παρ. 4 και 5 αυτού, όπου μνημονεύεται ρητά το καθεστώς των εμμίσθων και αμίσθων υποθηκοφυλακείων με δικαστικές εγγυήσεις και εγγυήσεις μονιμότητας υπέρ της ανεξαρτησίας αυτών και εντέλει του δημοσίου συμφέροντος, τόσο των υπαλλήλων των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, όσο και των αμίσθων υποθηκοφυλάκων.

Στο πλαίσιο αυτό, οι Δικαστικές και Εισαγγελικές αρχές έχουν σήμερα εντονότατη εποπτεία επί των υποθηκοφυλακείων, πράγμα άλλωστε που έχει διαχρονικά καταγραφεί και σε πλήθος δικαστικών αποφάσεων και εισαγγελικών γνωμοδοτήσεων.

Η ένταξη των υποθηκοφυλακείων και, μελλοντικώς, της καταχώρισης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στο Υπουργείο Περιβάλλοντος είναι φανερό ότι θα διαρρήξει δια μιας οριστικά και αμετάκλητα τις Δικαστικές εγγυήσεις της καταχώρισης εμπραγμάτων δικαιωμάτων, κατά παράβαση του Συντάγματος που εντάσσει την αρμοδιότητα αυτή στη δικαστική εξουσία.

Συνεπώς, η όλη συζήτηση γίνεται επί βάσεως αντισυνταγματικής. Η βασική παραδοχή που φέρεται να αποτρέπει το Υπουργείο Δικαιοσύνης από την προκήρυξη διαγωνισμών για την κάλυψη των κενών θέσεων αμίσθων υποθηκοφυλάκων, ήτοι, η μελλοντική ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, δεν μπορεί να ισχύει εν προκειμένω, διότι η αρμοδιότητα πρέπει να διατηρηθεί στη δικαστική εξουσίας και, κατ’ επέκταση, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Αυτονόητο είναι ότι η διατήρηση της αρμοδιότητας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης συνεπάγεται και την αυτόματη διασφάλιση της μελλοντικής εργασίας των υπαλλήλων των αμίσθων υποθηκοφυλακείων, που δεν θα έχουν ανάγκη να δημοσιοϋπαλληλοποιηθούν, εφόσον ουδέποτε καταστεί εντέλει αρμόδιο το Υπουργείο Περιβάλλοντος υπό οποιαδήποτε μορφή.

Ένατον: Παραβίαση των πρακτικών καλής νομοθέτησης

Παραμένουμε μέχρι σήμερα ο μοναδικός κλάδος, ο οποίος συστηματικά τα τελευταία χρόνια δεν ερωτάται για νομοθετικά και διοικητικά ζητήματα σχετικά με τον ίδιο.

Η πρακτική αυτή, πέραν των ζητημάτων δεοντολογίας έναντι του κλάδου μας, θέτει πρωτίστως ζητήματα ορθής νομοθέτησης (καθώς κανένας δεν γνωρίζει τα θέματά μας καλύτερα από εμάς τους ίδιους), επιτυχίας των προτεινομένων ρυθμίσεων (είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, κατά τη γνώμη μας), αλλά και έμμεσης παραδοχής περί μη δυνατότητας αντίκρουσης των επιχειρημάτων μας.

Διότι, εάν το Υπουργείο Δικαιοσύνης και άλλοι εμπλεκόμενοι φορείς (ΕΚΧΑ Α.Ε., Υπουργείο Περιβάλλοντος) είναι της γνώμης ότι η επιδιωκόμενη από αυτούς πολιτική είναι η καλύτερη δυνατή, δεν θα είχαν πρόβλημα τότε να ακούσουν θεσμικά και εμάς, με την ουσιώδη συμμετοχή μας στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία και, εντέλει, εάν δεν πεισθούν από εμάς, να προβούν σε ρύθμιση των θεμάτων μας διαφορετική από αυτή που πρεσβεύουμε εμείς.

Αντιθέτως, ο συστηματικός αποκλεισμός μας και η αντίδραση στις αιτιολογημένες αιτιάσεις μας με υιοθέτηση ημιμέτρων του τύπου «θα καταχωρεί ο Ειρηνοδίκης» αποδεικνύει ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν διαθέτει την παραμικρή απάντηση στις κατά καιρούς αιτιάσεις μας και επιλέγει, αντί διαλόγου, τον ολοκληρωτικό θεσμικό αποκλεισμό μας από κάθε διαδικασία που μας αφορά.

Η πρακτική αυτή μόνον αυτοπεποίθηση περί των ορθότητα των διατάξεων δεν φανερώνει.

Καλούμε τον Υπουργό Δικαιοσύνης, άνθρωπο εγνωσμένης ηθικής και αποφασιστικότητας, να παύσει να παρασύρεται από κακούς συμβούλους και να προβεί σε διοίκηση και ρύθμιση των θεμάτων μας μέσα από πλήρη θεσμική επικοινωνία με τον κλάδο μας, κατά την άποψη που θα διαμορφώσει μέσα από ωρίμανση της συζήτησης για τα ζητήματα των υποθηκοφυλακείων.

Συμπερασματικώς:

Επιβάλλεται η άμεση απόσυρση του άρθρου 32 από το στην κεφαλίδα του παρόντος νομοσχεδίου και η έναρξη ουσιαστικού και ειλικρινούς διαλόγου για τα προβλήματα των αμίσθων υποθηκοφυλακείων, χωρίς μονομερή έποψη του ζητήματος από την πλευρά της δημοσιοϋπαλληλοποίησης των εργαζομένων στα άμισθα υποθηκοφυλακεία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:Γιατί το «Grexit» έγινε και πάλι αγαπημένη λέξη στα χείλη των διεθνών αναλυτών

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Προσωρινή λύση για το “ακέφαλο” ΤΧΣ