Ο υπουργός και ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, Κωνσταντίνος Τσιάρας και Γιώργος Κώτσηρας, αντίστοιχα, σε συνέντευξη Τύπου παρουσίασαν σήμερα το νομοσχέδιο για τις σχέσεις γονέων και παιδιών «μετά την απόφασή τους να διασπάσουν τον έγγαμο βίο», το οποίο περιλαμβάνει πέντε καινοτόμες διατάξεις.

Προηγουμένως, ο κ. Τσιάρας είχε παρουσιάσει το νομοσχέδιο στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο και το ενέκρινε.

Ο κεντρικός πυρήνας του νομοσχεδίου, όπως τόνισε ο κ. Τσιάρας, είναι αφενός να τεθεί ένα τέλος στην αντιδικία μεταξύ των γονέων για το συμφέρον των ίδιων των παιδιών και αφετέρου «το πραγματικό συμφέρον του παιδιού ως το βασικό κριτήριο για τη ρύθμιση των σχέσεων των τέκνων με τους γονείς τους».

Ειδικότερα, τα βασικά πέντε σημεία του νομοσχεδίου, που είναι καινοτόμα, σύμφωνα με τον υπουργό Δικαιοσύνης είναι:

1) Η μη διάκριση μεταξύ των γονέων, καθώς καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο,

2) Οι εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης των οικογενειακών διαφορών, όπως η διαμεσολάβηση,

3) Η θέσπιση του μαχητού τεκμηρίου του 1/3 για την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει,

4) Η θέσπιση αντικειμενικών κριτηρίων κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, όπως είναι η μη καταβολή της διατροφής, και

5) Η δημιουργία ειδικών προγραμμάτων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών για την επιμόρφωση των δικαστικών, που θα δικάζουν αποκλειστικά τις οικογενειακές διαφορές.

Η εφαρμογή του νομοσχεδίου αρχίζει μετά την 30 Ιουνίου 2021 και το γεγονός αυτό δεν συνδυάζεται με πιθανή παράταση του δικαστικού έτους, αλλά αποκλειστικά και μόνο με την ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωση των δικαστών από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών.

Ειδικότερα, ο κ. Τσιάρας ανέφερε ότι με το νομοσχέδιο ενισχύεται ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του κεφαλαίου εκείνου του Αστικού Κώδικα που αφορά στη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων και ειδικότερα στις σχέσεις των τέκνων με τους γονείς τους, μετά τη διάσπαση του έγγαμου βίου τους και το οριστικό διαζύγιο.

Παράλληλα, τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης, με το επίμαχο νομοσχέδιο, καθιερώνεται η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και από τους δύο γονείς μετά το διαζύγιο, διευκρίνισε «η έννοια της γονικής μέριμνας είναι ευρύτερη από αυτή της επιμέλειας του τέκνου και η γονική μέριμνα είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων, οι οποίοι την ασκούν από κοινού» και εξήγησε:

«Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, οι γονείς θα πρέπει να συναποφασίζουν. Σε περίπτωση διαφωνίας, οι γονείς θα πρέπει να καταφεύγουν στη διαμεσολάβηση για την επίλυση των διαφορών τους, ή αν αυτή τελικά δεν ευδοκιμήσει, στα δικαστήρια. Επιπλέον, για την ενίσχυση της κουλτούρας της διαμεσολάβησης στις οικογενειακές διαφορές, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης καταρτίζει ειδικό Μητρώο Διαμεσολαβητών, εξειδικευμένων στις οικογενειακές διαφορές. Από αυτό το Μητρώο θα μπορούν τα εμπλεκόμενα μέρη να επιλέγουν τον διαμεσολαβητή».

