Στην αναβάθμιση κατά δύο βαθμίδες της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης Fitch. Πρόκειται για τη δεύτερη φορά φέτος που ο οίκος αναβαθμίζει την Ελλάδα, αφήνοντάς την, μάλιστα, μόλις τρεις βαθμίδες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.

Ο διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας σε “BB-” από “B”. Παράλληλα διατήρησε σταθερό το outlook. Υπενθυμίζεται ότι στα μέσα Φεβρουαρίου είχε αναβαθμίσει ξανά το αξιόχρεο της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα σε “Β” από “Β-“, με θετικό το outlook.

Στην έκθεσή του ο οίκος Fitch σημειώνει πως η ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης ανοίγει τον δρόμο για έξοδο από το μνημόνιο. Μάλιστα, υπογραμμίζει το σημαντικό αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων, ενώ υποστηρίζει πως τα μέτρα για το χρέος βελτιώνουν την βιωσιμότητά του.

Ο οίκος κάνει λόγο για βελτίωση των δημοσιονομικών εκτιμώντας μάλιστα ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,7% μέχρι το 2030, ενώ τοποθετεί την ανάπτυξη στο 2% φέτος. Σημειώνει πως η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα βελτιώνεται. Ωστόσο, μιλά και για προκλήσεις που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία.

Σύμφωνα με την Fitch, η αναβάθμιση της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τους ακόλουθους καταλύτες:

  • H ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) της Ελλάδας ανοίγει το δρόμο για μια επιτυχή έξοδο από το πρόγραμμα του ESM στις 20 Αυγούστου 2018. Τα συνοδευτικά μέτρα για το χρέος βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους της γενικής κυβέρνησης. Η βιωσιμότητα του χρέους υποστηρίζεται και από τα πρωτογενή πλεονάσματα της γενικής κυβέρνησης που έχουν καταγραφεί στο παρελθόν, από τις προσδοκίες που έχει ο οίκος αξιολόγησης για σταθερή αύξηση του ΑΕΠ, από τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν νομοθετηθεί και θα τεθούν σε ισχύ έως το 2020 και από τους σχετικά μειωμένους πολιτικούς κινδύνους.

– Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου είναι ουσιαστικά. Η συμφωνία προβλέπει την επιμήκυνση, χωρίς αυτή να υπόκειται σε πολιτικές προϋποθέσεις, της αποπληρωμής τόκων και ωρίμανσης των ομολόγων σε δάνεια 96,4 δις. ευρώ του EFSF. Το χρέος και οι τόκοι για τα δάνεια του EFSF παρατείνονται μέχρι το 2033 (από το 2023 προηγουμένως). Η μέση ληκτότητα του ελληνικού χρέους (19 έτη, εξαιρουμένων των εντόκων και των repos) συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων στις χώρες που αξιολογεί η Fitch. Η επέκταση αναμένεται να επιμηκύνει περαιτέρω την ωρίμανση.

– Στις 6 Αυγούστου ο ESM κατέβαλε στην Ελλάδα την τελευταία δόση ύψους 15 δισ. ευρώ, οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης είναι ελεγχόμενες και η Ελλάδα θα εξέλθει από το πρόγραμμα με ένα σημαντικό αποθεματικό ταμειακών διαθεσίμων. Από την τελευταία εκταμίευση, 5,5 δισ. ευρώ θα χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση του χρέους και 9,5 δισ. ευρώ θα προστεθούν στο “μαξιλάρι” ρευστότητας. Έτσι, η Ελλάδα αναμένεται να βγει από το πρόγραμμα του ESM με ένα αποθεματικό ύψους 24,1 δισ. ευρώ (13% του ΑΕΠ). Σύμφωνα με του Eurogroup, το εν λόγω αποθεματικό θα καλύψει τις ανάγκες χρηματοδότησης επί 22 μήνες (έως τα μέσα του 2020). Οι εκτιμήσεις της Fitch δείχνουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να καλύψει πλήρως τις χρηματοδοτικές της ανάγκες μέχρι το 2022, παρέχοντας ένα σημαντικό “ανάχωμα” έναντι ενδεχόμενων χρηματοδοτικών κινδύνων για ένα παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Αυτό με τη σειρά του αναμένεται να λειτουργήσει ως στήριγμα για την εμπιστοσύνη των αγορών και την μεταμνημονιακή πρόσβαση της χώρας σε αυτές.

