Υπόμνημα στην Ολομέλεια της Βουλής κατέθεσε ο Ευρωπαίος Επίτροπος Μετανάστευσης Δημήτρης Αβραμόπουλος, ένας από τους «10» αναφερόμενους στη δικογραφία, καθώς, όπως αναφέρει, την ώρα που θα διεξάγεται η συζήτηση και η ψηφοφορία στη Βουλή, ο ίδιος θα βρίσκεται στην Νέα Υόρκη.

Στο υπόμνημά του, ο κ. Αβραμόπουλος εκτιμά «πως η υπόθεση δεν είναι μία απλή υπόθεση διερεύνησης ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων γιατί, για πρώτη φορά, στα κοινοβουλευτικά χρονικά η Βουλή βρίσκεται αντιμέτωπη με το εξαιρετικό φαινόμενο των προστατευόμενων μαρτύρων», που, όπως σημειώνει, «δικαίως, μετά την ανάγνωση των καταθέσεών τους, άπαντες τους αποκάλεσαν “κουκουλοφόρους μάρτυρες”».

«Πρέπει λοιπόν να συζητήσουμε περί της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, ποιοι από εμάς και με ποιον τρόπο το υπηρετούμε και ποιοι και για ποιους λόγους επέλεξαν να προστατεύσουν μία ομάδα ψευδομαρτύρων, ακραίων, πιθανώς στοιχείων, εχθρών της δημοκρατικής νομιμότητας, ώστε, όπως νομίζουν, εκ του ασφαλούς ως προστατευόμενοι μάρτυρες να επιτεθούν στο σύνολο του πολιτικού κόσμου, το οποίο κυβέρνησε τη χώρα από το 2004 έως το 2015 από κρίσιμες θέσεις ως Πρωθυπουργοί, ως Αρχηγοί κομμάτων και ως Υπουργοί», αναφέρει επίσης ο κ. Αβραμόπουλος.

«Πρέπει επίσης να συζητήσουμε», συνεχίζει, «εάν η όποια ενδεχόμενη παράνομη δραστηριότητα της Novartis στην Ελλάδα, άρχισε απότομα το 2006, όταν ανέλαβα Υπουργός Υγείας, και διεκόπη ομοίως απότομα την 26η Ιανουαρίου 2015 και έκτοτε, «εξαφανίσθηκε» για πάντα, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι προστατευόμενοι μάρτυρες με τις καταθέσεις τους».

Αβραμόπουλος

Ο κ. Αβραμόπουλος χαρακτηρίζει τους προστατευόμενους μάρτυρες «ως κομβικό σημείο της όλης υπόθεσης, γιατί η πρακτική αυτή, παραδεκτή μεν από το διεθνές και ελληνικό δίκαιο για την αντιμετώπιση οργανωμένων εγκληματικών ομάδων του κοινού ποινικού δικαίου, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο κατά των Ελλήνων πολιτικών και των δημοκρατικών θεσμών. Εξυπηρετούνται έτσι», αναφέρει, «ακραίες ομάδες, που το μόνο που επιθυμούν και επιδιώκουν είναι η υπονόμευση και η παρεμπόδιση της ομαλής λειτουργίας της πολιτικής ζωής.

Με κίνδυνο να χαρακτηρισθεί ο πολιτικός κόσμος συλλήβδην, ως κοινή εγκληματική οργάνωση. Διότι, εάν επικρατήσει αυτή η άποψη, χωρίς αποδείξεις, θα εκτίθενται σε κατηγορίες με κρυπτόμενους ψευδομάρτυρες δημόσια πρόσωπα. Εκεί οδηγούμεθα.

Αναφέρεται επίσης στην μήνυση την οποία κατέθεσε «κατά των δύο εκ των τριών ψευδομαρτύρων» και στο αίτημα που κατέθεσε στον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ζητώντας να εφαρμόσει το νόμο, ως αποκλειστικά αρμόδιος και να ανακαλέσει άμεσα, τον χαρακτηρισμό των μαρτύρων ως προστατευόμενων, «προκειμένου αυτοί και οι συνεργοί τους αποκαλυπτόμενοι να προσαχθούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και να απολογηθούν για τα εναντίον μου εγκλήματά τους».

