Πως αναλύουν στην κυβέρνηση τα κρίσιμα ποιοτικά χαρακτηριστικά των πρόσφατων δημοσκοπήσεων.

Το επιχείρημα του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ανάγκη η χώρα να κυβερνηθεί με σταθερότητα αναδεικνύουν, σύμφωνα με κυβερνητικά στελέχη, τόσο τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών στην Ιταλία, όσο και τα αποτελέσματα των νέων δημοσκοπήσεων που είδαν το φως της δημοσιότητας χθες.

Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι η νίκη της Τζόρτζια Μελόνι και των συμμάχων της και η αναταραχή που προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί, στις αγορές και στην υπόλοιπη Ευρώπη, λειτουργούν υπέρ του επιχειρήματος της αυτοδυναμίας, που όπως όλα δείχνουν θα αποτελέσει το βασικό διακύβευμα του Κυριάκου Μητσοτάκη, τόσο την πρώτη Κυριακή των ελληνικών εκλογών, όσο και κυρίως κατά την δεύτερη κάλπη, προκειμένου ο τόπος να μην μείνει ακυβέρνητος.

Το μήνυμα αυτό θα απευθύνεται πρωτίστως προς τους αυτοαποκαλούμενους κεντρώους ψηφοφόρους, οι οποίοι εξακολουθούν να αποτελούν το προνομιακό ακροατήριο του Προέδρου της ΝΔ, αλλά και προς δεξιά ακροατήρια τα οποία μπορεί να αμφιταλαντεύονται ακόμα αναφορικά με την τελική τους ψήφο, σίγουρα όμως απεχθάνονται την αστάθεια και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται.

Στην κυβερνητική πλειοψηφία προτιμούν αυτή την ανάγνωση και όχι την προσέγγιση του πολιτικού μιμητισμού, σύμφωνα με την οποία, μετά από τις εκλογές στη γείτονα, ενισχύονται οι πιθανότητες να αυξηθούν οι τάσεις προς ακροδεξιά μορφώματα ή και την ψήφο διαμαρτυρίας και στη χώρα μας.

Ως ενισχυτικό της πρώτης άποψης επικαλούνται το 48,5% του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ερώτηση ποιον εμπιστεύεστε περισσότερο στο τιμόνι της χώρας (έναντι ενός 31,1% για τον Αλέξη Τσίπρα, στη δημοσκόπηση της Marc). Όπως και το 54% αυτών απαντούν θετικά για τον σημερινό Πρωθυπουργό ενώ δηλώνουν ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Στην ίδια κατεύθυνση, ένα 50% των κεντρώων δηλώνει ότι εμπιστεύεται τον κ. Μητσοτάκη.

Αντίστοιχο σαφές προβάδισμα καταγράφεται για τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα και στον «καθαρό» δείκτη εμπιστοσύνης (ποιόν πολιτικό αρχηγό εμπιστεύεστε περισσότερο ως Πρωθυπουργό -Alco, όχι ποιος είναι καταλληλότερος για Πρωθυπουργός στις άλλες δημοσκοπήσεις), όπου ο Πρόεδρος της ΝΔ είναι μπροστά με εννέα μονάδες (29%-20%).

Στα κυβερνητικά ραντάρ βρίσκεται και η πτώση των ποσοστών του κ. Ανδρουλάκη, παρά την υπόθεση των υποκλοπών, τάση η οποία ερμηνεύεται ως απόρριψη της πόλωσης από τους ψηφοφόρους, αλλά και υπέρ του διλήμματος περί αυτοδύναμης κυβέρνησης που εξέπεμπε και θα συνεχίσει να εκπέμπει ο κ. Μητσοτάκης. Πόλωση η οποία, βεβαίως, ενισχύεται ευρύτερα σε επίπεδο πολιτικού σκηνικού και αναμένεται πως θα βαίνει εντεινόμενη προς τις εκλογές.