Ακόμη, σύμφωνα με τον κ. Τσιάρα, καθιερώνεται το μαχητό τεκμήριο του 1/3 για την επικοινωνία του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και έτσι εξασφαλίζεται αυξημένη επικοινωνία και ποιοτικός χρόνος του παιδιού με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει. Την ίδια στιγμή, λαμβάνεται πρόνοια ώστε να μην διαταράσσεται η καθημερινή ζωή του παιδιού, οι σχολικές, εξωσχολικές και κοινωνικές του δραστηριότητες, καθώς οι δικαστικές αρχές μπορούν να παρεκκλίνουν από τον κανόνα του 1/3 με βάση το αληθές και πραγματικό συμφέρον του παιδιού.

Ένα άλλο σημείο του νομοσχεδίου, είπε ο υπουργός Δικαιοσύνης, είναι αυτό με το οποίο «καθιερώνονται για πρώτη φορά, έστω και ενδεικτικά, κριτήρια κακής άσκησης της γονικής μέριμνας, η διαπίστωση της οποίας δύναται να οδηγήσει ακόμη και στην αφαίρεσή της από τον υπαίτιο γονέα, με κριτήριο πάντοτε το συμφέρον του τέκνου». Τα κριτήρια αυτά «λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη από το δικαστήριο στη ρύθμιση των ζητημάτων γονικής μέριμνας και επιμέλειας των τέκνων, όπως η μη καταβολή της διατροφής, ο μη σεβασμός στις δικαστικές αποφάσεις και στις συμφωνίες των διαζευγμένων γονέων και η διάρρηξη των σχέσεων του παιδιού με τον άλλον γονέα», σημείωσε ο κ. Τσιάρας και προσέθεσε: «Το δικαστήριο μπορεί να διευρύνει κατά την κρίση του τα κριτήρια αυτά, και να προσθέσει κριτήρια που κατά την κρίση του πρέπει να αξιολογούνται».

Σε άλλο σημείο ο υπουργός Δικαιοσύνης, ανέφερε ότι προβλέπεται «η θέσπιση ειδικών προγραμμάτων της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών, που θα εκδικάζουν τις οικογενειακές διαφορές, από εξειδικευμένους ψυχολόγους, κοινωνιολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, καθηγητές ΑΕΙ και δικαστικούς λειτουργούς.

Τέλος, στο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται μεταβατικές διατάξεις με τις οποίες οι προτεινόμενες ρυθμίσεις εφαρμόζονται και επί εκκρεμών υποθέσεων, εφόσον δεν έχει ακόμη εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, και παρέχεται η δυνατότητα μεταρρύθμισης ή ανάκλησης εγγράφων συμφωνιών εντός χρονικού διαστήματος 2 ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου, προκειμένου να υπάρξει εναρμόνιση με τα νέα νομικά δεδομένα.

Ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Γιώργος Κώτσηρας επισήμανε ότι με το εν λόγω νομοσχέδιο «πραγματοποιείται ένα σημαντικό βήμα για την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου μας, με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του τέκνου και την ενίσχυση του παιδοκεντρικού χαρακτήρα του οικείου υποσυστήματος διατάξεων» και προσέθεσε:

«Το σχέδιο αποτελεί καρπό εργασίας διακεκριμένων νομικών, που λαμβάνει υπόψη τα διεθνή πρότυπα και τα πλέον σύγχρονα επιστημονικά πορίσματα για τις ανάγκες του ανήλικου παιδιού. Παρέχει εργαλεία διευκόλυνσης και διεύρυνσης της συναίνεσης μεταξύ των γονέων, αλλά και εξάλειψης των αυθαίρετων διακρίσεων μεταξύ τους. Υποβοηθά με αντικειμενικά κριτήρια το έργο του Έλληνα Δικαστή, χωρίς όμως να τον υποκαθιστά, εφόσον πράγματι κληθεί η δικαστική εξουσία να ρυθμίσει την έννομη σχέση».

Κλείνοντας, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, επισήμανε: «Είμαι αισιόδοξος ότι το σχέδιο αυτό θα συμβάλει στην επίτευξη οικογενειακής ειρήνης και στην κατά το δυνατόν ομαλότερη και αποτελεσματικότερη ρύθμιση της γονικής μέριμνας συνολικά, πάντοτε προς όφελος των ανήλικων τέκνων».