«Η Τουρκία δεν επιδιώκει ένα θερμό επεισόδιο, πολύ περισσότερο, την σύρραξη με την Ελλάδα» εκτιμά ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας, Φώτης Κουβέλης, σε συνέντευξή του στη εφ. Real News. Ωστόσο, όπως προσθέτει «ένα τυχαίο όμως γεγονός, που μπορεί να προκληθεί μέσα στην ένταση που προκύπτει, για παράδειγμα στις αεροπορικές αναχαιτίσεις, είναι δυνατόν να κλιμακώσει τις εντάσεις».

Ο κ. Κουβέλης σημειώνει ότι οι εντάσεις που προκαλεί η Τουρκία στις σχέσεις της με την Ελλάδα έχουν «ως κύρια αναφορά την ΑΟΖ της Κύπρου”»την οποία η γειτονική χώρα «εντάσσει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διεκδίκησης ανακαθορισμού των συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή».

Τονίζει ότι η Ελλάδα «από θέση σταθερότητας και ψυχραιμίας δεν επιδιώκει την κλιμάκωση της έντασης, αποφασισμένη και ικανή βέβαια να υπερασπίζεται τα δικαιώματά της», προσθέτοντας ότι «η Τουρκία εκτίθεται και αποδυναμώνει την εξωτερική πολιτική της με τις εντάσεις που προκαλεί», και υπογραμμίζει: «Δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Τα κυριαρχικά μας δικαιώματα είναι σαφή και οριοθετημένα από τις διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο».

Αναφερόμενος στο θέμα της σύλληψης και κράτησης των δύο Ελλήνων στρατιωτικών στις τουρκικές φυλακές, κάνει λόγο για «απλό διασυνοριακό περιστατικό» που «θα μπορούσε να επιλυθεί με μια απλή συνεννόηση», αλλά «η Τουρκία το ενέταξε στις εντάσεις των σχέσεών της με τη χώρα μας και το παρέπεμψε στο τουρκικό δικαστήριο». Επιπλέον κατηγορεί την Άγκυρα ότι χρονοτριβεί, επικαλούμενη δικαστικές διαδικασίες, ενώ υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες προς πολλές κατευθύνσεις για την επιστροφή των δύο στρατιωτικών, εκφράζοντας ταυτόχρονα τη μη ικανοποίηση του από τη συνολική εξέλιξη της υπόθεσης.

Ως προς την θέση που πήρε το ΝΑΤΟ επί του θέματος αυτού, σημείωσε ότι «η δήλωση και η προτροπή του ΝΑΤΟ ότι το όλο θέμα πρέπει να επιλυθεί μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας βαραίνει προφανώς την Τουρκία και όχι την Ελλάδα», προσθέτοντας «και η Τουρκία, νομίζω ότι αντιλαμβάνεται το βάρος αυτής της προτροπής στις σχέσεις της και με το ΝΑΤΟ».

Ερωτηθείς σχετικά είπε ότι δεν εξετάζεται η αύξηση της στρατιωτικής θητείας, καθώς «οι Ένοπλες Δυνάμεις μας είναι ικανές και με αποτρεπτική επάρκεια συγκροτημένες».

Ο κ. Κουβέλης θεωρεί θετική την πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη για τη συγκρότηση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, εκτιμά ως αναγκαία και επιβεβλημένη τη συνεννόηση και ενότητα των δυνάμεων του δημοκρατικού τόξου στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής και εγκαλεί την αντιπολίτευση συνολικά, «με μικρές εξαιρέσεις», ότι «υποτάσσει το χρήσιμο και επιβεβλημένο στη στείρα αντιπολίτευση».

Ο αναπληρωτής υπουργός Εθνικής Άμυνας θεωρεί συμφέρουσα για την Ελλάδα τη λύση του «λεγόμενου “Μακεδονικού ζητήματος”» με «προϋποθέσεις που αφορούν τους αλυτρωτισμούς, την εγγύηση των συνόρων και με σύνθετη ονομασία, με χρήση έναντι όλων». «Μια διεθνής συνθήκη με καταγεγραμμένες τις δεσμεύσεις σχετικά με τον αλυτρωτισμό, στις πολλές εκφάνσεις του, την αμφισβήτηση των συνόρων, την ονομασία, υπερισχύει του υπάρχοντος ή μελλοντικού Συντάγματος. Βέβαια η αναθεώρηση του Συντάγματος της ΠΓΔΜ και η εναρμόνισή του με τους όρους της διεθνούς συνθήκης θα αποτελεί υποχρέωσή της έναντι του διεθνούς δικαίου» προσθέτει.

Αναφέρει ακόμα ότι η “μη λύση” τροφοδοτεί τις επεκτατικού χαρακτήρα επιλογές της Τουρκίας που επιδεικνύει το “ενδιαφέρον της” για τους τουρκικούς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής, ενώ πρέπει να συνυπολογιστεί και η αναδεικνυόμενη διάθεση για την δημιουργία της “Μεγάλης Αλβανίας”.

«Την θέση μου αυτή δεν τη συναρτώ ούτε την εξαρτώ από τη θέση των ΑΝΕΛ. Θα αποτελούσε όμως σπουδή η εκτίμηση, έστω και ως υπόθεση εργασίας, να θεωρηθεί ότι οι ΑΝΕΛ, στο επιθυμητό ενδεχόμενο συμφωνίας Ελλάδας-ΠΓΔΜ θα αποχωρήσουν από την κυβέρνηση» προσθέτει.

Ως προς την συνεργασία του με τον Πάνο Καμμένο και τις δηλώσεις του κ. Κουβέλη ότι “θα αναφέρεται στον πρωθυπουργό” απάντησε: «Με τον κ. Καμμένο συνεργαζόμαστε για να υπηρετηθεί το θετικό αποτέλεσμα του κυβερνητικού έργου. Εργαζόμαστε για το ωφέλιμο για τη χώρα στον τομέα ευθύνης μας, ανεξάρτητα από τη διαφορετική θέση που έχουμε στο ζήτημα του “Μακεδονικού”. Πράγματι ο κάθε αναπληρωτής υπουργός στον πρωθυπουργό θεσμικά αναφέρεται».