ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Οι παλαιότεροι θυμούνται καθαρά: Ώρα 8,20 το βράδυ. Ώρα για Ντόιτσε Βέλε!
Οι ακροατές στην Ελλάδα, πιστοί στο καθημερινό ραντεβού με το ελληνικό, ραδιοφωνικό της πρόγραμμα περιμένουν με αγωνία να ακούσουν τις ειδήσεις από τον έξω κόσμο. Η δικτατορία των συνταγματαρχών έχει φιμώσει τον Τύπο αλλά οι φωνές των Ελλήνων από το εξωτερικό μπορούν να ακουστούν δυνατά και ελεύθερα.
Ανάμεσά τους η φωνή του Παύλου Μπακογιάννη φθάνει μέσα από τα ερτζιανά στα ελληνικά σπίτια, σχολιάζοντας καυστικά και δυναμικά το καθεστώς της χούντας, θυμίζοντας στους Έλληνες ότι δεν είναι μόνοι και ότι η πτώση του καθεστώτος δεν αργεί. Διευθυντής του Ελληνικού Προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, με τις εκπομπές του να αναμεταδίδονται και από την Ντόιτσε Βέλε ο Παύλος Μπακογιάννης θα γινόταν γρήγορα και σ΄όλη της διάρκεια της χούντας σημαντικό πρόσωπο του αντιδικτατορικού αγώνα, με δράση που οι πραξικοπηματίες προσπάθησαν πολύ να σταματήσουν.
Η μοίρα όμως, για την ακρίβεια Έλληνες δολοφόνοι είχαν αποφασίσει αλλιώς. Αλλά ο στόχος τους δεν επιτεύχθηκε. Γιατί μπορεί εκείνος να έφυγε από τη ζωή, και σήμερα όμως ακόμη, 31 χρόνια μετά από την άνανδρη δολοφονία του από την 17 Νοέμβρη, ο Παύλος Μπακογιάννης παραμένει στη μνήμη όλων ως ο δημοκρατικός, ενωτικός πολιτικός με τον ήπιο, σώφρονα λόγο και τον αγώνα για εθνική συμφιλίωση, σε μια χώρα που είχε υποφέρει πολύ από τον Εμφύλιο και τον διχασμό.
Ένα άλλος «διχασμός» και πνεύματα ακραία οξυμένα επικρατούσαν στην εγχώρια πολιτική σκηνή, που είχε βυθιστεί σε ένα βούρκο φανατισμού και λασπολογίας εκείνο το 1989. Το «Βρώμικο ΄89» όπως το έλεγαν κάποιοι, που γράφτηκε στην πρόσφατη ιστορία με τα μελανότερα γράμματα, εξ αιτίας της άγριας αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών παρατάξεων της χώρας και του νοσηρού «Αυριανισμού», που στοχοποιούσε με ελεεινό τρόπο τους πολιτικούς αντιπάλους.
Το μοιραίο πρωινό
Το αντίθετο ακριβώς από αυτό που πρέσβευε ο Παύλος Μπακογιάννης, που το καλοκαίρι εκείνου του χρόνου, έχοντας μόλις εκλεγεί βουλευτής στη μονοεδρική της Ευρυτανίας θα διαδραμάτιζε καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ ΝΔ και Συνασπισμού για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζανετάκη. Και κάτι ακόμη: Θα πάλευε με επιτυχία ως εισηγητής της ΝΔ, του νομοσχεδίου για την απάλειψη των συνεπειών του Εμφυλίου. Και πράγματι ο νόμος υπερψηφίστηκε από τη Βουλή ανοίγοντας το δρόμο για ένα νέο πολιτικό μέλλον, που ωστόσο αργούσε ακόμη.
Αυτόν τον άνθρωπο στόχευσε η 17 Νοέμβρη εκείνο το πρωί της Τρίτης 26 Σεπτεμβρίου. Δύο λεπτά πριν τις 8 στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το γραφείο του στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι. Τρεις οι ένοπλοι, που πολύ αργότερα, με την σύλληψη των μελών της οργάνωσης θα γινόταν γνωστό, ότι ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Σάββας Ξηρός ενώ στο όχημα περίμενε ο Βασίλης Τζωρτζάτος και οι βολές από δύο 45άρια όπλα. Λίγοι κατάλαβαν αμέσως, τι ακριβώς είχε συμβεί, μία γυναίκα φώναζε δίπλα στον πεσμένο Μπακογιάννη, το ασθενοφόρο που έφθασε τον μετέφερε στον Ευαγγελισμό αλλά ο τραυματισμός ήταν βαρύτατος. Είχε δεχθεί δύο σφαίρες στην πλάτη και μία τρίτη πλάγια πίσω, την θανατηφόρα, ενώ κείτονταν στο έδαφος.
