Το «δυσαναπλήρωτο κενό» που αφήνει η εκδημία του εκδημήσαντος Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου, επισήμανε  ο Πρωθυπουργός στον επικήδειο που εκφώνησε.

Ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «ένα φωτεινό παράδειγμα σοφίας, αλλά και δράσης», προσθέτοντας πως «η τόλμη και η ελπίδα ήταν οι δύο πυξίδες που πάντα οδηγούσαν τον Αναστάσιο σε αυτή την θαυμαστή διαδρομή του».

1

«”Τολμούμε να ελπίζουμε”. Στις τρεις αυτές λέξεις του συνοψίζεται, νομίζω, η ζωή και η δράση του ιεράρχη που αποχαιρετούμε σήμερα. Γιατί ακριβώς η τόλμη και η ελπίδα ήταν οι δύο πυξίδες που πάντα οδηγούσαν τον Αναστάσιο σε αυτή τη θαυμαστή διαδρομή του.

Μια διαδρομή σταθερά δίπλα στον άνθρωπο και στα δικαιώματά του, πότε ως ταπεινός ιεραπόστολος στην Αφρική των πεινασμένων παιδιών, πότε ως αθόρυβος συμπαραστάτης των φοιτητών στην Ελλάδα της δικτατορίας, και βέβαια, ως μέγας αναστηλωτής και επίμονος πρωτεργάτης της Ορθοδοξίας στην Αλβανία.

Σε αυτό το μεγαλείο μιας ξεχωριστής προσωπικότητας υποκλινόμαστε, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας ήταν ταυτόχρονα ένας διανοούμενος της πίστης, αλλά και ένας απλός υπηρέτης του πλησίον του. Με άλλα λόγια, ένα φωτεινό παράδειγμα σοφίας, αλλά και δράσης» είπε ο πρωθυπουργός.

«Η εκδημία του δημιουργεί ένα δυσαναπλήρωτο κενό, όχι μόνο στον τόπο του και στην ομογένειά μας, όχι μόνο σε όλα τα μέρη όπου χτυπά η καρδιά του Ελληνισμού, για τον οποίον υπήρξε επί δεκαετίες ένας αληθινός φάρος.

Φάρος αγάπης και προσφοράς, ευγένειας και απλότητας, πειθούς και αποτελεσματικότητας. Φάρος της Ορθοδοξίας και της ορθόδοξης χριστιανικής βιωτής πίστης. Οι περισσότεροι εδώ γνωρίζουν, βέβαια, καλά τι πέτυχε ο Αναστάσιος, από την πρώτη ώρα που έφτασε στην Αλβανία, το μακρινό 1991, σε μια ερημωμένη χώρα, ύστερα από το πέρασμα ενός αυταρχικού καθεστώτος, με τους χριστιανούς κυνηγημένους και τους ομογενείς μας στο περιθώριο.

Κι όμως, αντλώντας δύναμη από τη βαθιά πίστη του, θεμελίωσε την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ίδρυσε 400 και πλέον ενορίες, έχτισε και ανοικοδόμησε εκατοντάδες ναούς, χειροτονώντας 145 νέους κληρικούς, ενώ παράλληλα ίδρυσε δεκάδες εκπαιδευτικά, υγειονομικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα.

Ένα μικρό, ίσως ένα μεγάλο θαύμα μέσα στα ερείπια» πρόσθεσε ο κ. Μητσοτάκης και συμπλήρωσε: «Μαζεύουμε τις πέτρες που μας πετούν όσοι πολεμούν το έργο μας», συνήθιζε να λέει, πάντα με το χαμόγελο στο πρόσωπό του, «και με αυτές χτίζουμε εκκλησίες και σχολεία». Το έλεγε και το εννοούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα τον θρηνούν Έλληνες και Αλβανοί, αλλά παντού όπου υπάρχει άνθρωπος, ανεξάρτητα από θρησκεία, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή.

Πάντα ο Αρχιεπίσκοπος υπήρξε πράγματι μια γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς μας και ένας κρίκος επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο κράτη μας. Θα μπορούσε, λοιπόν, δίκαια να αποκληθεί και «ο διπλωμάτης της αγάπης», σε μία αποστολή, μάλιστα, την οποία ο ίδιος υπηρέτησε με μέτρο και επίγνωση, όμως ταυτόχρονα και με έναν ανυποχώρητο δυναμισμό».

«Είμαι από τους τυχερούς που γνώρισα και συνεργάστηκα στενά επί χρόνια με τον ιεράρχη μας και δεν θα κρύψω πως θεωρώ αυτή την εμπειρία όχι μόνο κατάθεση πολιτική αλλά και έναν πλούτο προσωπικό, καθώς ήταν «άγιος και σοφός», όπως τον είχε αποκαλέσει ο πατέρας μου.

Ένα πρόσωπο που σε κατακτούσε με τις γνώσεις του και ένας χαρακτήρας που χωρίς να το ομολογεί, χωρίς καν να προσπαθεί ιδιαίτερα, σε καλούσε με το ύφος του να γίνεις καλύτερος. Εκεί, άλλωστε, συναντιόντουσαν και οι ρόλοι μας.

Στη δυνατότητα, δηλαδή, να κατανοεί κανείς τα προβλήματα των πολλών, ιδίως των πιο αδύναμων, και παρά τις δυσκολίες να μάχεται για να βρουν τη λύση τους. Για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες και τους Ορθόδοξους στην Αλβανία και απανταχού της Γης, ο Αναστάσιος υπήρξε πηγή υπερηφάνειας, υπήρξε ακούραστος και ταπεινός υπηρέτης, προσφέροντας ελπίδα και πνευματική καθοδήγηση στο ελληνορθόδοξο ποίμνιο απανταχού της Γης.

Μέσα από τη θεολογική του σοφία αλλά και την ταπεινοφροσύνη του απέδειξε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μπορεί να είναι μια ζωντανή κοινότητα αγάπης και κοινωνικής μέριμνας που ενώνει τους λαούς. Γι’ αυτό και όλοι μας τώρα νιώθουμε μία βαθιά θλίψη δίπλα στο δέος αλλά και τη βαριά κληρονομιά που αφήνει. Διότι ως ποιμένας έχτισε εκκλησίες, ενώ ως ταγός οικοδόμησε γέφυρες συνεργασίας μεταξύ λαών και θρησκειών.

Έδειξε έτσι πως μπορεί να είσαι ταυτόχρονα και αυθεντικά Έλληνας, αλλά και αληθινά οικουμενικός. Είθε το παράδειγμά του να συνεχίσει να μας εμπνέει και το έργο του να βρει ισάξιους συνεχιστές. Τον αποχαιρετώ με το δικό του κάλεσμα με το οποίο και ξεκίνησα: «Τολμάμε να ελπίζουμε», ολοκλήρωσε τον λόγο του ο Πρωθυπουργός.