Εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα έδωσε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νικόλαος Παναγιωτόπουλος με την οποία ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, γνωστοποίησε ότι βρίσκεται σε εξέλιξη η τροποποίηση της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας, της MDCA, το πρώτο εξάμηνο του έτους θα γίνει η τελική αξιολόγηση για το θέμα της απόκτησης φρεγατών ενώ δεν τίθεται θέμα στράτευσης των γυναικών και στο σχεδιασμό της κυβέρνησης είναι η μελλοντική στράτευση στα 18.

Ειδικότερα, για το θέμα της τροποποίησης της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας, της MDCA, ο κ. Παναγιωτόπουλος σχολίασε ότι με την διακυβέρνηση Μπάιντεν υπάρχει ένα μεγαλύτερο περιθώριο αισιοδοξίας για να συνεννοηθούμε με τους Αμερικανούς, όχι γιατί δεν τα είχαμε πάει καλά με την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά επειδή η προσωπική σχέση Τραμπ – Ερντογάν επηρέαζε τη συνολική κατάσταση, αν και είχαμε πολύ θετικές δηλώσεις προς τις θέσεις μας από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Τώρα όμως, αυτή η συνθήκη δεν υφίσταται πλέον.

Παράλληλα γνωστοποίησε ότι «στο τραπέζι τέθηκε θέμα για την επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας ισχύος της MDCA, γεγονός που σημαίνει ότι θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε μεγαλύτερες επενδύσεις στις υποδομές. Μια τέτοια εξέλιξη προσπορίζει όφελος και σε μας. Αυτά που εμείς ζητούμε από τους Αμερικανούς, είναι λ.χ. η πρόσβαση σε μεγαλύτερα κεφάλαια για στρατιωτική βοήθεια σε τρίτες χώρες ή η αποδέσμευση οπλικών συστημάτων από τα πλεονάζοντα των Ενόπλων Δυνάμεων των ΗΠΑ. Επιπλέον στόχος μας είναι να εντατικοποιηθεί ακόμη περισσότερο η συνεκπαίδευση και οι ασκήσεις με διαφορετικά τμήματα των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων (Ειδικές Δυνάμεις, ελικόπτερα, κ.ά.)».

Κληθείς να σχολιάσει τη στάση της Γερμανίας έναντι της Τουρκίας, ο κ. Παναγιωτόπουλος παρατήρησε ότι η Γερμανία «έχει το δικό της τρόπο, ίσως πιο διακριτικό, και φυσικά όπως άλλες χώρες έχει και τα δικά της οικονομικά συμφέροντα στη γειτονική χώρα, τα οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να ληφθούν υπόψη. Συμφέροντα γερμανικών εταιρειών αμυντικής βιομηχανίας στην Τουρκία, τα οποία καμία γερμανική κυβέρνηση δεν μπορεί έτσι απλά να ακυρώσει από την μια στιγμή στην άλλη. Από την άλλη κι εμείς επιδιώκουμε εμβάθυνση της σχέσης με τους Γερμανούς στον χώρο της Άμυνας».

Παράλληλα παρατήρησε στην πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία με τη Γερμανίδα ομόλογο του ζητήθηκε «εκ των προτέρων να μάθει τις θέσεις μας προκειμένου να συνομιλήσει με τον Τούρκο ομόλογό μου, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ποιες είναι οι δικές μας θέσεις, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε στο παρελθόν. Άρα μας ακούν και λαμβάνουν υπόψη αυτά που έχουμε να πούμε».

Περαιτέρω γνωστοποίησε ότι «δρομολογήσαμε και τρέχουμε την πρόσκτηση καινούριων τορπιλών βαρέως τύπου για τα υποβρύχια που διαθέτουμε, προφανώς από την μητρική γερμανική εταιρεία».

Για τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία, ο υπουργός Εθνικής Άμυνας επανέλαβε ότι «προσερχόμαστε να συζητήσουμε συγκεκριμένα θέματα στην ατζέντα και αυτές οι προκαταρκτικές συζητήσεις γίνονται επ’ αυτών των συγκεκριμένων προς συζήτηση θεμάτων μόνο κι όχι για κάθε πιθανή αξίωση που μπορεί να προβάλλει η Τουρκία, φερ’ ειπείν αποστρατιωτικοποίηση των νησιών».

Στο σημείο αυτό ξεκαθάρισε ότι «για εμάς αποστρατιωτικοποίηση δεν μπορεί να υπάρξει, όσο υπάρχει απειλή εξ Ανατολών. Είναι συνυφασμένη με τη διατήρηση της απειλής. Όσο υπάρχει απειλή – και εκτιμούμε ότι υπάρχει και εκδηλώθηκε αυτό το καλοκαίρι – δεν υπάρχει ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης. Το υπέρτατο κυριαρχικό δικαίωμά μας είναι να προστατεύουμε την εθνική μας ακεραιότητα και στη βάση αυτή επιλέγουμε να έχουμε δυνάμεις νόμιμης και προληπτικής άμυνας στα νησιά».