«Μόνον έτσι πρέπει», υποστηρίζει, «προκειμένου να εξηγήσουν οι «μάρτυρες» αυτοί με ποιον τρόπο αποφάσισαν, όλως αιφνιδίως τον Νοέμβριο του 2017 και τον Ιανουάριο του 2018 να προσέλθουν κατ’ επανάληψη, «αυθορμήτως», για να καταθέσουν επί γεγονότων και πολιτικών του έτους 2006 μέχρι και του έτους 2009 .

Και μάλιστα θα πρέπει να εξηγήσουν, γιατί δεν το έπραξαν προηγουμένως, αφού υποτίθεται γνώριζαν τα όσα κατέθεσαν, κάποια εκ των οποίων θεμάτων είχαν ήδη εξετασθεί ενδελεχώς πριν από τέσσερα χρόνια από την ίδια Εισαγγελία Διαφθοράς, από δύο εξεταστικές επιτροπές της Βουλής, η δεύτερη από τις οποίες βρίσκεται για καιρό σε λειτουργία και από κάθε άλλης μορφής αρχή και υπηρεσία. Και όχι μόνον αυτό. Δεν αναφέρονται στο ότι η δικογραφία για τη γρίπη Η1Ν1 είχε ήδη διερευνηθεί από την ίδια Εισαγγελία και είχε τεθεί στο αρχείο, διότι δεν προέκυψε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο.”

Ο κ.Αβραμόπουλος ζητά επίσης “να διευκρινισθεί, εάν υπάρχουν πρόσωπα εκτός της κας Εισαγγελέως Διαφθοράς και των επικούρων Εισαγγελέων, οι οποίοι γνωρίζουν την ταυτότητα των προστατευόμενων μαρτύρων, πώς το γνωρίζουν και εάν με αυτόν τον τρόπο η προστασία των ψευδομαρτύρων είναι αποκλειστικά προστασία για τους ίδιους τους ψευδομάρτυρες από τις εγκληματικές τους πράξεις.”

Ο Ευρωπαίος Επίτροπος χαρακτηρίζει την υπόθεση NOVARTIS, υπαρκτό πρόβλημα το οποίο, όπως αναφέρει «εξετάζεται σε περισσότερες χώρες, κυρίως ως θέμα παραβίασης των κανόνων ανταγωνισμού και για αθέμιτες πρακτικές, σύμφωνα με τις οποίες, η εταιρεία αυτή επιδιώκει και λαμβάνει μεγαλύτερα μερίδια αγοράς ή αυξάνει την κατανάλωση των προϊόντων της, εις βάρος της δημόσιας και της ιδιωτικής φαρμακευτικής δαπάνης».

«Σε καμία χώρα ωστόσο», προσθέτει δεν θεώρησαν ότι ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα ήταν να κατηγορήσουν το πολιτικό σύστημα, πρώην Πρωθυπουργούς και Υπουργούς σαν να ήταν ευτελώς συναλλασσόμενοι με φαρμακευτικές εταιρείες. Έτσι θεώρησαν κάποιοι στη χώρα μας, ότι προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον, ταυτίζοντάς το με ψευδομάρτυρες, με ανυπόστατες συκοφαντίες και δικονομικούς χειρισμούς παγίδευσης και κατασυκοφάντησης πολιτικών προσώπων».

Αναφερόμενος στον έλεγχο της φαρμακευτικής δαπάνης αναφέρει ότι την εποχή που ήταν ο ίδιος υπουργός Υγείας «ο έλεγχος αυτός ανήκε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Ανάπτυξης, του Υπουργείου Οικονομικών και του Υπουργείου Εργασίας. Με άλλα λόγια, το Υπουργείο Ανάπτυξης είχε την αρμοδιότητα της τιμολόγησης και των διαδικασιών προμηθειών των φαρμάκων.

Το δε Υπουργείο Οικονομικών είχε την αρμοδιότητα του ελέγχου των προϋπολογισμών των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, των νοσοκομειακών δηλαδή ιδρυμάτων της χώρας και το Υπουργείο Εργασίας τον έλεγχο των ασφαλιστικών ταμείων ως προς το σκέλος των δαπανών νοσοκομειακής και υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων.”

