Ο Κώστας Σημίτης, που πέθανε σε ηλικία 88 ετών, είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον ιστορικό ηγέτη του ΠΑΣΟΚ, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση αλλά ταυτόχρονα και χαώδεις διαφορές ως προς τη διαχείριση του Κινήματος, την πολιτική, την οικονομία.

Σπουδαίοι οικονομολόγοι και οι δύο αλλά με τεράστιες διαφορές ως προς την άσκηση πολιτικής.

1

Είχε πολλές συγκρούσεις με τον Ανδρέα και την ομάδα του και τελικά ήταν κι αυτός που τον διαδέχθηκε. Είχε παραιτηθεί από υπουργός Οικονομίας το 1987 καθώς διαφωνούσε ανοικτά με την πολιτική των παροχών του τότε πρωθυπουργού στη λογική του «Τσοβόλα δώστα όλα». Ακόμη μια παραίτηση ήρθε το 1995 από το υπουργείο Βιομηχανίας. Ο Σημίτης ήταν σταθερά προσηλωμένος στις μεταρρυθμίσεις που χρειαζόταν ο τόπος και που τελικά αυτές εκφράστηκαν με τον σημιτικό εκσυγχρονισμό μετά το 1996.

Ο Σημίτης ήταν επίσης από τους πρωταγωνιστές της περίφημης σύγκρουσης στο «Πεντελικόν» όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου αμφισβητήθηκε καθώς ήθελε να εκλέξει γραμματέα τον Ακη Τσοχατζόπουλο.

Στις 18 Ιανουαρίου 1996, μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου λόγω υγείας, ο Σημίτης εξελέγη πρωθυπουργός από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Το όραμά του για εκσυγχρονισμό και ευρωπαϊκή σύγκλιση καθόρισε την πολιτική του πορεία. Τον Ιούνιο του 1996, εξελέγη πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και κέρδισε τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 και του Απριλίου 2000.

Ομως, η σύγκρουση και οι χαώδεις διαφορές με τον Ανδρέα είχαν φανεί πολύ νωρίτερα.

Το  φθινόπωρο του 1994 θα συγκροτηθεί η ομάδα των τεσσάρων με τη Βάσω Παπανδρέου, τον Κώστα Σημίτη, τον Θόδωρο Πάγκαλο και τον Παρασκευά Αυγερινό και η εσωκομματική σύγκρουση γίνεται όλο και πιο σκληρή. Πολλά στελέχη βάλλουν πλέον ευθέως κατά του Ανδρέα Παπανδρέου.

Στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη στο Περιστέρι στις 6 Ιουλίου 1995 ο Ανδρέας στέλνει ένα καθαρό μήνυμα στον Κώστα Σημίτη. «Δεν μπορεί κάποιος να μετέχει στην κυβέρνηση και ταυτόχρονα να την υποσκάπτει».

Στις επόμενες συνεδριάσεις της ΚΕ θα καταστήσει σαφές ότι δεν είναι εύκολος αντίπαλος. «Όσοι αναζητούν έναν Ανδρέα Παπανδρέου πρωθυπουργό και πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ υπό περιορισμό, επιτροπεία και κηδεμονία να τον αναζητήσουν αλλού. Εγώ δεν προσφέρομαι» έλεγε .

Η Βάσω Παπανδρέου τον προκαλεί επίσης σε μία από τις συνεδριάσεις του ΠΑΣΟΚ διασχίζοντας την αίθουσα για να του δώσει ένα σημείωμα με το οποίο ζητάει τον λόγο.

O Παπανδρέου διάβασε το χαρτί, είπε ένα «μάλιστα» και μετά έβγαλε την ιστορική ομιλία λέγοντας ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν κληρονομείται, ούτε μοιράζεται».

Ο Σημίτης τότε απάντησε: «Δεν είμαστε υπάλληλοι. Είμαι συνιδρυτής του ΠΑΣΟΚ».

Κάποιοι από το ΠΑΣΟΚ λένε ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν θεώρησε ποτέ… ΠΑΣΟΚ τον Κώστα Σημίτη.

Τι έγραψε στο βιβλίο του

Εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι όλα όσα αναφέρονται στο βιβλίο του, «Δρόμοι Ζωής» που κυκλοφόρησε πριν από μια δεκαετία. Εκεί περιγράφει αυτή τη σχέση με τον Ανδρέα όπως ο ίδιος την έβλεπε.

«Το 1965 συνάντησα για πρώτη φορά τον Ανδρέα Παπανδρέου. Τον επισκέφθηκα στο γραφείο του, που ήταν για ένα διάστημα στην οδό Ομήρου. Ο Νοταράς, ο Καράγιωργας και εγώ αποτελούσαμε την αντιπροσωπεία του Ομίλου (σ.σ.: Ομιλος Παπαναστασίου). (…) Ο Ανδρέας ήταν για μας το κατ’ εξοχήν πρόσωπο που θα μπορούσε να ηγηθεί μιας κίνησης όπως αυτή που θεωρούσαμε επιβεβλημένη. Αμφιβάλλαμε όμως αν ήταν σε θέση να υπερβεί το εμπόδιο που αποτελούσε η παραδοσιακή ηγεσία της Ενωσης Κέντρου. Ο Ανδρέας έδειχνε πιεσμένος από τα γεγονότα, τις πολλές εκδηλώσεις συμπαράστασης και τις προσδοκίες που εναποτίθεντο στο πρόσωπό του».

Τον Σεπτέμβριο του 1969 ο καταζητούμενος από τη χούντα ως μέλος της Δημοκρατικής Αμυνας Κώστας Σημίτης διέφυγε με τη βοήθεια της Αμαλίας Φλέμινγκ στο Γκίσεν της Γερμανίας, όπου ζούσε ο αδελφός του Σπύρος . «Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν από τους πρώτους που μου τηλεφώνησαν».

