Ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, την Τρίτη, εξήγησε για πρώτη φορά ότι η αυτοδυναμία είναι μεν εκλογικός στόχος της ΝΔ, δεν είναι όμως αυτοσκοπός και πρόσθεσε με νόημα ότι η χώρα μπορεί να κυβερνηθεί από ένα ή περισσότερα κόμματα, με βάση αυτό που θα υποδείξει ο λαός. Τι εννοεί;

Ήθελε – όπως λένε οι συνεργάτες του -να ξεκαθαρίσει το τοπίο όπως διαμορφώθηκε μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αποκαλύπτοντας την αναπροσαρμογή της πολιτικής, εκλογικής του στρατηγικής;

Παραδέχθηκε ότι το κόμμα του «βουλιάζει» στις δημοσκοπήσεις, όπως λέει ο Αλέξης Τσίπρας, ή «ψάχνει σωσίβιο επειδή δεν του βγαίνουν τα κουκιά», όπως δήλωσε ο Νίκος Ανδρουλάκης;

Ίσως τα πράγματα είναι πιο απλά και ίσως ο πρωθυπουργός να είπε μόνο το αυτονόητο, ώστε να λήξει, οριστικά, τη συζήτηση περί πρόωρων εκλογών και πιθανής αλλαγής του εκλογικού νόμου.

Δήλωσε ακριβώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης: «Στόχος είναι η σταθερότητα. Όχι επί τούτου η αυτοδυναμία. Στόχος να παίρνουμε αποφάσεις γρήγορα και να αντιμετωπίζουμε κρίσεις, διότι οι κρίσεις είναι μια πραγματικότητα που θα είναι μαζί μας. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, όχι με δική μας υπαιτιότητα, είναι προϊόν μιας μεγάλης πόλωσης και διχαστικών γραμμών που έχουν χαραχτεί με έναν λόγο τοξικό, της αξιωματικής αντιπολίτευσης, από την εποχή που διεκδικούσε να έρθει να κυβερνήσει τον τόπο, το 2014, το 2015. Ο λαός θα υποδείξει αν η χώρα θα κυβερνηθεί από ένα ή περισσότερα κόμματα. Η χώρα θα κυβερνηθεί είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο. Αυτό δεν είναι δική μας απόφαση».

Η αναφορά στη μεγάλη πόλωση και στις διαχωριστικές γραμμές που έχουν χαραχτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν διεκδικούσε την εξουσία το 2014 και 2015, οδηγεί σε μια πολύ σημαντική διάκριση που την κάνει για πρώτη φορά, και με τόση έμφαση,  ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Διαχωρίζει, δηλαδή, τις δυνάμεις που συνδέθηκαν με τον «τοξικό λόγο» εκείνης της περιόδου από αυτές οι οποίες υπήρξαν θύματα αυτού του τοξικού λόγου.

Στις πρώτες, προφανώς κατατάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ, τους ΑΝΕΛ (που δεν υπάρχουν πια), το κόμμα του Βαρουφάκη (που τότε ήταν στον ΣΥΡΙΖΑ) και ένα μέρος της Ακροδεξιάς. Στις δεύτερες, κατατάσσει προφανώς τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ )(ΠΑΣΟΚ), που συγκυβερνούσαν εκείνη την περίοδο.

Με τις πρώτες επαναφέρει εμμέσως τη διαχωριστική γραμμή, θεωρώντας ότι ουδέποτε καταργήθηκε. Με τις δεύτερες όμως, δηλαδή με το ΚΙΝΑΛ, αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της συνεννόησης … αν ο λαός το υποδείξει.

Η αναπροσαρμογή της εκλογικής στρατηγικής του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν σημαίνει εγκατάλειψη του στόχου της αυτοδυναμίας. Αυτή θα επιδιωχθεί με όλα τα μέσα από τη ΝΔ, όχι όμως και με αλλαγή του εκλογικού νόμου.

 Από την ώρα πάντως που η αυτοδυναμία δεν είναι «επί τούτου» – όπως είπε ο πρωθυπουργός – δηλαδή δεν συνιστά αυτοσκοπό, η ευθύνη του σχηματισμού κυβέρνησης δεν είναι μόνο του πρώτου κόμματος αλλά μοιράζεται σε όλους όσοι θεωρούν εαυτούς πολιτικά υπεύθυνους. Με άλλα λόγια, τώρα αρχίζουν τα δύσκολα…

Για το ΚΙΝΑΛ, πρωτίστως,  το οποίο, παρά τις δηλώσεις της Τετάρτης του Νίκου Ανδρουλάκη, μετά τις εκλογές με την απλή αναλογική που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, θα κληθεί να λάβει θέση αν θα συνεργαστεί ή δεν θα συνεργαστεί με τη ΝΔ για να μην ταλαιπωρηθεί η χώρα σε δύσκολες εποχές. Τότε, το δίλημμα της αυτοδυναμίας θα τεθεί … εκ των πραγμάτων. Και το ΚΙΝΑΛ (ΠΑΣΟΚ) θα πρέπει να είναι προετοιμασμένο για όλα τα ενδεχόμενα, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό των ψηφοφόρων που έχει κερδίσει από τη ανάδειξη του Νίκου Ανδρουλάκη στην εξουσία και μετά, ίσως να μην διστάσει διόλου να το εγκαταλείψει αν καταλάβει ότι «ψήνεται» «κυβέρνηση προοδευτικών δυνάμεων» με τον ΣΥΡΙΖΑ.