Σε φάση μιας δύσκολης πορείας γεμάτης εσωστρέφεια και απελευθέρωση δυνάμεων αμφισβήτησης της σημερινής ηγεσίας του Νίκου Ανδρουλάκη, μπαίνει το ΠΑΣΟΚ μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών.

Μπορεί κάποιοι να κάνουν συγκρίσεις με το 7,72% που πήρε το ΠΑΣΟΚ το 2019 στις αντίστοιχες ευρωκάλπες, όμως, αυτό μόνο ως δικαιολογία για την αποτυχία μπορεί να εκληφθεί.

Η Χαριλάου Τρικούπη δεν θα πρέπει να κρυφτεί πίσω από την αύξηση του ποσοστό κατά 6 – 7 μονάδες σε σχέση με το 2019, αλλά θα πρέπει να δικαιολογήσει την αποτυχία της αφενός να πείσει ότι είναι το ΠΑΣΟΚ η ισχυρή δύναμη αντιπολίτευσης απέναντι στη Νέα Δημοκρατία, κι αφετέρου ότι δεν μπορεί 2,5 χρόνια μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Νίκο Ανδρουλάκη, να δημιουργήσει ένα κόμμα που ο κόσμος μπορεί να εμπιστευτεί ως δύναμη διακυβέρνησης.

Ένα ακόμη δεδομένο που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη για το ΠΑΣΟΚ και το γεγονός ότι με το ποσοστό που πήραν δεν θα πρέπει να είναι καθόλου χαρούμενοι, είναι ότι το έτερο κόμμα της Κεντροαριστεράς, ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει καμιά σχέση με το κόμμα του παρελθόντος.

Πρόκειται για έναν ΣΥΡΙΖΑ που δεν απευθύνεται με πολιτικούς όρους (όπως το κόμμα επί Τσίπρα) στο χώρο που θέλει να εκπροσωπήσει το ΠΑΣΟΚ. Και ταυτόχρονα πρόκειται για έναν ΣΥΡΙΖΑ που προέρχεται από μια μεγάλη διάσπαση, με έναν νέο αρχηγό που λειτουργεί με όρους life style και ο οποίος έχει διώξει μεγάλο κομμάτι ψηφοφόρων που πριν το 2015 ψήφιζε ΠΑΣΟΚ και μετακινήθηκε στον κόμμα υπό τον Αλέξη Τσίπρα.

Βλέπουμε δηλαδή ότι η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη δεν κατάφερε αφενός να πείσει ότι είναι το μοναδικό αξιόπιστο κόμμα της Κεντροαριστεράς κι ότι είναι απέναντι στη ΝΔ.

Κι αφετέρου δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει τις διαλυτικές τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως να επαναπατρίσει τους «πασοκογενείς» ψηφοφόρους της Κουμουνδούρου.

Βεβαίως θα πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ακόμη και σε μια εκλογική διαδικασία που είναι ευκαιρία για ψήφο διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να «κλέψει» ψηφοφόρους από τη Νέα Δημοκρατία. Μια ΝΔ που δεν απευθύνεται πλέον αποκλειστικά στο δεξιό κοινό, αλλά έχει κλέψει μεγάλα τμήματα ψηφοφόρων του Κέντρου.

Συμπερασματικά, τα χθεσινά αποτελέσματα δεν θα πρέπει να αρέσουν καθόλου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ γιατί το κόμμα πέρασε κάτω από το πήχη που είχε και το ίδιο θέσει.

Όχι τόσο σε ποσοστό, όσο στο ότι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άτυπη αξιωματική αντιπολίτευση, προσπερνώντας τον ΣΥΡΙΖΑ στη μάχη για τη δεύτερη θέση.

Να σημειωθεί εδώ και το γεγονός ότι δεν εξελέγη ο εκλεκτός του Νίκου Ανδρουλάκη, γραμματέας του κόμματος, Ανδρέας Σπυρόπουλος, κάτι που μπορεί να θεωρηθεί και προσωπική ήττα του αρχηγού.

Το λάθος του Νίκου Ανδρουλάκη και της ομάδας του θα ήταν να μείνει πίσω από τη σύγκριση με το ποσοστό του 2019 ή να δικαιολογήσει την αποτυχία του βάζοντας κι άλλες παραμέτρους, όπως π.χ. ότι οι Δημοκράτες του Ανδρέα Λοβέρδου «έκλεψαν» ένα κομμάτι από το ποσοστό που θα πήγαινε στο ΠΑΣΟΚ.