Στελέχη που αναλύουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δημοσκοπήσεων εκτός από το πρωτοφανές ποσοστό της διαφοράς υπέρ της ΝΔ, από επτά έως εννέα μονάδες με αναγωγή, ποσοστό που καταγράφεται αδιαλείπτως από το 2016, αναδεικνύουν επίσης και το 37% των πολιτών οι οποίοι τάσσονται υπέρ της σταθερότητας στη χώρα με την προϋπόθεση αυτοδύναμης κυβέρνησης (δημοσκόπηση Alco), ποσοστό που αγγίζει αυτό που απαιτεί ο νόμος της ενισχυμένης αναλογικής, που θα ισχύσει στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, εφόσον δεν προκύψει κυβέρνηση με την απλή αναλογική την πρώτη Κυριακή, πράγμα που θεωρείται σχεδόν βέβαιο. Για την ακρίβεια αυτό το 37% υπολείπεται κατά 1,5 μονάδα περίπου από το ποσοστό που δίνει αυτοδυναμία εάν τα εκτός Βουλής κόμματα αθροιστικά βρεθούν στο 8%.

Ωστόσο, στη ΝΔ δεν σταματούν να παρακολουθούν την εξέλιξη και του 49% των ερωτηθέντων οι οποίοι θεωρούν μια κυβέρνηση συνεργασίας ως προϋπόθεση για τη σταθερότητα στη χώρα.

Όπως και την εξέλιξη των ποσοστών του Κυριάκου Βελόπουλου, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, όπου λέγεται πως σε κάποιες περιοχές, αγγίζει και διψήφια νούμερα, αν και οι χθεσινές δημοσκοπήσεις έδειξαν πτώση περί τη μια μονάδα και για την Ελληνική Λύση. Τάση που, αν εμπεδωθεί, θα οφείλεται στην ενίσχυση του δικομματισμού και των συσπειρώσεων των δύο μεγάλων κομμάτων (ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ) η οποία, διαφαίνεται ότι θα αποτελέσει και στόχο των δύο ηγετών τους στο χρονικό διάστημα έως τις εκλογές.

Παρ’ όλα αυτά, στα κυβερνητικά επιτελεία, δεν κρύβουν τον προβληματισμό τους και για την επιφυλακτικότητα που δείχνουν οι πολίτες απέναντι στις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, πόσο μάλλον που η αρνητική τοποθέτηση προέρχεται, σύμφωνα με τους δημοσκόπους, από ψηφοφόρους της ΝΔ και όχι από πολίτες που κάνουν άλλες επιλογές. Ενώ τα σχετικά ποσοστά στους κόλπους των αυτοαποκαλούμενων ως κεντρώοι είναι πλειοψηφικά, με αυτά για την επιφυλακτικότητα απέναντι στις εξαγγελίες Τσίπρα να είναι μεγαλύτερα.

Στα προβληματικά στοιχεία που καλείται να βρει λύσεις το επιτελείο του κυβερνώντος κόμματος είναι και το γεγονός ότι δεν φαίνεται να πείθει το αφήγημα για την υπόθεση των παρακολουθήσεων.

Ευρύτερα, υπάρχουν και δύο πολύ πρακτικοί λόγοι για τους οποίους η κυβέρνηση ανησυχεί για τις εξελίξεις στην Ιταλία. Πρώτον, πως μία αλλαγή κυβέρνησης στη Ρώμη θα επηρεάσει τις αποφάσεις της ΕΕ όσον αφορά στην αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Υπενθυμίζεται ότι μετά το Μακρόν, ο Ντράγκι ήταν ένας βασικός σύμμαχος του κ. Μητσοτάκη στην Ευρώπη πχ όσον αφορά στο αίτημα για ευρωπαϊκό πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Δεύτερον, μήπως τα ιταλικά συμπαρασύρουν και τα ελληνικά spreads με συνέπειες στην αύξηση του κόστους δανεισμού.

Διαβάστε επίσης:

Μητσοτάκης: Στο Υπουργικό Συμβούλιο οι απειλές Ερντογάν – Γιατί «απασφάλισε» ο Τούρκος Πρόεδρος, τι απαντά η Αθήνα

Ύστατη πίεση για να μην ρίξει αυλαία η Εξεταστική