Για την περίοδο εκείνη γράφει επίσης:

«Διαπίστωσα λίγο αργότερα ότι ήταν ένα όργανο που υπήρχε μόνο στα χαρτιά. Λειτουργία απόντος του Ανδρέα δεν ήταν δυνατή. Στην Ευρώπη μια υποτυπώδης οργάνωση υπήρχε μόνο στη Σουηδία και στη Γερμανία. Επρόκειτο για ένα δίκτυο φίλων ή γνωστών που υποστήριζε τις εμφανίσεις του Ανδρέα και δημοσιοποιούσε τις ανακοινώσεις του».

«Τα χρόνια μετά το ’69 έγιναν πολλές αλλαγές στην οργανωτική δομή του ΠΑΚ, στα πρόσωπα που συμμετείχαν στην ηγεσία του, στις σχέσεις τους με τον Ανδρέα. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των αλλαγών ήταν η διατήρηση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της οργάνωσης, δηλαδή η απόλυτη εξάρτησή της από τον Ανδρέα. Ο μόνος που θα μπορούσε να έχει περιορίσει αυτή την τάση ήταν ο ίδιος. Είχε όμως μια έμφυτη αβεβαιότητα και ανασφάλεια όσον αφορά τις προθέσεις των άλλων. Προτιμούσε έτσι πρόσωπα τα οποία αντλούσαν την υπόστασή τους αποκλειστικά από εκείνον. Τους άλλους, που ήταν πιο αυτόνομοι, είχαν δικές τους απόψεις ή διέθεταν την ικανότητα να του αντιπαρατεθούν, τους αντιμετώπιζε με καχυποψία».

Η τελευταία συνάντηση στην Εκάλη

Γράφει ο Σημίτης:

«Ως πρωθυπουργός συνάντησα αργότερα δύο φορές τον Ανδρέα στην Εκάλη. Ημασταν μόνοι. Εκινείτο άνετα στο γραφείο του. Διέκρινα πάνω του μια ελαφρά μελαγχολία αλλά και τη διάθεση να συζητήσουμε. Αισθανόταν απομονωμένος και αβέβαιος. Οταν με είδε να κάθομαι στη θέση που μου είχε υποδείξει ο αστυνομικός της υπηρεσίας, με προέτρεψε να αλλάξω θέση. «Εδώ όλα ακούγονται» είπε «και δεν θέλω να ακούγονται». Εδειξε έτσι κάτι από την παλιά του αποφασιστικότητα αλλά ταυτόχρονα έγινε φανερή η εξάρτησή του λόγω της φυσικής του αδυναμίας. Ηταν μια εικόνα που με στενοχώρησε».

«Οταν ανέλαβα πρωθυπουργός γνωριζόμουν ήδη με τον Ανδρέα παραπάνω από τριάντα χρόνια. Ελάχιστα ήταν τα στελέχη του ΠαΣοΚ που συμπορεύθηκαν μαζί του για τόσο μεγάλο διάστημα. Οι πολιτικοί σχολιαστές πρόβαλλαν τις συγκρούσεις μας, την απόσταση που μας χώριζε στη ζωή και στην πολιτική, τις διαφορετικές συμπεριφορές μας. Παρέβλεπαν όμως τα πολλά κοινά σημεία μας: την αντίστασή μας στη χούντα, τους αγώνες μας για την ίδρυση και την ανάπτυξη του ΠαΣοΚ, την αντιπαράθεσή μας με τη Δεξιά, τη συνεργασία μας για μια αποτελεσματική κυβέρνηση. Διατηρούσαμε μεταξύ μας μια σταθερή σχέση, παρά τις όποιες τριβές.

Στο τέλος της ημέρας των κρίσεων υπήρχε πάντα μια αμοιβαία εκτίμηση. Υπήρχαν επίσης ομοιότητες στη ζωή μας που μας συνέδεαν: οι σπουδές και η πολύχρονη παραμονή μας στο εξωτερικό, η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, η επιστημονική εργασία που διαμόρφωσε έναν αναλυτικό και κριτικό τρόπο σκέψης, η επίγνωση των προβλημάτων της χώρας, η επαφή μας με τη μαρξιστική και σοσιαλιστική σκέψη και, βέβαια, η πεποίθηση ότι η κοινωνική αλλαγή απαιτεί συνεχείς παρεμβάσεις και όχι απλώς τη διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης.

Προσεγγίζαμε όμως με διαφορετικό τρόπο την άσκηση της πολιτικής και είχαμε διαφορετικές απόψεις για ορισμένους κεντρικούς στόχους που θα έπρεπε να επιδιώξουμε». Ο Παπανδρέου διατήρησε την αμερικανοκεντρική οπτική: κύριος πόλος της παγκόσμιας ανάπτυξης ήταν οι ΗΠΑ, «η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε γι’ αυτόν μόνο οικονομική διάσταση· δεν της απέδιδε καμία πολιτική σημασία». Αντιθέτως, ο Σημίτης, θεωρούσε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στη διαμόρφωση της ενοποιητικής πορείας «θα ενίσχυε τις δυνάμεις της σύγκλισης και θα δημιουργούσε νέες ευκαιρίες ανάπτυξης για τη χώρα εφόσον επιδιώκαμε συστηματικά την εκπλήρωση των στόχων μας. Η επιφυλακτικότητα του Ανδρέα απέναντι στην ευρωπαϊκή ενοποιητική προσπάθεια, οι ενδοιασμοί του, η αποστασιοποίησή του είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική κοινωνία να υιοθετήσει μια αντιφατική συμπεριφορά».