– Τα δημόσια οικονομικά συνεχίζουν να βελτιώνονται. Το 2017 η Ελλάδα πέτυχε συνολικό πλεόνασμα του προϋπολογισμού 0,8% του ΑΕΠ, από 0,6% το προηγούμενο έτος και το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στο 4% του ΑΕΠ. Αυτή ήταν μια σημαντική δημοσιονομική υπεραπόδοση. Υπολογίζαμε ότι το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 θα ήταν στο 1,9% του ΑΕΠ της χώρας, ήδη υψηλότερο από τον στόχο του προγράμματος του ESM που το έθετε στο 1,75% του ΑΕΠ, λόγω των υψηλότερων των εκτιμήσεων εσόδων και περικοπών δαπανών του προϋπολογισμού.

– Αναμένουμε ότι οι δημοσιονομικές επιδόσεις θα παραμείνουν υγιείς κατά την περίοδο μετά την λήξη του προγράμματος. Προβλέπουμε τη συνέχιση των πρωτογενών πλεονασμάτων κατά μέσο όρο στο 2,7% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2018-30. Υποθέτοντας ότι ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ είναι 3,4%, το ακαθάριστο δημόσιο χρέος προβλέπεται να μειωθεί στο 123,3% του ΑΕΠ έως το 2030 από 182,7% το 2018. Αναμένουμε τέλος ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα παραμείνουν οριακά κάτω από το 3,5%του ΑΕΠ μέχρι το 2023 και στην συνέχεια θα υποχωρήσουν κάτω από το 3%.

Κατά την άποψη της Fitch, το εγχώριο πολιτικό σκηνικό έχει γίνει κάπως πιο σταθερό και οι σχέσεις συνεργασίας της Ελλάδας με τους ευρωπαίους πιστωτές έχουν βελτιωθεί σημαντικά, μειώνοντας τον κίνδυνο να αναλάβει στο μέλλον την εξουσία της χώρας μία κυβέρνηση που θα ανέστρεφε δραματικά τα μέτρα που έχουν υιοθετηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM. Παρ’ όλα αυτά, όπως τονίζει ο οίκος αξιολόγησης, οι μελλοντικές ελληνικές κυβερνήσεις πρέπει να διατηρήσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα και αυτό μπορεί να δημιουργήσει πολιτικές προκλήσεις. Επίσης, ο οίκος αξιολόγησης σημειώνει ότι μπορεί να υπάρξει κάποια εν μέρει αντιστροφή της πολιτικής, ή μπορεί να χαλαρώσουν οι δημοσιονομικοί στόχοι, καθώς ο διάλογος μεταξύ της Ελλάδας και των επίσημων πιστωτών της συνεχίζεται.

Η Fitch αναμένει ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα διαμορφωθούν στο 9% κατά μέσο όρο την περίοδο 2019-2030. Το ποσοστό αυτό είναι αρκετά χαμηλότερο από το 15% του ΑΕΠ, τον στόχο δηλαδή που υιοθέτησε το Eurogroup για την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Η ευνοϊκή φύση του ελληνικού δημόσιου χρέους υποδηλώνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό, η μέση ωρίμανσή του μακρά, ενώ χαμηλές είναι και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες, παρά το μεγάλο συνολικό ύψος του ελληνικού χρέους. Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι οι ελληνικές αρχές θα χρησιμοποιήσουν μέρος του “μαξιλαριού” ρευστότητας για να επαναγοράσουν τα πιο ακριβά τμήματα του χρέους (για παράδειγμα τα δάνεια του ΔΝΤ). Αυτό θα μειώσει περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Οι πληρωμές τόκων ως προς τα έσοδα είναι στο 6,5% και το πραγματικό επιτόκιο του χρέους της Ελλάδας βρίσκεται στο 1,8%, είναι δηλαδή αρκετά χαμηλότερο από αυτό των περισσότερων ομολόγων της στην ευρωζώνη.

Στο μεταξύ, η αύξηση του ΑΕΠ κερδίζει momentum. Η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται για πέντε διαδοχικά τρίμηνα και το α’ τρίμηνο του 2018 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2,3% σε ετήσια βάση. Η Fitch εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 2% το 2018 και στο 2,3% το 2019.