«Τον Ιούνιο του 2007, ήτοι περίπου ένα έτος μετά την ανάληψη της θέσης του Υπουργού Υγείας,» συνεχίζει ο Ευρωπαίος Επίτροπος, «πρότεινα στη Βουλή σχέδιο νόμου, το οποίο κατέστη νόμος του κράτους και με το νόμο αυτό αφαιρέθηκαν από τα νοσοκομεία οι προμήθειες, γιατί διαπιστώθηκε ότι υπήρχε κατακερματισμένη, αντιφατική και ελλιπής εφαρμογή των διαδικασιών για τις προμήθειες, χωρίς διαγωνιστικές διαδικασίες ή με διαγωνιστικές διαδικασίες μόνο τυπικές, πρόχειρους διαγωνισμούς και απευθείας αναθέσεις, σύμφωνα με το σύστημα το οποίο επικρατούσε μέχρι τότε, αρμοδιότητες, οι οποίες με το νόμο μεταφέρθηκαν στην Κεντρική Επιτροπή Προμηθειών Υγείας .

Η κοπιώδης προσπάθειά μας, η οποία διήρκεσε περισσότερο από ενάμιση χρόνο, περίοδος κατά την οποία έγιναν διαβουλεύσεις με όλους τους φορείς, δημόσιους και ιδιωτικούς, οι οποίοι εμπλέκονται στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, με τους οποίους επετεύχθη συμφωνία, κατέληξαν στην κατάθεση στη Βουλή σχεδίου νόμου για «την οργάνωση και τη λειτουργία της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας»».

Ο κ. Αβραμόπουλος αναφέρει επίσης ότι, επί των ημερών του, «παραπέμφθηκαν στη δικαιοσύνη όλες οι υποθέσεις έργων και προμηθειών του τομέα της Υγείας, στις οποίες παρουσιάστηκαν προβλήματα για την πλήρη διαλεύκανσή τους και την απόδοση των ευθυνών».

«Στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών μου,» υπογραμμίζει, «εντάσσονται δύο ιστορικής σημασίας τομές, που έλαβαν χώρα τότε στον τομέα της υγείας στη χώρα μας, για την αντιμετώπιση και διαχείριση των οποίων αισθάνομαι υπερήφανος.

Η αντιμετώπιση της πανδημίας του ιού Α/Η1Ν1, με τρόπο πιο αποτελεσματικό αλλά και με καλύτερους οικονομικούς όρους από τις περισσότερες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως, όμως, η εγκατάσταση του μοριακού ελέγχου του αίματος, χωρίς τον οποίο μέχρι τότε, θρηνούσαμε θύματα μεταγγιζόμενων που δυστυχώς, είναι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας. Μέτρα προστασίας, για να εξασφαλισθεί η ασφάλεια και η ποιότητα του αίματος για τις μεταγγίσεις των πολιτών. Κάτι που δικαίως απαιτούσαν οι πολίτες.

Και εδώ, στο μεγάλης σημασίας αυτό έργο, λάβαμε παράλληλα κάθε μέτρο για να διασφαλίσουμε το δημόσιο χρήμα. Με πρωτοβουλία μου συνεστήθη Διακομματική Επιτροπή της Βουλής, με τη συμμετοχή εκπροσώπων όλων των κομμάτων, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, των Εκπροσώπων των Υπουργείων Οικονομικών, Ανάπτυξης και Υγείας, τους ανώτατους παράγοντες όλων αυτών των συναρμοδίων Υπουργείων, της Επιστημονικής Επιτροπής αλλά και Επιτροπής Αξιολόγησης με εξειδικευμένες προσωπικότητες κύρους.

Σ’ αυτή τη Διακομματική Επιτροπή ανατέθηκε η λήψη των τελικών αποφάσεων και αναθέσεων».

«Θέλω κατηγορηματικά να διευκρινίσω, ότι δεν διατυπώνω με το παρόν οποιαδήποτε ένσταση για την πλήρη σε βάθος έρευνα των δραστηριοτήτων της NOVARTIS στην χώρα μας, αντίθετα μάλιστα, υποστηρίζω την πλήρη αποκάλυψη ευθυνών, παράνομων πράξεων και πρακτικών, οι οποίες ενδεχομένως ζημίωσαν τη χώρα» συνεχίζει ο κ. Αβραμόπουλος και υπογραμμίζει.