Ή ότι η Αττική παραμένει η «μαύρη» τρύπα του κόμματος διαχρονικά.

Όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι, και αυτό ακριβώς θα βάλει το κόμμα σε φάση εσωστρέφειας.

Το σωστό θα ήταν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να κάνει την αυτοκριτική της και να δει γιατί δεν «αρέσει» το κόμμα στους ψηφοφόρους. Γιατί δεν μπορεί να κεφαλαιοποιήσει τον κατακερματισμό της Αριστεράς αλλά και την δικαιολογημένη φθορά της Κεντροδεξιάς του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Και φυσικά θα πρέπει να κάνει αυτοκριτική συνολικά και ως σοσιαλδημοκρατικό κόμμα για την άνοδο της ακροδεξιάς γενικότερα, και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Τι πρέπει να δει ο Ανδρουλάκης

Ο Νίκος Ανδρουλάκης και η ομάδα του θα πρέπει να αναλύσουν το εκλογικό αποτέλεσμα με σοβαρότητα και με πραγματική διάθεση αυτοκριτικής. Να δουν γιατί δεν «πουλάνε» και να αλλάξουν ενδεχομένως και στρατηγική.

Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία 2 χρόνια έκανε αίσθηση μόνο για την υπόθεση των υποκλοπών που έδειξε μια εμμονική διάθεση, καθώς και με τα πίσω – μπρος στο θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Όπως μην ξεχνάμε ότι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ καταψήφισαν τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ένα θέμα που ανήκει στην προοδευτική ατζέντα και που απομάκρυνε προοδευτικούς ψηφοφόρους.

Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι δεν τίθεται θέμα ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ. Κραδασμοί θα υπάρξουν, αλλά δεν είναι εύκολο να αμφισβητηθεί ο Νίκος Ανδρουλάκης ο οποίος πήρε το κόμμα με μια εκλογική δύναμη κάτω από το 10%, κέρδισε στις εθνικές εκλογές ένα ποσοστό κοντά στο 12% και στις ευρωεκλογές είχε αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα που είναι προς ανάλυση.

Θέμα αμφισβήτησης θα μπορούσε να τεθεί μόνο αν μετά από μια τριετία και στις εθνικές εκλογές του 2027 το ΠΑΣΟΚ παραμείνει καθηλωμένο ή και περαιτέρω αποδυναμωμένο.

Οσοι γνωρίζουν τις αντίρροπες δυνάμεις στο ΠΑΣΟΚ ξέρουν και ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει μια «βουβή» εσωκομματική αντιπολίτευση που ενδεχομένως να θελήσει να δημιουργήσει θέμα με αφορμή το αποτέλεσμα της ευρωκάλπης.

Ισως κι ένα συνέδριο του ΠΑΣΟΚ προς το τέλος του έτους να ξεκαθάριζε το τοπίο ως προς το ποιος ελέγχει το κόμμα και πόσο μπορούν να μετρηθούν οι αντίπαλοι του προέδρου Ανδρουλάκη.

Και φυσικά πάντα θα εξυφαίνονται σενάρια για ένα ΠΑΣΟΚ χωρίς τη σημερινή ομάδα που κυριαρχεί αλλά με πρόεδρο π.χ. τον βουλευτή Μανώλη Χριστοδουλάκη, τη Νάντια Γιαννακοπούλου κ.λπ.

Κάποιοι ήδη μιλούν για μια συνένωση της Κεντροαριστεράς υπό μια νέα ηγεσία που δεν θα έχει σχέση με τον Νίκο Ανδρουλάκη ή τον Στέφανο Κασσελάκη. Κάποιοι βάζουν στο κάδρο ακόμη και τον δήμαρχο Αθηναίων, Χάρη Δούκα.

Όμως, σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για διακαείς πόθοι που μπορεί να μείνουν απλά σενάρια.

Διαβάστε επίσης:

ΠΑΣΟΚ: Ανεβάσαμε τα ποσοστά για τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση – Προβληματισμός για την αποχή

Ανδρουλάκης: Μόνο το ΠΑΣΟΚ μπορεί να απειλήσει την κυριαρχία της Ν.Δ

ΠΑΣΟΚ: Ο «αξιόπιστος» Κασσελάκης που δηλώνει κατά της golden visa έκανε χρήση του μέτρου!