Το μεγάλο ερωτηματικό
Η Αθήνα εκείνη την ημέρα μούδιασε για τα καλά. Και ο πολιτικός κόσμος, παρά τις διαφωνίες του, ανάστατος. Κάθε χτύπημα της 17 Νοέμβρη ήταν και ένα χτύπημα στη δημοκρατία και τη νομιμότητα. Στην περίπτωση του Μπακογιάννη ήταν όμως και ένα μεγάλο ερωτηματικό. Ούτε τα «επιχειρήματα» της τρομοκρατικής οργάνωσης, όπως γράφτηκαν στην πολυσέλιδη προκήρυξή της με τίτλο «Άρχισε η κάθαρση», μιλώντας για εκτέλεση «του απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη» μπορούσαν να βγάλουν νόημα…
Ήταν σαν να μιλούσαν για έναν άλλον άνθρωπο. Όχι αυτόν, που είχε αγωνιστεί εναντίον της δικτατορίας, που του είχε στερηθεί η ελληνική υπηκοότητα, έτσι ώστε να ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Δυτική Γερμανία, όπου κι εκεί τον κυνήγησαν το 1970 οι μυστικές υπηρεσίες της χούντας τοποθετώντας βόμβα στο σπίτι του στο Μόναχο. Ούτε αυτόν, που είχε ως όραμα την κατάργηση των αναχρονιστικών, διαχωριστικών γραμμών του παρελθόντος, που λειτουργούσαν ως τροχοπέδη στην εξέλιξη της χώρας και σε μια αλλαγή σελίδας, απαραίτητη για να βγει από τη δίνη στην οποία είχε περιέλθει.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
«Είναι μία πολιτική δολοφονία που προστίθεται σε μια μακρά αλυσίδα δολοφονιών που προηγήθηκαν. Αποτελεί σκληρό πλήγμα για τη Νέα Δημοκρατία. Κι αποτελεί δεινή δοκιμασία για μένα και την οικογένειά μου», θα έλεγε λίγο αργότερα στην ιστορική ομιλία του από το βήμα της Βουλής ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, καταχειροκροτούμενος από τα μέλη του Κοινοβουλίου. Προσθέτοντας: «Πρέπει όμως αυτή την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας να σταθούμε όλοι μας όρθιοι. Να προστατέψουμε τη Δημοκρατία και τους Θεσμούς της. Σε ό,τι με αφορά, εγώ μια ευχή έχω να εκφράσω. Να είναι το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σε αυτό τον τόπο».
Ήταν η μέρα, που επρόκειτο να συζητηθεί η παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο των εμπλεκομένων στο σκάνδαλο Κοσκωτά.
Ο Παύλος Μπακογιάννης ήταν τότε 54 χρονών. Παντρεμένος από το 1974 με την Ντόρα Μητσοτάκη και με δύο παιδιά, την Αλεξία και τον Κώστα, που θα μάθαιναν τα τραγικά νέα πηγαίνοντας στο σχολείο τους. «Ήμουν 35 χρόνων όταν δολοφονήθηκε ο Παύλος και τα μαλλιά μου άσπρισαν από το σοκ», έλεγε πρόσφατα σε μία συνέντευξή της η Ντόρα Μπακογιάννη. Είχαν γνωριστεί στη Γερμανία, όπου εκείνη σπούδαζε κι εκείνος ήταν ήδη δημοσιογράφος.
Αντιδικτατορικός αγώνας
Γιος του ιερέα Κώστα Μπακογιάννη και της Ειρήνης από το χωριό Βελωτά της Ευρυτανίας ο Παύλος Μπακογιάννης έζησε ως παιδί την περίοδο του Εμφυλίου, γνωρίζοντας έτσι από πρώτο χέρι στις συνέπειές του για τους ανθρώπους.
Σπούδασε στην Πάντειο πολιτικές και οικονομικές επιστήμες, στη συνέχεια στα Πανεπιστήμια του Μονάχουμ του Τύμπιγκεν και της Κωνσταντίας, όπου ανακηρύχθηκε διδάκτορας των Κοινωνικών Επιστημών. Δίδαξε στη συνέχεια Πολιτικές Επιστήμες και Δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 και για δέκα περίπου χρόνια βρέθηκε επικεφαλής του ελληνόφωνου προγράμματος της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας.