Η ανεκμετάλλευτη επενδυτική ζήτηση, η μείωση του ποσοστού ανεργίας και η τακτοποίηση των καθυστερούμενων οφειλών της κυβέρνησης αναμένεται να στηρίξουν την εγχώρια ζήτηση. Η συμβολή του καθαρού εμπορίου είναι πιθανό να παραμείνει μικρή λόγω της ισχυρής αύξησης των εισαγωγών. Οι επενδύσεις παραμένουν εντάσεως εισαγωγών. Αναμένουμε ότι τόσο η ιδιωτική όσο και η κρατική κατανάλωση θα ανακάμψουν σταδιακά, καθώς η δημοσιονομική πολιτική θα είναι λιγότερο σφιχτή σε σχέση με την περίοδο 2015-2018.

Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις, τις οποίες επιχειρούν να αντιμετωπίσουν οι πολιτικές δεσμεύσεις που έχουν ληφθεί για την μετά μνημονίου εποχή. Η εποπτεία θα επικεντρωθεί ιδιαίτερα στην χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE), που παραμένουν υψηλά στο 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων τον Μάρτιο, παραμένει βασική πρόκληση και πιθανόν να χρειαστούν περαιτέρω προβλέψεις για να διαγραφούν. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευτεί για φιλόδοξα σχέδια μείωσης των NPEs στο περίπου 35% μέχρι τα τέλη του 2019 και έχουν επιτύχει τους ενδιάμεσους στόχους τους. Αναμένουμε ότι η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού θα συνεχίσει να βελτιώνεται, αλλά πιστεύουμε ότι οι κίνδυνοι εκτέλεσης εξακολουθούν να είναι σημαντικοί.

Όπως επισημαίνει η Fitch, η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα βελτιώνεται. Καμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες της Ελλάδας δεν χρειάστηκε να υποβάλει ένα σχέδιο άντλησης κεφαλαίων ως αποτέλεσμα των stress test της ΕΚΤ τον Μάιο του 2018. Στις 26 Ιουλίου, η ΕΚΤ μείωσε το ανώτατο όριο του έκτακτου μηχανισμού παροχής ρευστότητας (ELA) στις ελληνικές τράπεζες στα 8,4 δισ. από την “κορυφή” των 90 δισ. ευρώ που είχε αγγίξει τον Ιούλιο του 2015, γεγονός που αντανακλά τις θετικές εξελίξεις στις κατάσταση της ρευστότητάς τους. Επίσης η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα όσον αφορά τη ρευστότητα συνεχίζει να μειώνεται. Το α’ εξάμηνο του έτους, η συνολική χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα διαμορφώθηκε στα 16,3 δισ. ευρώ (9,0 δισ. ευρώ από την ΕΚΤ), από τα 33,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017. Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls τον Ιούνιο του 2018.

Παράλληλα, σταδιακή βελτίωση εμφανίζει και η εμπιστοσύνη των καταθετών. Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Fitch, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά 4,7 δισ. Ευρώ (3,7%) το πρώτο πεντάμηνο του 2018, αντανακλώντας την υποχώρηση της αβεβαιότητας αναφορικά με την έξοδο από το πρόγραμμα και την ισχυρή τουριστική περίοδο. Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει ότι η αύξηση των καταθέσεων θα συνεχιστεί καθώς ενδυναμώνεται η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα, παρότι η επιστροφή των καταθέσεων θα συνεχίσει να επιβαρύνεται από τα υψηλά δημοσιονομικά βάρη.

Τέλος, η Fitch σημειώνει ότι η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της πΓΔΜ για το ονοματολογικό, έχει προκαλέσει εντάσεις μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και του κυβερνητικού του εταίροι, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο των πρόωρων εκλογών όταν η συμφωνία έρθει για κύρωση στην ελληνική βουλή. Ωστόσο ο οίκος αξιολόγησης δεν αναμένει ότι οι πρόωρες εκλογές θα μπορούσαν να διαταράξουν σημαντικά την μεταμνημονιακή πορεία. Με βάση τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η Νέα Δημοκρατία έχει προβάδισμα 15 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας έχει δεσμευτεί ότι θα συνεχίσει την εφαρμογή του προγράμματος και ιστορικά έχει δείξει ότι είναι ιδεολογικά πιο φιλικό στις μεταρρυθμίσεις του προγράμματος, σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ.