Το ζήσαμε πρόσφατα. Και όλοι χειροκροτήσαμε. Στην ουσία και η αντιπολίτευση. Αλλά δεν μπορούσε να δείξει τη χαρά της. Ήταν ατομική. Θεσμικά, όπως αντιλαμβάνεται τον ρόλο της, όφειλε να είναι αρνητική.
Πέρα από την παράφραση «του Έλληνα το σβέρκο φόρο δεν υποφέρει», οι ελαφρύνσεις ήταν επιβεβλημένες. Μετά την τεράστια πτώση του 2020, η κυβέρνηση είχε καθήκον να καλύψει έστω και μερικώς την οικονομική δυστυχία που δημιουργήθηκε.
Τα μέτρα στήριξης έκαναν ακριβώς αυτό: στήριξαν, δηλαδή εμπόδισαν, την περαιτέρω πτώση.
Με την αναπάντεχα ισχυρή ανάκαμψη, πάλι καθήκον της κυβέρνησης είναι να την στηρίξει και μάλιστα να την επιταχύνει ώστε να μην παραμείνουν τα εισοδήματα καθηλωμένα σε υψηλότερα μεν από τα χειρότερα επίπεδα αλλά πάλι χαμηλά εισοδήματα.
Δεν γνωρίζω άλλο τρόπο για την γρήγορη, άμεση, επανεκκίνηση της οικονομίας εκτός από την άνοδο της κατανάλωσης. Κι αυτό έπραξε η κυβέρνηση δίνοντας ελαφρύνσεις. Σιγουριά ότι όλο το όφελος θα πάει στην άμεση δαπάνη δεν υπάρχει. Αλλά με τα ελληνικά δεδομένα, το μεγαλύτερο μέρος εκεί θα κατευθυνθεί.
Το πρόβλημα, αν προκύψει και η προοπτική εμφάνισης του δεν είναι άκαιρη, θα φανεί το 2022. Οι πολίτες είχαν ήδη αποταμιεύσει ότι μπορούσαν, καθώς η κατανάλωση δεν ήταν πρακτικά εύκολη και δεν συμβάδιζε με τον φόβο πολλών για το αύριο.
Αναπόφευκτα, με το που κόπασε η πανδημία, η κατανάλωση αυξήθηκε. Σε μεγάλο βαθμό, αυτό συντηρούν οι ελαφρύνσεις.
Όσες αφορούν τις επενδύσεις δεν έχουν άμεση επίπτωση στον ρυθμό ανάπτυξης. Η αποθεματοποίηση θα αντανακλάται μεν, αλλά δεν αποτελεί βάση για την επόμενη φάση.
Και η επόμενη φάση είναι το ζητούμενο: να στηριχτεί η ανάπτυξη στις επενδύσεις. Πράγμα που σαφέστατα επιδιώκει η κυβέρνηση—γι’ αυτό και δεν πρέπει να υποκύψει στις σειρήνες που συνδέουν την πιθανή περαιτέρω επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης με περαιτέρω ελαφρύνσεις.
Στην παρούσα περίοδο η κυβέρνηση προσπάθησε να πετύχει μία δύσκολη ισορροπία: να διευκολύνει την ανάπτυξη άμεσα μέσω της κατανάλωσης και να θέσει βάσεις για την συνέχιση της, σε στέρεο έδαφος, μέσω των επενδύσεων.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό τέσσερις λόγοι συνηγορούν να μην δοθούν άλλες ελαφρύνσεις αν πράγματι ο ρυθμός ανάπτυξης καταλήξει να είναι ανώτερος από τον αναμενόμενο:
• Το υψηλό χρέος και το επίσης υψηλό πρωτογενές έλλειμμα, που επιτάσσει μια κάποια σύνεση
• Το ισοζύγιο πληρωμών, που παραμένει ευάλωτο. Η ταχύτατη ανάπτυξη των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές το αποδεικνύει. Έξαλλου, μπορεί οι Κυκλάδες να έσπασαν ρεκόρ τουρισμού, αλλά όχι και η υπόλοιπη Ελλάδα.
• Ο στόχος των μεταρρυθμίσεων, που δεν πρέπει να υπονομευτεί από λάθος μηνύματα.
• Η πολιτική αντιξοότητα, που εμποδίζει την εφαρμογή μίας πολιτικής με στόχο την μετατόπιση της δαπάνης από την κατανάλωση στην αποταμίευση και επένδυση, καθώς αυτή θα ερμηνευόταν με αυστηρά ταξικά κριτήρια.
Δεν είναι δημοφιλής η θέση αυτή. Η χώρα, όμως, βρίσκεται και πάλι σε μεταίχμιο. Η πανδημία και οι χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες είναι υπεύθυνες.
Ο εύκολος δρόμος είναι η επιστροφή στο αλλοπρόσαλλο παρελθόν, όπου η κομματική ανάγκη της στιγμής καθόριζε την οικονομική πολιτική.
Ο δύσκολος είναι η με συνέπεια εμμονή στον μεταρρυθμιστικό δρόμο που ήδη ακολουθείται και επιδιώκει να θέσει την ελληνική οικονομία στο πλαίσιο ενός μοντέλου όπου η ανάπτυξης στηρίζεται πρωταρχικά στις επενδύσεις.
Αν τώρα, αυτό ταυτόχρονα θα αυξήσει τα κέρδη των ξένων κεφαλαιούχων που έχουν επενδύσει και επενδύουν στην Ελλάδα, ας κατηγορήσουμε τον εαυτό μας.
Διαβάστε επίσης:
Πώς θα εφαρμοστούν τα μέτρα στήριξης ύψους 3,5 δισ. ευρώ
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Ερντογάν: «Θαρραλέα απόφαση» η έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης κατά Νετανιάχου και Γκάλαντ
- Ηλιόπουλος στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο: «Να μεγαλουργεί και να μας δοξάζει η ΑΕΚ, θα μας ενώνει για πάντα»
- Λίβανος: Ανώτατος αξιωματούχος της Χεζμπολάχ ο στόχος της ισραηλινής επίθεσης στην Βηρυτό
- Βρετανία: Ύποπτο πακέτο στον σταθμό Γιούστον του Λονδίνου ερευνά η αστυνομία