Ήταν ακριβώς η περίοδος της δικτατορίας με την ακροαματικότητα του προγράμματος να εκτοξεύεται στα ύψη χάρη στη συνεπή, αντιδικτατορική και μαχητική της στάση. Ο Παύλος Μπακογιάννης θα εκπροσωπούσε τον αγώνα εναντίον της χούντας και θα προκαλούσε την μήνιν της: «Ο σχολιαστής και επιμελούμενος της συντάξεως προγράμματος, ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ, έχει τελείως εκτροχιασθή και προσπαθεί διά ψευδολογιών να δημιουργήση κλίμα φοβίας μεταξύ των εν Δυτική Γερμανία Ελλήνων εργατών… Πρωτοφανής και αδικαιολόγητος εχθρική συμπεριφορά της Δ. Γερμανίας προς την ημετέρα πατρίδα ως και η διενεργουμένη κομμουνιστική και κομματική προπαγάνδα», αναγράφεται σε μία απόρρητη αναφορά της Ασφάλειας τον Ιούλιο του 1967.
Επιστροφή στην Ελλάδα
«Ο Παύλος είχε πάρα πολλούς ανθρώπους, με τους οποίους συνεργαζόταν και τους οποίους δεν ήξερε κανείς. Για τον Παύλο ήταν πολύ σημαντικό να μη τον διαψεύσει κανείς, διότι ήξερε ότι η χούντα θα κάνει πάρτι σε περίπτωση διάψευσης. Διάψευσης φυσικά, η οποία θα έστεκε, διότι διαψεύδανε κάθε μέρα αλλά αποδεικνυόταν ότι δημοσιογραφικά ήταν εντάξει», έλεγε χαρακτηριστικά η Ντόρα Μπακογιάννη σε εκδήλωση για την Ντόιτσε Βέλε.
Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, στην Ελλάδα πλέον ο Παύλος Μπακογιάννης διετέλεσε αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΕΙΡΤ (ΕΡΤ), αρθρογράφησε στην εφημερίδα «Το Βήμα» και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά μέσα του εξωτερικού ενώ το 1982 ανέλαβε εκδότης – διευθυντής του εβδομαδιαίου περιοδικού «ΕΝΑ» του Γιώργου Κοσκωτά, από όπου απολύθηκε το 1985. Έκτοτε βρισκόταν στο πλευρό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως πολιτικός του σύμβουλος, ώσπου κατέβηκε και ο ίδιος στον πολιτικό στίβο παίρνοντας την έδρα της Ευρυτανίας στις εκλογές του Ιουνίου του 1989.
Η ιδιαίτερη πατρίδα του τον απασχολούσε πολύ, έτσι είχε καταρτίσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης της Ευρυτανίας, το οποίο υπέβαλε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, λίγο πριν δολοφονηθεί. Το πρώτο του μάλιστα βιβλίο ήταν «Η Ευρυτανία και οι οικονομικές της δυνατότητες» ενώ ακολούθησαν το «Στρατοκρατία στην Ελλάδα», που εκδόθηκε στη Δυτική Γερμανία και η «Ανατομία της ελληνικής πολιτικής».
Το τέλος της αθωότητας
«Βρίσκομαι σήμερα εδώ με ανάμεικτα συναισθήματα. Η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, πριν από 30 χρόνια, σφράγισε όλους τους ανθρώπους γύρω του. Όσο για μένα, σήμανε το τέλος της νεότητάς μου. Το τέλος της αθωότητάς μου», έλεγε τον περασμένο Ιανουάριο ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε εκδήλωση μνήμης για τα θύματα της τρομοκρατίας, που πραγματοποιήθηκε στο Πολεμικό Μουσείο. Προσθέτοντας όμως πως «Ταυτόχρονα χαλύβδωσε και την πίστη μου στη Δημοκρατία, στα βήματα του Κωνσταντίου Μητσοτάκη, ο οποίος -με ζεστό ακόμη το αίμα του Παύλου- επέλεξε τότε να απευθυνθεί αμέσως στο εθνικό Κοινοβούλιο για να απαντήσει στις σφαίρες των λίγων με την ενότητα των πολλών».
Ο Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Ηρακλής Κωστάρης και ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος έχουν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία του Μπακογιαννη ενώ ο Σάββας Ξηρός και ο Βασίλης Τζωρτζάτος σε κάθειρξη 15 ετών.
Ακολουθήστε το mononews.gr στο Google News για την πιο ξεχωριστή ενημέρωση