«Υπερασπίζομαι αποκλειστικά την βαρύτατα προσβεβλημένη τιμή και υπόληψή μου, από ψεύδορκους, κατασκευασμένους μάρτυρες και πρακτικές που θίγουν την πολιτική και κοινωνική υπόστασή μου. Είμαι αποφασισμένος να οδηγήσω τους συκοφάντες ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης.

Στη δικογραφία, σε δυόμισι χιλιάδες σελίδες υπάρχουν δύο αναφορές, όπου οι ψευδομάρτυρες, χωρίς να δίνουν κανένα στοιχείο, διατυπώνουν μονάχα εικασίες και υποθέσεις, στο σύνολό τους αυταπόδεικτα ψευδείς».

Ο Ευρωπαίος Επίτροπος εκφράζει «ιδιαίτερη ανησυχία μια παρατηρούμενη αυξανόμενη ένταση στον ευρύτερο γεωπολιτικό μας χώρο. Η σταθερότητα της χώρας, μέσα από την ενιαία στάση στα εθνικά ζητήματα, που βρίσκονται στο προσκήνιο, είναι ο μοναδικός τρόπος προστασίας του εθνικού συμφέροντος και τονίζει τον κίνδυνο του διχασμού, «που πάντοτε προκαλείται σε περιόδους σκληρών εσωτερικών πολιτικών εντάσεων και αντιπαραθέσεων».

«Όσα κυριαρχούν το τελευταίο διάστημα στην εσωτερική δημόσια αντιπαράθεση, με την μετωπική σύγκρουση του κυβερνητικού χώρου με το σύνολο της Δημοκρατικής Αντιπολίτευσης που κυβέρνησε προηγουμένως την χώρα και που σήμερα είναι από τους βασικούς άξονες του εθνικού μας συστήματος, βαθαίνουν τη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής, διασαλεύουν την πολιτική σταθερότητα, υπονομεύουν την εθνική συνεννόηση, διασπείρουν πολιτικά πάθη στην κοινωνία και επιχειρούν να διεγείρουν ταπεινά ένστικτα κοινωνικού αυτοματισμού και μανιχαϊσμού.

Και φοβούμαι, ότι όλα αυτά προκαλούν τις χειρότερες εντυπώσεις για την χώρα διεθνώς και αποδυναμώνουν το εθνικό και κοινωνικό μέτωπο, τόσο απαραίτητα στους καιρούς μας, στο εσωτερικό αλλά και στο διεθνές περιβάλλον», υποστηρίζει ο Ευρωπαίος Επίτροπος και καταλήγει.

«Η δική μου θέση και η παραίνεση είναι πλήρης διαφάνεια, διερεύνηση σε βάθος, σεβασμός των νόμων, αυστηρή τιμωρία των αυτουργών αυτής της σκευωρίας αλλά κυρίως σεβασμός των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτικών, τόσον ως δημοσίων προσώπων όσο και ως πολιτών.

Ανεξάρτητα των δικονομικών και συνταγματικών κανόνων, θέλω να θέσω ευθέως, προς τον καθένα και την καθεμία από εσάς, το εξής ερώτημα:

Τιμά το πολιτικό σύστημα να κατηγορούνται τα μέλη του από κουκουλοφόρους μάρτυρες, οι οποίοι είναι πιθανότατα πρόσωπα του κοινού ποινικού δικαίου, υποκινούμενα και συνεργαζόμενα πιθανώς με ακραία πολιτικά και εξωθεσμικά στελέχη και αμφίβολης ηθικής πρόσωπα;»

Τέλος ο κ. Αβραμόπουλος εκφράζει την πεποίθηση ότι «αυτό που στο τέλος θα κυριαρχήσει θα είναι η προστασία της Δημοκρατίας μας, του δημοσίου συμφέροντος, του συντάγματος, των θεσμών και της αξιοπρέπειάς μας ως δημοσίων προσώπων, λειτουργών της δημοκρατίας αλλά και Ελλήνων πολιτών».