Απαντώντας σε ερώτηση για το ενδεχόμενο υποχρεωτικής στράτευσης στα 18 – κατά το πρότυπο του Ισραήλ – και εθελοντικής στράτευσης των γυναικών ο υπουργός Εθνικής ‘Άμυνας ξεκαθάρισε ότι «δεν υπάρχει στο τραπέζι η στράτευση των γυναικών. Υπάρχει όμως ο σχεδιασμός της κυβέρνησης – το έχει πει και ο Πρωθυπουργός – για μελλοντική στράτευση στα 18».

Για να γίνει αυτό όμως, πρέπει να προηγηθεί ένας πολύ προσεκτικός σχεδιασμός από τα Επιτελεία. Αυτή την στιγμή δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Η στράτευση στα 18 θα μπορούσε στο μέλλον να αποβεί χρήσιμη για τις Ένοπλες Δυνάμεις και για την νοοτροπία των νέων απέναντι στην Συνταγματική υποχρέωσή τους να θητεύσουν υποχρεωτικά για ένα διάστημα του βίου τους στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων.

Σχολιάζοντας την κρίση του καλοκαιριού με το Oruc Reis ο κ. Παναγιωτόπουλος υπενθύμισε ότι υπήρξε “καθολική κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων”.

«Είχαμε μια παράξενη βεβαιότητα ότι αυτή η κινητοποίηση θα πετύχαινε να στείλει στην άλλη πλευρά το μήνυμα αποτροπής. Ότι δηλαδή οι απέναντι δεν θα έφταναν σε σημείο στρατιωτικής εμπλοκής διότι ήξεραν πως θα αντιμετώπιζαν βαρύ κόστος. Αυτή είναι η επιβεβαίωση της αποτροπής στην πράξη και μπορώ να πω ότι επιτεύχθηκε με την καθολική κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεων. Υπήρξαν στιγμές έντασης αλλά και κλιμάκωσης. Ωστόσο οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν πάντα παρούσες».

Απαντώντας σε ερώτηση εάν «θα δώσετε οικονομικά κίνητρα στα επαγγελματικά στελέχη για να ανακοπούν οι τάσεις παραιτήσεων από τις Ένοπλες Δυνάμεις», ο κ. Παναγιωτόπουλος έφερε ως παράδειγμα την κατάσταση στην Τανάγρα όπου «εκεί που πέρυσι στην Τανάγρα αντιμετωπίζαμε παραιτήσεις, σ΄έναν χρόνο μόλις η Τανάγρα με τα “Rafale” και τα “Mirage 2000-5” που συνεχώς τίθενται εκ νέου σε διαθεσιμότητα, έχει γίνει «τόπος αδημονίας και χαράς», με θετική επίπτωση στο ηθικό των στελεχών. Ο επαγγελματισμός και η συναίσθηση της ευθύνης που επέδειξαν τα στελέχη σε όλο το εύρος των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδίως σε κρίσιμες στιγμές, δείχνει ότι είναι πλήρως συνειδητοποιημένα ως προς το καθήκον και την αποστολή τους». Επανέλαβε δε ότι «εμείς θα τους βοηθήσουμε όπου μπορούμε».

Όσον αφορά στο χρονοδιάγραμμα για την απόκτηση φρεγατών, ο κ. Παναγιωτόπουλος διευκρίνισε ότι «δεν αποκλείστηκε ποτέ η απόκτηση γαλλικών πλοίων και δεν έγινε στην ουσία στροφή σε αμερικανική λύση».

Παράλληλα γνωστοποίησε ότι το Πολεμικό Ναυτικό αξιολογεί μία προς μία, καθεμιά απο τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί από διάφορες χώρες και «η τελική αξιολόγηση θα γίνει στο πρώτο εξάμηνο του 2021».

Επανέλαβε δε ότι «θεωρούμε απαραίτητη τη συμμετοχή της ελληνικής βιομηχανίας, όπως και την παροχή «ενδιάμεσης λύσης» (δηλαδή κάποια έτοιμα, κατά το δυνατόν, πολεμικά πλοία) έως ότου ναυπηγηθούν οι νέες μονάδες του Πολεμικού Ναυτικού, κάτι που συνολικά θα εξελιχθεί σε διάστημα 7 – 8 ετών».

Τέλος για το θέμα των αεροσκαφών F-35 ο υπουργός Εθνικής Άμυνας εκτίμησε ότι η συζήτηση για τα F-35 «θα ακολουθήσει χρονικά την ολοκλήρωση αυτών των δύο προγραμμάτων (σ.σ. απόκτηση RAFALE και αναβάθμιση F-16). Έχουμε εκδηλώσει το ενδιαφέρον μας προς τους Αμερικανούς να ενταχθούμε στο πρόγραμμα των F-35, ασφαλώς όμως αυτό θα είναι και συνάρτηση των οικονομικών μας δυνατοτήτων οι οποίες δεν είναι ανεξάντλητες», κατέληξε.